Του Βρασίδα Νεοφύτου*
Οι επενδυτές επικεντρώνονται όλο και περισσότερο στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, οι οποίες θα διεξαχθούν στις 3 Νοεμβρίου και πιστεύεται ότι θα είναι ο μεγαλύτερος λόγος αστάθειας και αβεβαιότητας στο 4ο τρίμηνο του 2020 και στο 1ο τρίμηνο του 2021, σε περίπτωση που αμφισβητηθεί το αποτέλεσμα των εκλογών από κάποιον υποψήφιο.
Την προεδρία θα επαναδιεκδικήσει ο Ρεπουμπλικανός Πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, 74 ετών, και ο υποψήφιος των Δημοκρατικών, Τζο Μπάιντεν, 77 ετών, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως ο 47ος Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ υπό τον Πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα από το 2009 μέχρι το 2017.
Οι αμερικανικές χρηματαγορές συνεχίζουν την ανοδική τους κίνηση όσο πλησιάζουμε στις εκλογές, προβλέποντας ότι το πολιτικό τοπίο θα ξεκαθαρίσει γρήγορα, με την αναρρίχηση στον προεδρικό θώκο των ΗΠΑ του υποψηφίου των Δημοκρατικών, βασιζόμενες στις δημοσκοπήσεις σε εθνικό επίπεδο που τον εμφανίζουν να προηγείται σταθερά του Ντόναλντ Τραμπ, με διαφορά 5-10 μονάδων. Οι δημοσκόποι βλέπουν το λεγόμενο «μπλε κύμα» των Δημοκρατικών να ενισχύεται, ενώ παράλληλα θεωρούν πως ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει λίγο χρόνο στη διάθεσή του για να ανατρέψει το κλίμα.
Ο τεχνολογικός δείκτης Nasdaq-100 καταγράφει συνεχόμενα ιστορικά υψηλά λόγω του ξέφρενου ράλι στις μετοχές των κολοσσιαίων τεχνολογικών εταιρειών, όπως οι Netflix, Apple, Tesla, Zoom, Facebook, Google και Amazon, ακολουθούμενος από τον βιομηχανικό δείκτη Dow Jones και από τον δείκτη Standard & Poor’s 500, που είναι ενδεικτικός της γενικής τάσης της αγοράς.
Παρ’ όλα αυτά, έμπειροι οικονομολόγοι και διαχειριστές χαρτοφυλακίων της Wall Street θεωρούν ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος ίσως καταφέρει να μειώσει το προβάδισμα του Τζο Μπάιντεν σε κάποιες σημαντικές πολιτείες, όπως η Φλόριντα και το Τέξας, όσο κοντεύουμε στις εκλογές. Επιπρόσθετα, κανένας δεν μπορεί να ξεχάσει την έκπληξη της αγοράς όταν κέρδισε ο Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του 2016, καταρρίπτοντας τις δημοσκοπήσεις, που έδειχναν διαρκώς νίκη της Χίλαρι Κλίντον.
Το χειρότερο σενάριο
Στις αγορές δεν αρέσει η αβεβαιότητα, και πόσο μάλλον όταν μιλάμε για μια πιθανή παρατεταμένη αστάθεια στην πιο σημαντική οικονομία του πλανήτη. Το χειρότερο σενάριο για τις πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ και τις διεθνείς χρηματαγορές θα είναι ένα αμφισβητούμενο αποτέλεσμα στις εκλογές, όπου ο τελικός νικητής δεν θα έχει οριστικοποιηθεί εβδομάδες ή μήνες μετά τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου.
Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μην έχουμε σαφές αποτέλεσμα στις 4 Νοεμβρίου και επιπρόσθετα το αποτέλεσμα των εκλογών πιστεύεται ότι θα τύχει αμφισβήτησης της νομιμότητάς του, κυρίως από το στρατόπεδο του Προέδρου Τραμπ, σε μια επανάληψη της περίπτωσης Αλ Γκορ εναντίον Τζορτζ Γ. Μπους του νεότερου. Οι προεδρικές εκλογές του 2000 θα μείνουν στην ιστορία ως η μόνη φορά που το Ανώτατο Δικαστήριο καθόρισε το αποτέλεσμα μιας προεδρικής αναμέτρησης, και συγκεκριμένα υπέρ του Τζορτζ Γ. Μπους.
