Της Στυλιάνας Χαραλάμπους*
Τα τελευταία χρόνια, βγαίνουν στην επιφάνεια όλο και περισσότερα σκάνδαλα που αφορούν το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, δηλαδή τη νομιμοποίηση εσόδων από διάφορες παράνομες δραστηριότητες, μέσω της δημιουργίας υπεράκτιων εταιρειών (offshore), με σκοπό είτε τη φοροδιαφυγή είτε τη συγκάλυψη της πραγματικής προέλευσης των εσόδων. Σύμφωνα με τη ΜΟΚΑΣ (Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης), εφόσον τα πρόσωπα αυτά επιτύχουν αυτόν τον σκοπό, διατηρούν τον έλεγχο επί των παράνομων αυτών εσόδων και παρέχουν νόμιμη κάλυψη για την πηγή των κεφαλαίων τους.
Είναι ευρέως γνωστό ότι οι παράνομες πωλήσεις όπλων, το λαθρεμπόριο και οι δραστηριότητες οργανωμένου εγκλήματος, συμπεριλαμβανομένων για παράδειγμα της διακίνησης ναρκωτικών και των κυκλωμάτων πορνείας, μπορούν να αποφέρουν τεράστια ποσά εσόδων. Τα σχέδια υπεξαίρεσης, εμπορίας εσωτερικών πληροφοριών και ηλεκτρονικής απάτης μπορούν επίσης να αποφέρουν μεγάλα κέρδη και να δημιουργήσουν κίνητρο για «νομιμοποίηση» των παράνομα αποκτηθέντων εσόδων μέσω ξεπλύματος χρημάτων.
Η προέλευση του όρου «ξέπλυμα χρήματος» έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο όρος γεννήθηκε στην Αμερική την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, τη δεκαετία του 1920, περίοδο κατά την οποία διακινούνταν μεγάλες ποσότητες παράνομου αλκοόλ αμφισβητούμενης ποιότητας. Τα κέρδη ήταν τεράστια και με κάποιο τρόπο έπρεπε να νομιμοποιηθούν. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι επιχειρηματίες που εμπλέκονταν σε παράνομες δράσεις δημιούργησαν επιχειρήσεις πλυντηρίων (laundries). Με δεδομένο τον χαμηλό φορολογικό συντελεστή, οι επιχειρήσεις αυτές εμφάνιζαν τεράστια φορολογηθέντα κέρδη και με τον τρόπο αυτό, εκμεταλλευόμενες τη χαμηλή φορολογική επιβάρυνση, νομιμοποιούσαν τα παράνομα κέρδη τους με τη μικρότερη δυνατή απώλεια. Για την ιστορία, τις επιχειρήσεις αυτές τις εκμεταλλευόταν ο Αλ Καπόνε.
Επιστρέφοντας στο σήμερα, παρακολουθούμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα δημοσιεύματα που έχουν ως πρωταγωνιστές είτε πολυεθνικές εταιρείες είτε οικονομικά ισχυρά φυσικά πρόσωπα, που εμπλέκονται σε σκάνδαλα φοροδιαφυγής χρησιμοποιώντας υπεράκτιες εταιρείες με έδρα τους λεγόμενους φορολογικούς παραδείσους.
Για παράδειγμα, γίνεται λόγος για τεράστιους ομίλους οι οποίοι διαθέτουν ένα ολόκληρο δίκτυο τέτοιων εταιρειών, με σκοπό τη διακίνηση μεγάλων κεφαλαίων και κερδών, ώστε να ελαχιστοποιήσουν ή και να αποφύγουν εντελώς την πληρωμή φόρων.
Το παραπάνω γεγονός οδηγεί στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών των χωρών και παράλληλα στη μείωση των συντάξεων και στον περιορισμό του κοινωνικού κράτος. Ως αποτέλεσμα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και τα αντίστοιχα νοικοκυριά, καλούνται να αναπληρώσουν τους διαφυγόντες φόρους.
