Του Ανδρέα Γιασεμίδη*
Ποια είναι η αξία των χρημάτων; Εδώ και αρκετές δεκαετίες, οι απόψεις διίστανται. Από τη μια πλευρά έχουμε την άποψη ότι τα χρήματα δεν έχουν ιδιαίτερη αξία. Αυτό εκφράζεται συγκριτικά με άλλα ζητήματα στη ζωή, όπως η υγεία, η οικογένεια, η ευτυχία. Εξού και η ρήση «τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία». Ταυτόχρονα όμως, η αντίθετη άποψη εκφράζει τη μεγάλη αξία των χρημάτων, βάσει του είδους της οικονομίας των περισσοτέρων χωρών και της μορφής των κοινωνιών. Ζώντας σε νομισματικές οικονομίες, η αξία των χρημάτων είναι αυταπόδεικτη, καθώς είναι το μέσο ανταλλαγής προϊόντων και υπηρεσιών μεταξύ των ανθρώπων. Εύλογα, με περισσότερα χρήματα, μπορούμε να απολαμβάνουμε περισσότερες υπηρεσίες και προϊόντα. Ως συνεπακόλουθο, σε πολλές κοινωνίες, οι διαβαθμίσεις ορίζονται με βάση τον οικονομικό πλούτο και το εισόδημα.
Σε μια προσπάθεια να αναπτύξουμε καλύτερα τη σημασία της αξίας του εισοδήματος, μπορούμε να επικεντρωθούμε σε δύο διαστάσεις. Η πρώτη διάσταση είναι εκείνη την οποία ενστερνίζονται οι περισσότεροι άνθρωποι και είναι η αγοραστική αξία. Διαθέτοντας εισόδημα, ο κάθε άνθρωπος μπορεί να καλύπτει ολοένα και περισσότερες ανάγκες. Αφού καλύψει τις απαραίτητες ανάγκες (τροφή, ρουχισμό, στέγη), ακολουθούν οι δευτερεύουσες ανάγκες, δηλαδή, όπως λέμε στην καθομιλουμένη, οι πολυτέλειες.
Η δεύτερη διάσταση της αξίας του εισοδήματος, που είναι και η πιο σημαντική, δυστυχώς περιθωριοποιείται από την πλειονότητα. Αναφέρεται στη διάρκεια του εισοδήματος, δηλαδή για πόσο χρονικό διάστημα θα διατηρήσουμε αυτό το εισόδημα. Δυστυχώς, λόγω του οικονομικού αναλφαβητισμού και της ικανοποίησης που όλοι νιώθουμε όταν ξοδεύουμε χρήματα σε αγορές, η αποταμίευση και η πρόνοια για δύσκολες μέρες βρίσκονται στο περιθώριο. Αντί λοιπόν να εστιάζουμε στο πόσα χρήματα διαθέτουμε κάθε μήνα για να ξοδέψουμε σε πολυτέλειες, καλό θα ήταν να λαμβάναμε υπόψη την προετοιμασία μας για περιόδους κατά τις οποίες το εισόδημά μας δύναται να μειωθεί. Τέτοιες περίοδοι παρουσιάζονται τακτά, ανά οκτώ με δέκα χρόνια, όπου βλέπουμε οικονομικές κρίσεις να εξαπλώνονται παγκοσμίως. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου οι κρίσεις προκύπτουν απρόσμενα, όπως συμβαίνει αυτές τις μέρες.
Ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης είναι η πρόνοια για θωράκιση του εισοδήματός μας, ακόμη και στις περιπτώσεις των μισθωτών. Ας ξεκινήσουμε εξετάζοντας τα είδη εισοδήματος, το ενεργό, το παθητικό και το εισόδημα από χαρτοφυλάκιο. Ενεργό είναι το εισόδημα από εργασία (μισθωτός) ή από συμμετοχή στις εργασίες μιας επιχείρησης. Παθητικό είναι το εισόδημα από ενοικίαση ακινήτων ή από επιχείρηση στην οποία το άτομο δεν συμμετέχει ενεργά. Εισόδημα από χαρτοφυλάκιο είναι το εισόδημα που λαμβάνεται από επενδύσεις, μερίσματα, τόκους και υπεραξίες. Δικαιώματα (royalties) που λαμβάνονται από επενδύσεις σε ακίνητα (investment property) θεωρούνται επίσης πηγές εισοδήματος χαρτοφυλακίου.
