«Μένουμε σπίτι»: Η εργαλειοποίηση της γλώσσας στην COVID εποχή

Ο ιός ως παιδαγωγός δημιουργεί το momentum για τη μετάβασή μας στη μετά COVID εποχή.

Της Δρος Χριστίνας Χατζησωτηρίου*

Τον τελευταίο μήνα, το μότο «μένουμε σπίτι» κατακλύζει τον πολιτικό λόγο, τους τηλεοπτικούς μας δέκτες, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και τις διαπροσωπικές μας συζητήσεις. Η γλώσσα του «μένουμε σπίτι» –κατ’ επιβολή και όχι κατ’ επιλογή– φαίνεται να αποτελεί ουσιαστικά τον προπομπό του τι μπορεί δυνητικά να ακολουθήσει στις ούτω καλούμενες δημοκρατικές μας πολιτείες, υποτάσσοντας τον προσωπικό μας βίο στη δημόσια σφαίρα. Η «ενεργός πολιτότητα» που χαρακτηρίζει τα σύγχρονα πλουραλιστικά κράτη φαίνεται να παραχωρεί τη θέση της στην «καταναγκαστική πολιτότητα» και, κατ’ αντιστοιχία, η ανθρώπινη διαμεσολάβηση και επενέργεια να αντικαθίστανται από την προσαρμοστικότητα. Η γλώσσα του «μένουμε σπίτι» μάς ακινητοποιεί εντέχνως στο «επί τόπου», καθηλώνοντας την προσήλωσή μας στα συμπτώματα παρά στις ριζικές αιτίες της παρούσας κρίσης: παγκοσμιοποιημένες εξουσιαστικές κοινωνίες και οικονομίες από τις οποίες αποκλείονται άτομα και κοινωνικές ομάδες.

Η γλώσσα ενημερώνει την ερμηνεία του κόσμου γύρω μας, δίνοντάς της εν τέλει υπόσταση. Υπό την έννοια αυτή, η γλώσσα μπορεί να λειτουργήσει απελευθερωτικά. Κάθε ον, αλλά και κάθε κοινωνία όντων, αξιοποιώντας τη δύναμη της σκέψης, δύναται να υπερβεί την επικαιρότητα της «αλήθειας» και να απεγκλωβιστεί από τα στεγανά που αστυνομεύουν την ελευθερία του πνεύματος. Η γλώσσα εκφράζει ακριβώς την εξέλιξη της ατομικής και συλλογικής διανόησης, διατυπώνοντας κριτική επί της εκλαμβανόμενης «πραγματικότητας», αλλά και καταθέτοντας εισηγήσεις για την εξέλιξή της. Η γλώσσα όμως μπορεί να λειτουργήσει και ως «δουλοποιητικός» μηχανισμός μέσω της εργαλειοποίησής της και συνεπώς της αξιοποίησής της ως μέσου επίτευξης αλλότριων στόχων και πολιτικών μεθοδεύσεων που διαμορφώνουν (δυσ)λειτουργικά την υφιστάμενη «πραγματικότητα». 

Στην περίοδο της παρούσας κρίσης λόγω του κορωνοϊού, η εργαλειοποίηση της γλώσσας δύναται να διαμορφώσει καθοριστικά όχι μόνο το πλαίσιο διαχείρισης των ζητημάτων που προκύπτουν, αλλά και να καθορίσει τις ρυθμιστικές συνιστώσες της μετάβασής μας στη μετά COVID εποχή. Η εργαλειοποίηση της γλώσσας στηρίζεται εμφαντικά σε λεξιλογικές, συντακτικές και γραμματικές επιλογές. Μια τέτοια επιλογή είναι και το μότο «μένουμε σπίτι». Μια επιλογή που, αν και καθόλα απαραίτητη –ναι, πρέπει και οφείλουμε να μείνουμε σπίτι–, μεταθέτει την ευθύνη από το κρατικό στο ατομικό επίπεδο. Τίθεται συνεπώς το ερώτημα, πώς η γλώσσα του «μένουμε σπίτι» εργαλειοποιείται στην COVID εποχή, προσδίδοντας υπόσταση σε πρωτόγνωρες πολιτικές ανά το παγκόσμιο; 

