Ένα από τα μεγάλα ζητήματα της κυπριακής οικονομίας αποτελεί το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (MEΔ). Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μείωση στο ποσό των ΜΕΔ εντός των ισολογισμών των τραπεζών κυρίως λόγω των πωλήσεων χαρτοφυλακίων σε εταιρείες διαχείρισης και των αναδιαρθρώσεων. Οι καλές χρονιές για τον τομέα των κατασκευών και του τουρισμού μέχρι το 2019 βοήθησαν στην ενίσχυση των αποπληρωμών.
Επισημαίνεται ότι η μεταφορά ΜΕΔ από τους ισολογισμούς των τραπεζών στις εταιρείες διαχείρισης μπορεί να αποσυμφορίζει τους ισολογισμούς των τραπεζών, τα ζητήματα για τους δανειολήπτες και την κοινωνία όμως συνεχίζουν να υφίστανται. Παρά το γεγονός ότι ενδεχομένως τα δάνεια έχουν αγοραστεί με έκπτωση, αν υπάρχει πλήρης εξασφάλιση είναι δύσκολο ο δανειολήπτης να προχωρήσει σε διακανονισμό με μειωμένο ποσό. Αν τώρα υπάρχει άνοιγμα προκύπτουν περιθώρια διαπραγμάτευσης.
Υπάρχει δηλαδή η πιθανότητα κάποιος δανειολήπτης, μετά τη βελτίωση των εισοδημάτων του, να έχει τη δυνατότητα πλήρους αποπληρωμής του δανείου που κατέχει στην κακή τράπεζα και δανειοδότησής του εκ νέου από τραπεζικό ίδρυμα της χώρας. Αυτό είναι θεμιτό, προϋποθέτει συνεργασία τραπεζών και της κακής τράπεζας και ενδεχομένως να ήταν μια καλή σκέψη στο να δίνεται κάποιας μορφής κίνητρο στους δανειολήπτες για να προχωρούν σε τέτοιες διευθετήσεις.
Η δημιουργία των οργανισμών διαχείρισης και ο θεσμός των τιτλοποιήσεων εφαρμόστηκαν από πολλές χώρες με πρώτο παράδειγμα την Ιρλανδία. Εκεί, η εταιρεία διαχείρισης, μέσω των δανείων που μεταφέρθηκαν, είχε ανακτήσει μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες, επιχειρηματικά ακίνητα, κατοικίες και συμμετοχές σε εταιρείες. Κάποια από τα περιουσιακά στοιχεία που ανακτήθηκαν πωλήθηκαν στην υφιστάμενη κατάστασή τους και άλλα συντηρήθηκαν, ολοκληρώθηκαν (αν ήταν υπό κατασκευή) και μετά πωλήθηκαν σε τρίτους. Νοείται πως οι ανακτήσεις αυτές γίνονταν στις περιπτώσεις που ο δανειολήπτης δεν μπορούσε να αποπληρώσει τη δόση του.
Ο συγκεκριμένος οργανισμός είχε χρηματοδοτηθεί μέσω κρατικών εγγυήσεων και δανείων, ενώ τα τραπεζικά ιδρύματα τα οποία μετέφεραν χαρτοφυλάκια ήταν και μέτοχοι. Ένα λοιπόν ζήτημα για τη δημιουργία τέτοιων οργανισμών είναι η εξασφάλιση χρηματοδότησης, που στην περίπτωση της Ιρλανδίας, αυτή προήλθε από την αύξηση του δημόσιου χρέους εφόσον τα τότε επίπεδά του σε σχέση με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της χώρας το επέτρεπαν. Ένα δεύτερο σημαντικό ζήτημα, είναι η αξία στην οποία θα μεταφερθεί το δάνειο στην εταιρεία διαχείρισης.
Εναλλακτική λύση χρηματοδότησης είναι η εξεύρεση ιδιωτικών κεφαλαίων, όμως γίνεται αντιληπτό ότι τέτοιοι οργανισμοί έχουν ως κύρια προτεραιότητά τους το κέρδος, οπότε θα πιέσουν τις αξίες μεταφοράς των δανείων στην κακή τράπεζα όσο πιο χαμηλά γίνεται. Οι μειωμένες τιμές μεταφοράς των δανείων, όμως, πολύ πιθανόν να δημιουργήσουν σημαντικές ζημιές στου λογαριασμούς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων την ώρα της αποαναγνώρισής τους, με αποτέλεσμα να υπάρξει αρνητικός αντίκτυπος στους δείκτες κεφαλαίων τους.
Την ίδια στιγμή ένας άλλος ενδεχομένως οργανισμός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί είναι η λεγομένη εταιρεία ειδικού σκοπού (asset protection company), όπου κάθε πιστωτικό ίδρυμα μεταφέρει τα προβληματικά δάνεια στη συγκεκριμένη εταιρεία, έναντι έκδοσης τίτλων, και αναζητεί επενδυτές με την παραχώρηση κρατικών εγγυήσεων (θα πρέπει να καταβάλλεται αντίτιμο με βάσει την αγοραία αξία, ώστε να μην αποτελεί κρατική στήριξη). Τέτοιους οργανισμούς έχουμε δει στην Ιταλία αλλά και στην Ελλάδα.