Αρνητικός καταλύτης των εξελίξεων, ο οποίος προκαλεί ανησυχίες για μια προβληματική μετάβαση εξουσίας, είναι η άρνηση του Προέδρου Τραμπ να απαντήσει εάν θα δεχτεί το αποτέλεσμα των εκλογών, ειδικά εάν χάσει τις εκλογές οριακά. Ο Τραμπ αμφισβητεί την ψηφοφορία μέσω ταχυδρομείου (mail voting), η οποία θα επηρεάσει τις εκλογές, εφόσον, λόγω της πανδημίας, μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού αναμένεται να ψηφίσει μέσω ταχυδρομείου και ενδέχεται να υπάρξουν λάθη και παραλείψεις που πιθανώς να επηρεάσουν το αποτέλεσμα.
Γι’ αυτόν κυρίως τον λόγο, οι οικονομικές επιπτώσεις των εκλογών θα εξαρτηθούν από τον λόγο και τη διάρκεια της όποιας καθυστέρησης στη μετάβαση της εξουσίας, από το πόσο θα διαρκέσει η αβεβαιότητα και από το αν η διαφωνία θα φτάσει στο Ανώτατο Δικαστήριο για καθορισμό του νικητή.
Αυτή η εξέλιξη πιθανόν να προκαλέσει μια στροφή των επενδυτών στα ασφαλή καταφύγια μέχρι να ξεκαθαρίσει το σκηνικό, όπως τα κρατικά ομόλογα, τον χρυσό, το αμερικανικό δολάριο, το ιαπωνικό γεν και το ελβετικό φράγκο, και συνάμα να προκαλέσει μια καθοδική πίεση στα παγκόσμια χρηματιστήρια και στα περιουσιακά στοιχεία ρίσκου.
Οικονομική και κοινωνική ανισότητα στις ΗΠΑ
Για καλύτερη κατανόηση των αμερικανικών εκλογών, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ποια είναι τα οικονομικά χαρακτηριστικά και οι παράμετροι των ψηφοφόρων στους οποίους απευθύνονται οι υποψήφιοι για την προεδρία. Παρά την ηγεμονική κυριαρχία των ΗΠΑ στην παγκόσμια κοινότητα, η χώρα διαχρονικά ταλανίζεται από μεγάλες εσωτερικές οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες.
Ουσιαστικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια τεράστια σε έκταση χώρα, όπου τα 2/3 του πληθυσμού κατοικούν στις δύο ακτές της και οι υπόλοιποι στον ενδιάμεσο αραιοκατοικημένο χώρο. Αυτός ο γεωγραφικός διαχωρισμός δημιουργεί κοινωνίες δύο ταχυτήτων και διαφορετικών γεωοικονομικών χαρακτηριστικών.
Από τη μια πλευρά είναι η ανατολική ακτή, που εκτείνεται κατά μήκος του Ατλαντικού Ωκεανού, με πόλεις-κλειδιά όπως η Νέα Υόρκη, η Ουάσινγκτον, η Βοστώνη, η Φιλαδέλφεια, το Σικάγο και το Μαϊάμι, και από την άλλη πλευρά η δυτική ακτή, που συναντά τον Ειρηνικό Ωκεανό, με πόλεις όπως το Λος Άντζελες και το Σαν Φρανσίσκο.
Κοινό χαρακτηριστικό και των δύο ακτών είναι ο κοσμοπολίτικός τους χαρακτήρας, η πολυπολιτισμικότητα, που τους κάνει πιο συνετούς σε θέματα μετανάστευσης, η εξωστρέφειά τους, η μεγάλη τους μόρφωση σε σπουδαία πανεπιστήμια, ο νεανικός πληθυσμός και η ευαισθησία τους σε θέματα κλιματικής αλλαγής και πράσινης ενέργειας. Σε αυτό το κοινό απευθύνεται παραδοσιακά το κόμμα των Δημοκρατικών και εκεί στοχεύει στρατηγικά για τη νίκη του ο Τζο Μπάιντεν, εφόσον οι πολιτείες των δύο ακτών εκλέγουν τον μεγαλύτερο αριθμό εκλεκτόρων.