Σίγουρα όσο μεγαλύτερο είναι το ενεργό εισόδημά μας, τόσο μεγαλύτερη είναι και η συνεισφορά που μπορούμε να έχουμε στα άλλα είδη εισοδήματος. Κύρια διαφορά μεταξύ του ενεργού εισοδήματος και των άλλων δύο είναι ότι το ενεργό είναι και άμεσο. Διεκπεραιώνουμε μια εργασία και ανταμειβόμαστε. Τα άλλα δύο είδη χρειάζονται χρόνο, προεργασία και επένδυση προκειμένου να αποδώσουν. Δυστυχώς, παρατηρούμε στο διαδίκτυο διάφορες διαφημίσεις και υποσχέσεις για δημιουργία παθητικού εισοδήματος, το οποίο είναι ικανό να αντικαταστήσει το ενεργό μας εισόδημα. Αν και αυτό είναι εφικτό, σίγουρα χρειάζεται μελέτη και αρκετό χρόνο δημιουργίας. Η εξίσωση που πρέπει να έχουμε στο μυαλό είναι απλή: ενεργό εισόδημα – έξοδα = διαθέσιμο ποσό δημιουργίας παθητικού εισοδήματος / εισοδήματος χαρτοφυλακίου. Η σκληρή αλήθεια είναι ότι μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα δεν μπορούμε να αποκτήσουμε εισόδημα, πέραν του ενεργητικού, το οποίο να μας διασφαλίζει την ποιότητα ζωής που αναζητούμε. Παρ’ όλες τις δυσκολίες, η λύση στην προστασία του εισοδήματός μας βρίσκεται στον συνδυασμό μεταξύ του ενεργού και ακόμη ενός είδους εισοδήματος.
Στις περιπτώσεις λοιπόν κατά τις οποίες το διαθέσιμο ποσό είναι μηδενικό, τότε κοιτάζουμε τρόπους αύξησης του εισοδήματός μας. Αναλόγως των ικανοτήτων που διαθέτουμε, μπορούμε να ανατρέξουμε σε διάφορες επιλογές διαδικτυακά, όπου μπορούμε να προσφέρουμε υπηρεσίες και γνώση έναντι αμοιβής. Παραδείγματα τέτοιων διαδικτυακών αγορών είναι τα Fiverr, Upwork, PeoplePerHour κ.ά. Σε περιπτώσεις όπου ένα άτομο δεν έχει πρακτικές δεξιότητες, μπορεί να ανατρέξει σε πληθώρα διαδικτυακών πλατφορμών, μέσω των οποίων μπορεί να πουλήσει ένα ζωντανό σεμινάριο/εργαστήριο στον τομέα της ειδικότητάς του. Η αύξηση εισοδήματος από διαδικτυακές πηγές είναι πολύ σημαντική, καθότι, εκτός της αυξημένης ροής χρημάτων, αποκτούμε πρόσβαση στην παγκόσμια αγορά. Αυτό από μόνο του αποτελεί μια δυνατή ασπίδα εισοδήματος, αφού, σε περιπτώσεις μείωσης εργασιών τοπικά, διατηρούμε επαφή με την παγκόσμια αγορά.
Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι με τα αυξημένα μας εισοδήματα μπορούμε πλέον να επενδύσουμε στη δημιουργία παθητικού εισοδήματος και μετέπειτα σε εισόδημα χαρτοφυλακίου. Κατά τα αρχικά στάδια δημιουργίας εισοδήματος πέραν του ενεργού, είναι καλύτερα να ξεκινούμε με το παθητικό εισόδημα. Ένας γρήγορος τρόπος μετάβασης σε παθητικό εισόδημα βασίζεται στη χρήση διαδικτυακών αγορών. Αυτή τη φορά όμως ανατρέχουμε σε πλατφόρμες στις οποίες μπορούμε να τοποθετήσουμε ένα προϊόν ή μια υπηρεσία, τα οποία πλέον πωλούνται αυτόματα. Έχουμε δηλαδή κάνει όλη την προεργασία, δημιουργώντας ένα αυτοτελές προϊόν. Παραδείγματα τέτοιων διαδικτυακών αγορών αποτελούν τα Envato, Etsy (προϊόντα) και Udemy (σεμινάρια). Άλλη μια επιλογή είναι και το YouTube, όπου μπορούμε να αναπτύξουμε παθητικό εισόδημα μέσα από διαφημίσεις που προβάλλονται πριν ή και κατά τη διάρκεια του υλικού μας. Σε περιπτώσεις όπου το διαθέσιμο ποσό είναι αρκετό για επενδύσεις χαρτοφυλακίου, συνιστάται αρκετή διασπορά, καθώς και ορίζοντας επενδύσεων πέραν των πέντε ετών. Αυτός ο συνδυασμός επιτρέπει τη μικρότερη δυνατή ζημιά σε περιόδους κρίσεων (υπάρχουν περιπτώσεις όπου μπορεί να υπάρχει και κέρδος σε κάποιες κατηγορίες επενδύσεων), καθώς και την ανάκαμψη των επενδύσεων, αφού η διάρκειά τους συνήθως είναι μέχρι δύο χρόνια. Τέτοιες επιλογές αποτελούν και τα κυπριακά επενδυτικά σχέδια.