«Μένουμε σπίτι». «Μένουμε» – ρήμα ενεργητικό, αλλά συνάμα και ρήμα αμετάβατο. «Μένουμε σπίτι», νοώντας μια ενέργεια η οποία παραμένει στο υποκείμενό της, χωρίς να μεταβαίνει σε αντικείμενο. «Μένουμε σπίτι», δηλώνοντας μια ενέργεια που συνεπώς παραμένει σε εμάς ως αδήλωτα υποκείμενα, παραπέμποντας σε εννοιολογική παθητικοποίηση της ενεργητικότητας του ιδίου του ρήματος. «Μένουμε σπίτι» –υποχρεωτικά και όχι εθελοντικά– οδηγούμενοι σε μια πρωτοφανή εμπειρία αποξένωσής μας από την ιδιότητά μας ως ενεργοί πολίτες ικανοί να διαμορφώσουν το πολιτικό γίγνεσθαι, και μετατροπής μας σε άβουλα και παθητικά υποκείμενα πειθηνιακής υπόστασης. 

«Μένουμε σπίτι», καλώντας δηλωτικά το κράτος για επιβολή απολυταρχικών μέτρων αστυνόμευσης, ζητώντας να μας προστατέψει από τους ίδιους τους εαυτούς μας – να προστατέψει «εμάς από εμάς». Συνεπώς, «μένουμε σπίτι» τώρα – χρόνος παροντικός. «Μένουμε σπίτι» για κάθε αόριστο που πλήγωσε τον ενεστώτα μας. «Μένουμε σπίτι» σήμερα για κάθε φορά που μείναμε στο σπίτι χθες. «Μένουμε σπίτι», όπως μείναμε σπίτι όταν αποδυνάμωναν το δημόσιο σύστημα υγείας, ενώ αποδέσμευαν κονδύλι εκατομμυρίων ευρώ για το νέο κτίριο της Βουλής. «Μένουμε σπίτι», όπως μείναμε σπίτι όταν έκλειναν τον Συνεργατισμό με όλες τις παρελκόμενες συνέπειες στην οικονομία αυτού του τόπου. «Μένουμε σπίτι», όπως μείναμε σπίτι κάθε φορά που αποφάσιζαν για εμάς χωρίς εμάς. 

«Μένουμε σπίτι». «Σπίτι» – τοπικός προσδιορισμός δηλωτικός της εντόπιας περιχαράκωσής μας από το παγκόσμιο γίγνεσθαι. «Μένουμε σπίτι» αποστασιοποιημένοι από τους Ούγγρους, τη στιγμή που ο πρωθυπουργός τους, Viktor Orbán, επικαλούμενος την κατάσταση κρίσης, επιβάλλει μια σειρά απολυταρχικών μέτρων, ενώ με σχετικό διάταγμα επικυρώνει το αόριστο παραμονής του στην εξουσία. «Μένουμε σπίτι» μακριά από τους Σέρβους, καθώς ο στρατός αστυνομεύει τους δρόμους των πόλεών τους ως απότοκο του πλάνου εκτάκτου ανάγκης της χώρας για αντιμετώπιση του κορωνοϊού. «Μένουμε σπίτι» αποξενωμένοι από τους Ρώσους, στους οποίους δίνεται το δικαίωμα «άδειας εξόδου» εάν και εφόσον καταθέσουν διαδικτυακά τους λόγους του αιτήματός τους, ενώ ο «οργουελιανός» τους αδελφός τούς «παρακολουθεί» μέσω των έξυπνων κινητών τους. 

