Του Ανδρέα Θεοφάνους*
Κατά τη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης ο Νεοφιλελευθερισμός με τη μορφή που είχε πάρει, παρά την έντονη κριτική, παρέμεινε ως το κυρίαρχο υπόδειγμα. Όμως με την εκδήλωση της πανδημίας οι βασικοί θεωρητικοί πυλώνες του συγκεκριμένου υποδείγματος έχουν κλονισθεί. Υπογραμμίζεται ιδιαίτερα η ανάδειξη του καθοριστικού ρόλου του κράτους όχι μόνο στο ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό γίγνεσθαι αλλά και στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Ενώ ήδη είμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο είναι σημαντικό να κατανοήσουμε το παρελθόν ούτως ώστε να εμβολιάσουμε το αύριο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Πριν από τη μεγάλη κρίση του 1929-1933 το κυρίαρχο υπόδειγμα ήταν η Κλασική και Νεοκλασική Οικονομική Θεωρία. Ένας βασικός θεωρητικός πυλώνας ήταν η πεποίθηση ότι η ελεύθερη αγορά οδηγούσε πάντοτε σε πλήρη απασχόληση και επαρκή οικονομική δραστηριότητα. Οι τιμές επηρέαζαν καθοριστικά την κατανομή των πόρων ενώ ο ρόλος του κράτους ήταν περιορισμένος. Επιπρόσθετα, το πεδίο της Μακροοικονομικής Θεωρίας σε σχέση με το τι υφίσταται σήμερα ήταν πολύ μικρό. Στον αντίποδα υπήρχε η Μαρξιστική Θεωρία και το υπόδειγμα του Σοσιαλισμού-Κομμουνισμού όπως εφαρμοζόταν στη Σοβιετική Ένωση.
Τονίζεται επίσης ότι θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης και ανισοτήτων δεν απασχολούσαν την Κλασική και Νεοκλασική Θεωρία. Αντίθετα, υπήρχε η επικέντρωση στην ανάλυση των αγορών σε όλα τα επίπεδα.
Αυτή τη Σχολή Σκέψης αμφισβήτησε πριν από τη μεγάλη κρίση ο Κέυνς (Keynes), η θεωρητική προσέγγιση του οποίου εξακολουθεί να επηρεάζει το ευρύτερο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Θεωρώ ότι η συνεισφορά του Κέυνς ήταν μεγαλύτερη από εκείνη του Μαρξ παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος είχε σαγηνεύσει εκατομμύρια ανθρώπους.
Ο Κέυνς υπέδειξε ότι η οικονομική δραστηριότητα μπορούσε να παρουσιάσει σοβαρές αυξομειώσεις υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα την καθοριστική σημασία της συνολικής ζήτησης και των προσδοκιών. Τόνισε επίσης ότι θα ήταν δυνατόν να υπάρξουν παρατεταμένες περίοδοι χαμηλής οικονομικής δραστηριότητας και ανεργία. Εν ολίγοις, η έννοια της ισορροπίας (equilibrium) την οποία ευαγγελίζονταν οι υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς θα μπορούσε να δώσει οποιαδήποτε αποτελέσματα πέραν της πλήρους απασχόλησης. Ο Κέυνς θεωρώντας επίσης σημαντικό τον ρόλο του κράτους ανάπτυξε την έννοια της παρεμβατικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής.
Πριν από το 1929 ο Κέυνς εθεωρείτο αιρετικός. Όμως με το μεγάλο κραχ σημειώθηκαν πολλές ανατροπές και τελικά μια σαρωτική αλλαγή υποδείγματος. Οι Κλασικοί Θεωρητικοί και ο Αμερικανός Πρόεδρος Χούβερ επέμεναν ότι η αγορά θα ξεπερνούσε από μόνη της την κρίση. Αυτό δεν συνέβη και ο υποψήφιος Πρόεδρος του Δημοκρατικού Κόμματος Ρούσβελτ που είχε υιοθετήσει την προσέγγιση του Κέυνς κέρδισε τις εκλογές το 1932. Η επόμενη μέρα στις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο ήταν πλέον διαφορετική. Το νέο υπόδειγμα στηρίχθηκε στη μιχτή οικονομία και ο ρόλος του κράτους κατέστη ζωτικής σημασίας. Ενώ οι κυβερνητικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν πριν τη μεγάλη κρίση του 1929 γύρω στο 10%, στην πορεία του χρόνου μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 σε πολλές χώρες ξεπέρασαν κατά πολύ το 40%.
