Του Ανδρέα Γιασεμίδη*
Διαχρονικά, μέσα από οποιαδήποτε μορφή κρίσης, πέραν των όποιων δυσκολιών, προκύπτουν και ευκαιρίες, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να εφαρμόσουμε μέτρα που θα αποτρέψουν τα ίδια φαινόμενα στο μέλλον.
Πέραν των αρνητικών επιδράσεων μιας κρίσης, υπάρχουν και θετικές, όπως είναι η εκτίμηση, η δοκιμή και η επιλογή. Αυτές λοιπόν τις έννοιες μπορούμε να τις εφαρμόσουμε και όταν αναφερόμαστε σε μια οικονομική κρίση. Και ενώ λοιπόν μια οικονομία αντιμετωπίζει συρρίκνωση σε περίοδο κρίσης, ταυτόχρονα παρουσιάζονται και ευκαιρίες, διαφορετικές επιλογές δηλαδή, οι οποίες μπορούν να είναι σωτήριες και επικερδείς.
Για να αντιληφθούμε καλύτερα πώς προκύπτουν αυτές οι ευκαιρίες, ας εξετάσουμε πρώτα τις επιπτώσεις μιας οικονομικής κρίσης και ακολούθως ας αναλύσουμε τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται.
Η κάθε οικονομική κρίση, ή ύφεση, διαρκεί από μερικούς μήνες έως και δύο χρόνια σε ακραίες περιπτώσεις. Οι υφέσεις είναι μέρος του οικονομικού μας συστήματος και κατά κάποιον τρόπο επιφέρουν μια νέα ισορροπία, η οποία αποτελεί τη βάση για την επόμενη περίοδο ανάπτυξης. Υφέσεις παρατηρούνται κάθε 8-10 χρόνια. Τεχνικά, ύφεση έχουμε όταν παρατηρείται για δύο συνεχόμενα τρίμηνα αρνητική οικονομική ανάπτυξη σε μια χώρα, η οποία γίνεται αντιληπτή στη βιομηχανική παραγωγή, στην απασχόληση, στο χονδρικό-λιανικό εμπόριο, στο πραγματικό εισόδημα, καθώς και σε άλλους τομείς.
Μια ύφεση φέρει αλυσιδωτές επιπτώσεις. Καθώς επικρατεί οικονομική συρρίκνωση, οι μεγάλες επιχειρήσεις και ακολούθως οι μικρομεσαίες έρχονται αντιμέτωπες με μειωμένα έσοδα από τις πωλήσεις. Αμέσως, στην προσπάθεια μείωσης των εξόδων, μειώνονται ή αναστέλλονται οι προσλήψεις, περιορίζεται η έρευνα και ανάπτυξη νέων προϊόντων, μειώνονται οι δαπάνες π.χ. εκπαίδευσης και μάρκετινγκ. Ως λογικό συνεπακόλουθο, οι επιχειρήσεις και οι τομείς δραστηριοτήτων που δεν επηρεάστηκαν αρχικά, επηρεάζονται από τη μειωμένη γενική οικονομική δραστηριότητα.
Οι αρνητικές επιπτώσεις στις επιχειρήσεις μεταδίδονται πολύ γρήγορα και στο εργατικό δυναμικό της χώρας. Οι μειώσεις μισθών και οι αναγκαστικές απολύσεις μεταφράζονται σε λιγότερο διαθέσιμο εισόδημα για αγορές και έξοδα. Σε συνδυασμό με το πνεύμα αβεβαιότητας που επικρατεί, το χρήμα αρχίζει να στερεύει στην αγορά.
Η έλλειψη ρευστότητας εξελίσσεται σε ένα μείζον θέμα, καθώς επηρεάζει τα έσοδα των τραπεζών και της πολιτείας. Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις αδυνατούν να αποπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς τις τράπεζες και να τηρήσουν τις φορολογικές υποχρεώσεις προς το κράτος (αυτό συμβαίνει κυρίως για τις επιχειρήσεις και τους αυτοεργοδοτούμενους).
Αυτά λοιπόν αποτελούν τη μία οπτική γωνία όσον αφορά την κρίση. Με αυτά τα δεδομένα όμως, ταυτόχρονα, δημιουργούνται και ευκαιρίες. Εναπόκειται στον καθένα να εκτιμήσει αντικειμενικά την κατάσταση και να κάνει επιλογές, οι οποίες θα τον κατευθύνουν προς αυτές τις ευκαιρίες.