«Μένουμε σπίτι». «Στο σπίτι» – τοπικός προσδιορισμός δηλωτικός της ακίνητής μας περιουσίας ως ιδιοκτήτες. Ή μήπως όχι; «Μένουμε σπίτι». «Με το σπίτι» – μεταφορικός προσδιορισμός δηλωτικός της οικογενειακής μας συνάφειας. Ή μήπως πάλι όχι; «Μένουμε σπίτι» ανεξαρτήτως της κατάστασης του σπιτιού μας (κυριολεκτικής ή μεταφορικής). Συνεπώς, «μένουμε σπίτι». «Όλοι» – προσωπική αντωνυμία δηλωτική της αποπροσωποποίησης του υποκειμένου. «Μένουμε σπίτι». «Όλοι» – μηδενός εξαιρουμένου βάσει φύλου, προελεύσεως, χρώματος, σεξουαλικού προσανατολισμού, ιατρικού ιστορικού ή κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης. «Μένουμε σπίτι», καθολικά και οικουμενικά, χωρίς εξαιρέσεις οικογενειακής κατάστασης, ψυχισμού ή συναισθηματικής υπόστασης. 

«Μένουμε σπίτι». Μόνοι κυριολεκτικά στο σπίτι, όλοι όσοι δεν έχουμε οικογένεια στο σπίτι. «Μένουμε σπίτι». Μαζί με τη βία στο σπίτι, όλοι όσοι έχουμε δυσλειτουργική οικογένεια στο σπίτι. «Μένουμε σπίτι». Μαζί με τη μελαγχολία, τη θλίψη και το πένθος μας στο σπίτι, όλοι όσοι έχουμε εύθραυστο ψυχισμό μέσα και έξω από το σπίτι. «Μένουμε σπίτι». Μαζί με την ανάγκη να ακολουθήσουμε χωρίς παρεκκλίσεις το πρόγραμμά μας, όλοι όσοι έχουμε αυτιστικά παιδιά στο σπίτι. «Μένουμε σπίτι». Μαζί με το άγχος αν θα έχουμε σπίτι, όλοι όσοι φοβόμαστε ότι θα πληγούμε οικονομικά και ανεπανόρθωτα από αυτή την κρίση. «Μένουμε σπίτι» μαζί με τις ιδιαιτερότητες και τις επί μέρους ξεχωριστές ανάγκες μας. Έτσι, όλοι «μένουμε σπίτι», έστω κι αν, κατά την αριστοτελική αρχή, η ίδια και αδιαφοροποίητη μεταχείριση ανομοίων συνιστά υψίστη αδικία. Αλλά και πάλι, όλοι «μένουμε σπίτι» γιατί το διακύβευμα της κρίσης συμμαρτυρεί τον πανανθρώπινο χαρακτήρα της φθαρτότητάς μας. 

Καταληκτικά, η εργαλειοποίηση του «μένουμε σπίτι» φαίνεται ευλόγως να αποδοκιμάζει την παγκοσμιοποίηση ως μέσο εξάπλωσης «ιογενών παθήσεων», κυριολεκτικά και μεταφορικά, αλλά και στη βάση της απουσίας μέσων διαχείρισης κρίσεων παγκόσμιας κλίμακας. Υπάρχουν, θα διερωτηθεί κανείς, silver linings σ’ αυτή τη δυσοίωνη κατάσταση; Ο ιός ως παιδαγωγός δημιουργεί το momentum για τη μετάβασή μας στη μετά COVID εποχή σ’ έναν «επαναστατικό κοσμοπολιτισμό» απαλλαγμένο από το μίασμα του άκρατου νεο-φιλελευθερισμού – που μεταξύ άλλων καταδικάζει στην αφαίμαξη ολόκληρα συστήματα υγείας. Η «επαναστατικότητα» όμως προαπαιτεί την ανάπτυξη αυτού του πολίτη που οι κοινωνιολόγοι χαρακτηρίζουν ως «ηθικό». Ο «ηθικός πολίτης» αναλαμβάνει αυτοβούλως ευθύνες και καθήκοντα, αλλά και ενεργεί συλλογικά, δημιουργώντας κοινωνικο-πολιτικά λόμπι δράσης. Σαφέστατα, οι εκπαιδευτικοί και κοινωνικοί φορείς οφείλουν να εργαστούν μεθοδικά προς την ενδυνάμωση των πολιτών, καθιστώντας τους «ηθικούς» και ικανούς να διεκδικούν με θάρρος αλλά και υπευθυνότητα τα δικαιώματά τους (και προφανώς την προστασία τους από κάθε ορατή ή αόρατη μελλοντική απειλή).

*Η Δρ Χριστίνα ​Χατζησωτηρίου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