Η Νεοφιλελεύθερη κριτική επικεντρώθηκε στο γεγονός ότι ο έντονος κρατικός παρεμβατισμός δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στην οικονομική δραστηριότητα. Μεταξύ άλλων, προβλήθηκε η άποψη ότι υπήρχε αρκετό «λίπος» σε πολλές κυβερνητικές δαπάνες. Επιπρόσθετα, οι ψηλοί φορολογικοί συντελεστές σε συνδυασμό με τις ψηλές δημόσιες δαπάνες δημιουργούσαν πολλές στρεβλώσεις στην οικονομία. Επιπρόσθετα, οι θεωρητικοί του Supply Side Economics τόνιζαν ότι η Κεϋνσιανή Σχολή Σκέψης είχε αγνοήσει τη σημασία των κινήτρων, της καινοτομίας, της έρευνας και εν πολλοίς της προσφοράς. Στο πολιτικό πεδίο οι κορυφαίοι εκφραστές του Νεοφιλελευθερισμού Ι ήταν ο Ρήγκαν, η Θάτσερ και σε λιγότερο βαθμό ο Κολ.
Επίκεντρο της προεκλογικής του Ρήγκαν στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου του 1980 ήταν «η δημιουργία ευκαιριών και όχι η παροχή εγγυήσεων». Μια από τις πρώτες του πολιτικές πράξεις, όταν βρέθηκε ενώπιον της απεργίας των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας αρχές του 1981, ήταν η απόλυσή τους. Η πράξη αυτή έκτοτε χάραξε την πορεία των εργασιακών σχέσεων στις ΗΠΑ.
Μια άλλη διάσταση του Νεοφιλελευθερισμού Ι ήταν οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις κύρια χαρακτηριστικά των οποίων ήταν η μείωση του εταιρικού φόρου καθώς και των φορολογικών συντελεστών προσωπικών εισοδημάτων και κεφαλαιουχικών κερδών και η αύξηση της έμμεσης φορολογίας. Τη φιλοσοφία αυτή ακολούθησε και ο Πρόεδρος Βασιλείου στη δική του φορολογική μεταρρύθμιση με θετικά αποτελέσματα για την οικονομία.
Όταν κέρδισε τις εκλογές ο Κλίντον το 1992 μετά από δώδεκα χρόνια διακυβέρνησης των Ρεπουπλικανών δεν διαφοροποίησε δραστικά την πολιτική των προκατόχων του. Εργάσθηκε όμως σκληρά για να δημιουργήσει ένα πλαίσιο στο οποίο να επωφελούνται περισσότεροι Αμερικανοί πολίτες τα αγαθά της ανάπτυξης. Επί εποχής Κλίντον κατέστη δυνατή μια μεγαλύτερη κινητικότητα προς τη μεσαία τάξη από μειονοτικές κοινότητες. Η φιλοσοφία Κλίντον (Νέο-Κεϋνσιανή) επανέφερε το στίγμα του Κέυνς ενώ ταυτόχρονα διατήρησε αρκετά θετικά σημεία του Νεοφιλελευθερισμού Ι.
Μοναδικό αρνητικό στίγμα ήταν η μερική απορρύθμιση ενός πλαισίου στον νομισματοπιστωτικό τομέα το 1999 η οποία στην πορεία του χρόνου είχε μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την κρίση του 2008. Πέραν της απορρύθμισης η οποία συνεχίσθηκε, υπήρξε επί Μπους (του νεότερου) και Μέρκελ μια έντονη στροφή προς τη φιλοσοφία του λιγότερου κράτους και της μειωμένης κοινωνικής πρόνοιας. Τη σκληρότερη μορφή του Νεοφιλελευθερισμού ΙΙ εξέφραζε η Γερμανία της Μέρκελ όπου, μεταξύ άλλων, ακόμα και σε περιόδους βαθειάς ύφεσης υπήρχε η εμμονή σε ισοζυγισμένους προϋπολογισμούς ή/και πρωτογενή πλεονάσματα. Και ενώ η πολιτική αυτή, η οποία επιβλήθηκε από τη Γερμανία στην ΕΕ, οδήγησε σε μεγάλες ανισότητες, συρρίκνωση της μεσαίας τάξης, αύξηση της φτώχειας, ανεργία, περιθωριοποίηση εκατομμυρίων πολιτών, ο Νεοφιλελευθερισμός ΙΙ επικράτησε ως το κυρίαρχο υπόδειγμα.
Η πανδημία, οι ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές προεκτάσεις και η μεγάλη ύφεση στην οποία έχουν εισέλθει οι πλείστες χώρες ανέδειξε τις αδυναμίες του Νεοφιλελευθερισμού ΙΙ. Ενώ οι κυβερνήσεις προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την πολυδιάστατη κρίση, έχει ήδη αρχίσει η συζήτηση για την επόμενη μέρα. Σε πολιτικό επίπεδο θα δούμε κατά πόσον οι Νεοφιλελεύθερες δυνάμεις θα αναπροσαρμοσθούν δραστικά ή εάν θα υπάρξει μια νέα εναλλακτική πειστική πρόταση διακυβέρνησης.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.