Η αρνητική επίπτωση της ύφεσης στην οικονομία έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή της. Ευάλωτες και άκαμπτες επιχειρήσεις, οι οποίες δεν προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα, είναι δυνατόν να εξαφανιστούν. Ξεπερασμένες βιομηχανίες και τεχνολογίες καθίστανται αχρείαστες για το μέλλον. Πολιτικοί χειρισμοί και οικονομικές πολιτικές, σε απάντηση προς την κρίση αλλά και την κοινωνική αναταραχή, μπορούν να ξαναγράψουν τους κανόνες για τον επιχειρηματικό κόσμο.
Οι ευκαιρίες που παρουσιάζονται βρίσκονται ακριβώς ανάμεσα σε αυτές τις εξελίξεις. Οι ευκαιρίες υπάρχουν τόσο για υφιστάμενες επιχειρηματικές δραστηριότητες όσο και για τις καινούργιες.
Ανανεωμένο μερίδιο αγοράς
Το μειωμένο διαθέσιμο εισόδημα στα νοικοκυριά, καθώς και η έλλειψη ρευστότητας στις επιχειρήσεις, μας κατευθύνουν προς τη συρρίκνωση της αγοράς. Ταυτόχρονα όμως, και ως αντιστάθμιση, παρουσιάζεται ξανά διαθέσιμο μερίδιο στην αγορά. Αυτό προκύπτει από την κατάρρευση των μεγάλων επιχειρήσεων, καθώς και όλων αυτών που δεν μπορούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Επιπρόσθετα, υφιστάμενες επιχειρήσεις με υψηλό κόστος πωλήσεων και σταθερά έξοδα δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις χαμηλότερες τιμές των νέων και ευέλικτων εταιρειών για την παροχή ίδιων ή παρόμοιων υπηρεσιών. Αυτό που παρατηρείται σε μια περίοδο ύφεσης είναι ότι οι χαμηλές τιμές έχουν τον πρώτο λόγο. Έτσι, οι νεοσύστατες και υφιστάμενες ευέλικτες επιχειρήσεις μπορούν να εκμεταλλευτούν αυτή τη δυναμική για να αποκτήσουν το απαραίτητο μερίδιο αγοράς που θα εξασφαλίσει την επιβίωση και ανάπτυξή τους.
Ανεύρεση κεφαλαίων
Η ανεύρεση κεφαλαίων, τόσο για τις νέες επιχειρήσεις και τα start-ups, όσο και για τις υφιστάμενες, γίνεται μέσω τραπεζών και επενδυτών. Οι τράπεζες, στην προσπάθειά τους να ανακτήσουν όσο περισσότερο από το εισόδημά τους μπορούν (κυρίως από αποπληρωμές δανειακών υποχρεώσεων), προχωρούν σε μείωση όλων τους των επιτοκίων. Η μείωση των επιτοκίων στις καταθέσεις επιφέρει μείωση στα έξοδα και η μείωση των δανειακών επιτοκίων επιφέρει μειώσεις στις δόσεις των πελατών. Τα μειωμένα επιτόκια στα δάνεια ασφαλώς εφαρμόζονται και σε νέους δανεισμούς. Επομένως, μια επιχείρηση η οποία θέλει να δανειστεί από μια τράπεζα μπορεί να το πράξει με ευνοϊκότερους όρους σε περίοδο ύφεσης παρά σε περίοδο οικονομικής ανάπτυξης. Επιπρόσθετα, ως επέκταση της μείωσης των επιτοκίων των καταθέσεων, οι «μεγαλοκαταθέτες» ψάχνουν νέους τρόπους να επενδύσουν τα χρήματά τους, αφού πλέον οι καταθέσεις τους δεν επιφέρουν την επιθυμητή απόδοση. Αυτό οδηγεί στην επένδυση σε νέες επιχειρήσεις και κυρίως start-ups, τα οποία έχουν ως σκοπό τη χρήση των νέων δεδομένων των αγορών, καθώς και τη χρήση των νέων τεχνολογιών, που αντικαθιστούν τις όχι τόσο αποδοτικές υφιστάμενες.