Σε εντελώς αντίθετο κόσμο ζουν οι κάτοικοι του ενδιάμεσου γεωγραφικού χώρου των ΗΠΑ, της λεγόμενης και «βαθιάς Αμερικής». Κοινό τους χαρακτηριστικό είναι οι πατριωτικές τους πεποιθήσεις, ο πιο λαϊκός τρόπος σκέψης, η αγροτική και κτηνοτροφική ζωή, η ενασχόλησή τους με την εξόρυξη πετρελαίου (Τέξας), φυσικού αερίου και μετάλλων (χάλυβας), ο θρησκευτικός τους φανατισμός, οι πολλές χριστιανικές αιρέσεις (Ευαγγελιστές, Μορμόνοι), η υποστήριξή τους προς την οπλοκατοχή και ο ρατσισμός τους, εφόσον ο πληθυσμός είναι κυρίως λευκής ευρωπαϊκής καταγωγής και μέτριας μόρφωσης.
Είναι οι πολιτείες που έχουν πληγεί πιο πολύ από την παγκοσμιοποίηση και τη μεταφορά των εργοστασίων στην Κίνα και την Ασία γενικότερα, που επλήγησαν τα έσοδά τους από την κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου λόγω της πανδημίας, που έχουν μεγάλο πρόβλημα με την παράνομη μετανάστευση, εφόσον γειτνιάζουν με τα σύνορα του Μεξικού, και που βλέπουν τα αγροτικά τους προϊόντα να μην έχουν πλέον τόση ζήτηση παγκόσμια όπως στις προηγούμενες δεκαετίες.
Σε αυτό το οικονομικά πληγωμένο κοινό απευθύνεται ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, υποσχόμενος οικονομική ανάκαμψη και επιστροφή των ΗΠΑ στην παλιά της οικονομική αίγλη, με το σλόγκαν «America First». Έχει υποσχεθεί την επιστροφή των εργοστασίων από την Κίνα σε αμερικανικό έδαφος, τη συνέχιση των εμπορικών πολέμων και δασμών, να χτίσει το περιβόητο συνοριακό τείχος με το Μεξικό για να μειώσει την παράνομη μετανάστευση, να προστατεύσει τη χρυσοφόρα αμερικανική σχιστολιθική πετρελαϊκή βιομηχανία (shale oil & gas) από τα παιχνίδια της Σαουδικής Αραβίας και του ΟΠΕΚ και να αυξήσει τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων.
Η χρονική στιγμή των εκλογών
Οι προεδρικές εκλογές θα διεξαχθούν εν μέσω της μεγαλύτερης οικονομικής ύφεσης που γνώρισαν οι ΗΠΑ μετά το 1940, λόγω της εξάπλωσης του COVID-19. H πανδημία έχει σκοτώσει πέραν των 220.000 ανθρώπων στις ΗΠΑ μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου, τη στιγμή που τα μοντέλα από το Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον προβλέπουν πως οι θάνατοι μπορεί να φτάσουν τις 400.000 στο πρώτο τρίμηνο του 2021.
Η πανδημία έπληξε δυσανάλογα τις εθνικές μειονότητες στις ΗΠΑ, προκαλώντας μεγάλο αριθμό θανάτων και ανεργίας στις κοινότητές τους. Αυτό το γεγονός δημιούργησε μια αιφνίδια αφύπνιση εναντίον του «συστημικού ρατσισμού» –με αφορμή την πρωτόγνωρη αστυνομική βία εναντίον φυλετικών ομάδων–, η οποία έφερε μεγάλες κοινωνικές επιπτώσεις, σημάδια πόλωσης και βαριές κατηγορίες κατά του Προέδρου Τραμπ ότι δεν έχει κάνει τίποτα για να αντιμετωπίσει την πανδημία.
Η οικονομική ατζέντα του Τζο Μπάιντεν
Το φιλόδοξο οικονομικό πρόγραμμα του Τζο Μπάιντεν προνοεί συνολικά έσοδα περίπου 4 τρισ. δολαρίων για τα επόμενα 10 χρόνια, το οποίο είναι ένα υπέρογκο ποσό, ακόμα και για τις ΗΠΑ.
Μια από τις βασικές προτεραιότητες των Δημοκρατικών είναι η αύξηση του ανώτατου φορολογικού συντελεστή για τους Αμερικανούς που κερδίζουν περισσότερα από 400.000 δολάρια τον χρόνο, από το 37% στο 39,6%.