Το σχέδιο «Ηρακλής» στην Ελλάδα αφορά τις τιτλοποιήσεις των χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων (εφόσον αυτές μεταφέρονται σε ειδικά εταιρικά οχήματα), με το κράτος να παρέχει εγγυήσεις στους επενδυτές που θα αγοράζουν χρηματοοικονομικά προϊόντα που θα εκδίδονται από τα «οχήματα» αυτά. Φυσικά προκύπτουν ζητήματα για το αξιόχρεο του ελληνικού κράτους, αν δηλαδή θα μπορέσει να αποπληρώσει οποιεσδήποτε ζημιές στους επενδυτές, αλλά και με ποιο τρόπο θα αυξηθεί το δημόσιο χρέος.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι τα χρηματοοικονομικά προϊόντα είναι εξασφαλισμένα με τα δάνεια τα οποία μεταφέρονται, οπότε αν γίνει σωστά η διαχείρισή τους δεν θα απαιτηθεί οποιαδήποτε πληρωμή από το ελληνικό κράτος. Η παροχή κρατικών εγγυήσεων στην κακή τράπεζα αυξάνει την αξία του σχήματος αυτού και κατ’ επέκτασιν την τιμή πώλησης των μετοχών / μεριδίων του σε ιδιωτικά κεφάλαια, αλλά και πάλι θα πρέπει να αξιολογηθεί ο πιθανός μελλοντικός αντίκτυπος στα δημόσια οικονομικά και ιδιαίτερα στο δημόσιο χρέος.
Σε τέτοιους οργανισμούς πρέπει να είναι ξεκάθαρη η διοικητική δομή, τα προσόντα των υπαλλήλων τους και οι διαδικασίες που θα εφαρμόζονται, με έλεγχο και λογοδοσία. Πέραν της εμπειρογνωμοσύνης που απαιτείται σε ζητήματα δανείων, τέτοιοι οργανισμοί καλούνται να διαχειριστούν μεγάλα χαρτοφυλάκια ακινήτων και εν μέρει να δίνεται η δυνατότητα να καθίστανται ρυθμιστές της αγοράς.
Στη Κύπρο έχουν αρχίσει οι σχεδιασμοί για τη δημιουργία της εταιρείας διαχείρισης (ουσιαστικά μετεξέλιξη της ΚΕΔΙΠΕΣ), με κύριο όμως στόχο της άσκηση κοινωνικής πολιτικής και κυρίως της διασφάλιση στέγης, μέχρι μιας συγκεκριμένης αξίας, στις περιπτώσεις των μη βιώσιμων δανειοληπτών, αυτών που δεν κατάφεραν να ενταχθούν στο σχέδιο ΕΣΤΙΑ. Σύμφωνα, λοιπόν, με τους αρχικούς σχεδιασμούς, θα αφορά μη εξυπηρετούμενα δάνεια με υποθήκη την κύρια κατοικία και τη μικρή επαγγελματική στέγη μέχρι 350.000 ευρώ.
Τα δάνεια θα μεταφέρονται τόσο από τα τραπεζικά ιδρύματα όσο και τις εταιρείες διαχείρισης, ενώ οι δανειολήπτες που θα εντάσσονται στο συγκεκριμένο σχέδιο θα είναι, ενδεχομένως, με κριτήρια περιουσίας και εισοδημάτων και των οποίων τα δάνεια ήταν ήδη μη εξυπηρετούμενα, για να μην μπαίνουν ιδέες σε κάποιους. Επισημαίνεται ότι η μεταφορά θα γίνεται στη δίκαιη / αγοραία αξία του δανείου και ο κάθε οργανισμός θα εκτιμά εάν είναι προς το συμφέρον του να μεταφέρει τέτοιο δάνειο (δεν μπορεί τέτοιο σχέδιο να είναι υποχρεωτικό).
Στην περίπτωση που το δάνειο που αναλαμβάνει ο οργανισμός δεν μπορεί να αναδιαρθρωθεί, τότε η κυριότητα της κύριας κατοικίας θα μεταφέρεται στον οργανισμό και ο δανειολήπτης θα καταβάλλει ενοίκιο για την κατοικία, ποσοστό επί της μειωμένης αξίας που θα συμφωνηθεί. Υπενθυμίζεται ότι ένα από τα έξοδα που καλύπτει το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα είναι και το ενοίκιο, οπότε για τις ευάλωτες ομάδες θα καλύπτεται από το κράτος. Ο δανειολήπτης ή μέλος της οικογένειάς του θα μπορεί να επαναγοράσει το ακίνητο σε πέντε χρόνια, αλλιώς ο οργανισμός θα προχωρεί σε εκποίηση.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η εφαρμογή του θεσμού της κακής τράπεζας στην Κύπρο θα είναι πολύ μικρότερου βεληνεκούς από αυτές που παραδοσιακά βλέπουμε και θα αποτελεί ένα δίκτυ προστασίας για τους ευάλωτους δανειολήπτες.
Τα κεφάλαια που θα χρησιμοποιηθούν για την αγορά ακινήτων είναι αυτά που διαθέτει η ΚΕΔΙΠΕΣ μέσα από τις εισπράξεις από τη διαχείριση των υφιστάμενων δανείων που έμειναν μετά τη συμφωνία για το Συνεργατισμό, και στην τελική αποτελούν χρήματα των φορολογουμένων. Με το τρέχον ύψος του δημόσιου χρέους η Κυβέρνηση δεν θα μπορούσε έτσι κι αλλιώς να χρηματοδοτήσει οργανισμούς όπως αυτούς που είδαμε στο εξωτερικό.
Η διασφάλιση στέγασης για τους όλους τους πολίτες είναι βασική αρχή ενός κράτους δικαίου, νοουμένου ότι διασφαλίζεται η διαφάνεια, οι σωστές διαδικασίες και ο πλήρης σεβασμός στον φορολογούμενο πολίτη.
ΠΗΓΗ: Σημερινή