Κλασικές πρακτικές, όπως η διατήρηση καταθέσεων, δεν αποτελούν πλέον συμφέρουσες λύσεις. H αυξημένη ρευστότητα αποτελεί κόστος για τα τραπεζικά ιδρύματα, εφόσον υπάρχουν χρεώσεις από τις Κεντρικές Τράπεζες για τη διατήρησή τους. Αυτό οδήγησε στο φαινόμενο των αρνητικών επιτοκίων, το οποίο αναμένεται να γίνει εντονότερο και στην Κύπρο. Παράλληλα, η κερδοφορία των τραπεζών πλήττεται. Αυτό συμβαίνει αφενός λόγω των χαμηλών επιτοκίων που χρεώνονται στους πελάτες και αφετέρου λόγω του κόστους που καλούνται να καταβάλουν για «φύλαξη» της επιπλέον ρευστότητας.
Τα χαμηλά επιτόκια και η πορεία της αξίας των ομολόγων στις διεθνείς αγορές, απόρροια των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζουν οι Κεντρικές Τράπεζες, πλήττουν τις αποδόσεις τόσο των ασφαλιστικών σχεδίων όσο και των ταμείων προνοίας.
Οι διεθνείς επενδυτές ψάχνουν πλέον επενδύσεις με αποδόσεις, εφόσον η διατήρηση καταθέσεων αποτελεί μη συμφέρον επενδυτικό πλάνο. Ως εκ τούτου, υπάρχουν πολλές επενδύσεις σε αναδυόμενες αγορές, ακίνητα και άλλα προϊόντα, χωρίς πολλές φορές να γίνεται σωστή αξιολόγηση και διασπορά των κινδύνων.
Η επιπλέον ρευστότητα φαίνεται να διοχετεύεται σε μεγάλο ποσοστό στις χρηματαγορές, με τις τιμές σε μετοχές παραγώγων και ηλεκτρονικών νομισμάτων να ανεβαίνουν σημαντικά την τελευταία περίοδο. Σημειώνεται δε ότι σημαντική είναι και η ζήτηση για εναλλακτικές επενδύσεις, με τα περιουσιακά στοιχεία των επενδυτικών ταμείων να παρουσιάζουν σημαντική αύξηση.
Εναπόκειται λοιπόν στον καθένα μας να προστατεύσει το εισόδημά του και να προστατευτεί από επερχόμενες κρίσεις, όσο καλύτερα μπορεί. Ασχέτως των οικονομικών δυνατοτήτων, υπάρχουν διάφορες επιλογές και λύσεις, οι οποίες χρειάζονται χρόνο, προσπάθεια και επιμονή. Γνωρίζοντας ότι περίπου κάθε οκτώ χρόνια οι οικονομίες ανά το παγκόσμιο αντιμετωπίζουν κρίσεις, είναι σοφό και επικερδές να θωρακίσουμε τα νοικοκυριά μας ενδυναμώνοντας τουλάχιστον δύο από τα τρία είδη εισοδήματος. Μπορεί τα αποτελέσματα να μην εκδηλώνονται αμέσως, όμως υπάρχει άπλετος χρόνος μεταξύ των αναμενόμενων κρίσεων. Και το καλύτερο; Η επιτυχής δημιουργία παθητικού εισοδήματος και εισοδήματος χαρτοφυλακίου μπορεί να αποδίδει, χωρίς επιπρόσθετη προσπάθεια, εφ’ όρου ζωής!