Επιπρόσθετα, ο Μπάιντεν έχει δεσμευτεί να αυξήσει τον εταιρικό φορολογικό συντελεστή από 21% σε 28%, δημιουργώντας αρκετά προβλήματα στις αμερικανικές εταιρείες εν μέσω αδύνατης οικονομίας λόγω της πανδημίας. Οι αυξήσεις φόρων θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την ανάπτυξη, εφόσον θα μειώσουν τη διαθέσιμη ρευστότητα των εταιρειών, αναγκάζοντάς τις να επενδύουν λιγότερο στις επιχειρήσεις τους και στον εξοπλισμό/τεχνολογία τους, μειώνοντας παράλληλα την προοπτική να είναι ανταγωνιστικές έναντι των διεθνών εταιρειών. Στη μακροοικονομική θεωρία, οι λιγότερες επενδύσεις δημιουργούν μειωμένη παραγωγικότητα, μειώνοντας την αξία μιας εταιρείας, η οποία εν τέλει θα αναγκαστεί να περικόψει τους μισθούς των υπαλλήλων της ή ακόμη και να απολύσει κάποιους από αυτούς.
Παρ’ όλα αυτά, τα εξαγγελθέντα οικονομικά μέτρα θα ικανοποιήσουν τους κεντρο-αριστερούς ψηφοφόρους των Δημοκρατικών, οι οποίοι θέλουν να δουν υψηλότερη φορολογία στους υψηλά αμειβόμενους εργαζόμενους.
Όμως, η ατζέντα του Τζο Μπάιντεν προνοεί και μεγάλες δαπάνες για οικονομική ανάπτυξη εν καιρώ πανδημίας, υπερβαίνοντας την αντι-παραγωγικότητα την οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν οι προτεινόμενες αυξήσεις φόρων. Το σχέδιο των Δημοκρατικών προνοεί επενδύσεις πέραν των 7 τρισ. δολαρίων σε δαπάνες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, την πράσινη ενέργεια, ένα μεγάλο πρόγραμμα υποδομών, την εκπαίδευση, το «δίχτυ ασφαλείας», το κράτος πρόνοιας, τη στέγαση και την υγειονομική περίθαλψη.
Επιπρόσθετα, εάν οι Δημοκρατικοί καταφέρουν, εκτός από την προεδρία στον Λευκό Οίκο, να κερδίσουν και την πλειοψηφία τόσο στη Βουλή των Αντιπροσώπων όσο και στη Γερουσία, τότε θα μπορέσουν πιο εύκολα να περάσουν τους αναπτυξιακούς προϋπολογισμούς τους, καταφέρνοντας ισχυρότερες οικονομικές επιδόσεις.
Σε αυτό το σενάριο συμφωνεί και η Moody’s Analytics, η οποία προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ των ΗΠΑ κατά 4,2% το 2021 και κατά 7,7% το 2022, εάν νικήσει ο Τζο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί κερδίσουν την πλειοψηφία στη Γερουσία. Σε αντίθεση περίπτωση, εάν η σημερινή πολιτική κατάσταση διατηρηθεί αμετάβλητη μετά τις εκλογές, η Moody’s προβλέπει ανάπτυξη μόνο 2,3% και 4,5% το 2021 και το 2022 αντίστοιχα.
Η οικονομική ατζέντα του Ντόναλντ Τραμπ
Οι επενδυτές περιμένουν μια συνέχιση της τρέχουσας οικονομικής και πολιτικής στρατηγικής του Προέδρου Τραμπ σε περίπτωση επανεκλογής του στις 3 Νοεμβρίου. Εξάλλου, ο ίδιος συνεχίζει στις προεκλογικές του εκστρατείες να τονίζει το γνωστό του σλόγκαν «Keep America Great», υποδηλώνοντας έμμεσα ότι θα διατηρήσει στο επίκεντρο της μελλοντικής του πολιτικής την «πετυχημένη» (κατά τον ίδιο) συνταγή που τον ανέδειξε στην προεδρία.