Τομέας ακινήτων
Ένας από τους πρώτους τομείς της οικονομίας που δέχονται ισχυρές επιπτώσεις από μια ύφεση είναι ο κατασκευαστικός. Ο μειωμένος ρυθμός ανάπτυξης, η μειωμένη ρευστότητα στην αγορά και η μειωμένη δανειοδότηση οδηγούν σε μεγάλη πτώση στη ζήτηση νέων ακινήτων, τόσο για επιχειρηματικούς όσο και για στεγαστικούς σκοπούς. Ταυτόχρονα, όμως, δημιουργείται μια διττή ευκαιρία. Οι τιμές των ακινήτων μειώνονται, όπως και το κόστος κατασκευής. Συνεπώς, παρουσιάζονται χαμηλότερες τιμές για αγορά ακινήτων ή/και για ανέγερση κτιρίων σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την ύφεση. Η ευκαιρία εδώ μπορεί να μεταφραστεί σε μειωμένα έξοδα υλοποίησης και σε αυξημένα κέρδη από τη μεταπώληση σε μεταγενέστερη περίοδο ανάπτυξης.
Ο διπλός χαρακτήρας των ευκαιριών στον τομέα των ακινήτων βασίζεται και στην αδυναμία των νοικοκυριών να προχωρήσουν σε νέους δανεισμούς για αγορά οικίας. Αυτό ωθεί πολλά νοικοκυριά στο ενοίκιο. Έτσι, λοιπόν, ένας επενδυτής μπορεί να εκμεταλλευτεί τα χαμηλότερα έξοδα αγοράς ακινήτου και ανέγερσης π.χ. μιας πολυκατοικίας, μαζί με την αυξημένη ζήτηση ενοικίασης στην αγορά.
Αξίες και μετοχές
Κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης, οι τιμές των μετοχών συνήθως πέφτουν. Οι αγορές μπορεί να είναι ασταθείς, με τις τιμές των μετοχών να αντιμετωπίζουν έντονες μεταβολές. Πολλοί επενδυτές, αντιδρώντας στις εξελίξεις, ρευστοποιούν όλες ή μεγάλο μέρος των επενδύσεών τους για να προστατευτούν και να μειώσουν την πιθανή ζημιά. Όμως, η πτώση των αγορών δημιουργεί ευκαιρίες κερδοφορίας. Με τη μέθοδο «short selling», που έχει βραχύ ορίζοντα, ένας επενδυτής επωφελείται όταν οι τιμές των μετοχών πέφτουν και ζημιώνεται όταν αυτές αυξάνονται. Αυτή η μέθοδος όμως χρειάζεται προσοχή και σίγουρα συμβουλή από εξειδικευμένους συμβούλους.
Στις περιπτώσεις όπου ο ορίζοντας των επενδυτών είναι μακρύτερος, μπορεί να εφαρμοστεί η τεχνική «value investing». Κατόπιν ανάλυσης και επιλογής των εταιρειών (υψηλής ποιότητας) οι οποίες θα ανακάμψουν μετά το πέρας της ύφεσης, οι φθίνουσες τιμές των μετοχών τους είναι μια πολύ καλή ευκαιρία. Αγοράζοντας σε χαμηλότερες τιμές, ένας επενδυτής μπορεί να περιμένει μέχρι την ανάκαμψη της οικονομίας και συνεπώς την ανάκαμψη της τιμής της μετοχής και να ρευστοποιήσει την επένδυσή του με σημαντικό όφελος.
Μια από τις καλύτερες στρατηγικές είναι η επένδυση σε εταιρείες με χαμηλό χρέος, καλή ταμειακή ροή και ισχυρούς ισολογισμούς. Αντιθέτως, συνιστάται η αποφυγή εταιρειών με υψηλή μόχλευση (δανεισμό).
Συμπεράσματα
Η οικονομική κρίση δεν είναι μονόδρομος! Σίγουρα επιφέρει πολλές δυσκολίες, υπάρχουν όμως και επιλογές, όχι μόνο προστασίας, αλλά και κερδοφορίας. Μια νέα εταιρεία/start-up μπορεί να εκμεταλλευτεί τα κενά που δημιουργούνται στην αγορά, είτε από την κατάρρευση των υφιστάμενων επιχειρήσεων είτε από τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις και ανάγκες. Νέες και υφιστάμενες επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιήσουν φθηνότερο δανεισμό για να υλοποιήσουν τους στόχους τους, είτε μέσω τραπεζών είτε μέσω επενδυτών οι οποίοι ψάχνουν καλύτερη απόδοση από τα επιτόκια που φέρουν οι καταθέσεις τους. Ο τομέας των ακινήτων παρουσιάζει πολλές ευκαιρίες για υγιείς επιχειρήσεις και επενδυτές οι οποίοι έχουν μέσο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα επένδυσης. Σε παρόμοιο βαθμό, οι στοχευμένες επενδύσεις σε μετοχές εν καιρώ ύφεσης μπορούν να αποδειχθούν εξαιρετικά κερδοφόρες.