Κατά την πρώτη τετραετία του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία της πιο ισχυρής οικονομίας του κόσμου, ξεχωρίζουν αμέσως δύο πράγματα: οι διεθνείς κυρώσεις και οι εμπορικοί δασμοί. Ο Πρόεδρος Τραμπ είχε υποσχεθεί προεκλογικά το 2016 –και τελικά την εφάρμοσε πλήρως– την πολιτική του «America First», θέλοντας να επαναφέρει τη βιομηχανική παραγωγή και τα εργοστάσια εντός των ΗΠΑ, να αυξήσει τις εξαγωγές, να μειώσει την παράνομη μετανάστευση και παράλληλα να περιορίσει το εμπορικό έλλειμμα, κυρίως με την Κίνα και την Ευρωπαϊκή Ένωση και δευτερευόντως με τις γειτονικές χώρες Καναδά και Μεξικό.
Με αυτή τη διαφορετική προσέγγισή του, ο Τραμπ κατάφερε να δημιουργήσει πολλές προκλήσεις και τριβές με παραδοσιακούς εταίρους στο εμπόριο και την εξωτερική πολιτική, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπρόσθετα, δημιούργησε και γεωπολιτικές διαμάχες, επιβάλλοντας οικονομικές κυρώσεις σε χώρες που ο ίδιος θεωρούσε εχθρικές για τις ΗΠΑ, όπως η Κίνα, η Βενεζουέλα, το Ιράν, η Συρία, η Βόρειος Κορέα και η Ρωσία.
Μάλιστα, τόλμησε να τα βάλει ακόμη και με την παντοδύναμη Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve) και να καταφέρει να μειώσει σχεδόν στο μηδέν τα επιτόκια στην αγορά, αποδυναμώνοντας έστω και λίγο το αμερικανικό δολάριο, ούτως ώστε τα αμερικανικά προϊόντα να είναι πιο φτηνά για τους διεθνείς αγοραστές με ξένο συνάλλαγμα.
Συμπεράσματα
Οι χρηματαγορές προβλέπουν μια σημαντική νίκη του «μπλε κύματος», δηλαδή μια καθαρή νίκη του Τζο Μπάιντεν που να μην επιδέχεται αμφισβήτηση από τον Ντόναλντ Τραμπ, με ταυτόχρονη νίκη των Δημοκρατικών και στη Γερουσία.
Επίσης, οι επενδυτές θεωρούν ότι, ακόμη και αν αυξηθεί ο φορολογικός συντελεστής υπό την προεδρία Μπάιντεν, αυτό θα αντισταθμιστεί από τις μεγάλες αναπτυξιακές επενδύσεις και από τη μεγάλη ρευστότητα που ρίχνει η Federal Reserve στην οικονομία, με ταυτόχρονη διατήρηση των επιτοκίων σχεδόν στο μηδέν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Επιπρόσθετα, μεγάλοι κερδισμένοι των εκλογών θα είναι οι βιομηχανίες της πράσινης ενέργειας, εφόσον θα γίνουν μεγάλες επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στα ηλεκτρικά οχήματα, στα τρένα και στην ενεργειακή αναβάθμιση όλων των κτιρίων. Στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων, κερδισμένοι ενδέχεται να είναι επίσης ο χαλκός και το ασήμι, λόγω ισχυρής ζήτησης, εφόσον είναι βασικά υλικά για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού).
Μια διακυβέρνηση των Δημοκρατικών στον Λευκό Οίκο και τη Γερουσία, μαζί με την ψήφιση από τη Βουλή ενός νέου πακέτου τόνωσης για την οικονομία των ΗΠΑ, αξίας σχεδόν 2 δισ. δολαρίων, και με ταυτόχρονη κυκλοφορία ενός αποτελεσματικού εμβολίου κατά του κορωνοϊού το πρώτο εξάμηνο του 2021, θα μπορούσαν να επαναφέρουν τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας των ΗΠΑ στα επίπεδα της προ πανδημίας εποχής.
Ιστορικά, τα χρόνια των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ ήταν γνωστά για την αστάθεια, αβεβαιότητα και μεταβλητότητα της αγοράς, αλλά το 2020 είναι ήδη ασταθές λόγω της μεγαλύτερης υγειονομικής και οικονομικής κρίσης που γνώρισε η ανθρωπότητα στη σύγχρονη ιστορία της.
*Υπεύθυνου Επενδυτικής Στρατηγικής Exclusive Capital