Αρνητικές επιπτώσεις από τις εν λόγω πρακτικές που χρησιμοποιούν οι μεγάλοι οργανισμοί έχουν τα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, αφού δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα ή τις γνώσεις να χρησιμοποιήσουν τέτοιου είδους «τεχνάσματα».
Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η κατοχή μιας offshore εταιρείας δεν σημαίνει αυτόματα ότι ο ιδιοκτήτης της φοροδιαφεύγει ή ότι εμπλέκεται σε παράνομες δραστηριότητες, αφού συνήθως αυτή εξυπηρετεί στη βελτιστοποίηση των φορολογικών του επιβαρύνσεων, έτσι όπως αυτή επιτρέπεται από τους νόμους.
Επιπρόσθετα, οι φορολογικοί παράδεισοι είναι μικροί σε έκταση και η επικοινωνία με τις ρυθμιστικές αρχές είναι πολύ πιο εύκολη σε σχέση με ό,τι συμβαίνει σε ένα κράτος το οποίο δεν είναι φορολογικός παράδεισος. Κάποιες εταιρείες που έχουν έδρα σε οικονομικά ασταθείς δικαιοδοσίες χρησιμοποιούν τις υπεράκτιες εταιρείες ώστε να μπορέσουν να διεισδύσουν σε οικονομικά ισχυρές χώρες. Τέλος, οι offshore εταιρείες είναι πολύ σημαντικές και χρησιμοποιούνται τακτικά για τη συγκέντρωση αμοιβαίων κεφαλαίων από άτομα που ανήκουν σε διαφορετικές δικαιοδοσίες.
Η ενσωμάτωση του μαύρου χρήματος στην οικονομία
Για να ενσωματωθεί το μαύρο χρήμα στην οικονομία και οι υπαίτιοι να καλύψουν την προέλευση των κεφαλαίων αυτών, ακολουθείται μια διαδικασία που πλέον είναι ευρέως γνωστή ως το βασικό σχήμα του ξεπλύματος μαύρου χρήματος.
- Φάση της τοποθέτησης (placement)
Το πρώτο στάδιο ενσωμάτωσης του μαύρου χρήματος στην οικονομία γίνεται μέσα από τη φάση της τοποθέτησής του στο γενικότερο οικονομικό σύστημα, όπου γίνεται προσπάθεια για ανάμειξή του με νόμιμα κεφάλαια μέσω θεωρητικά νόμιμων διαδικασιών και ενεργειών. Αυτός που διαπράττει την εγκληματική ενέργεια του ξεπλύματος χρημάτων θα τα χωρίσει σε μικρότερα ποσά και θα τα εισαγάγει στην οικονομία μέσω μιας νόμιμης επιχείρησης.
Από πολλές απόψεις, η τοποθέτηση είναι το πιο σημαντικό στάδιο της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ταυτόχρονα, η τοποθέτηση είναι το πιο δύσκολο βήμα που πρέπει να επιτευχθεί για το ξέπλυμα χρημάτων και είναι το στάδιο όπου η επιβολή του νόμου έχει τη μεγαλύτερη ευκαιρία να εντοπίσει και να αποτρέψει τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Η τοποθέτηση μπορεί να επιτευχθεί μέσω της αγοράς περιουσιακών στοιχείων, όπως πολύτιμα μέταλλα, κοσμήματα, έργα τέχνης, σπίτια, πολυτελή σκάφη ή ακριβά αυτοκίνητα, που μπορούν εύκολα να ρευστοποιηθούν.
Δεν είναι λίγες οι φορές που τέτοιοι εγκληματίες «ανακαλύφθηκαν» από τις αρχές μέσω της αχαλίνωτης χρήσης πολυτελών περιουσιακών στοιχείων, αφού με αυτόν τον τρόπο κατάφερναν να τραβήξουν πάνω τους την προσοχή, ενώ ο συγκεκριμένος τρόπος ζωής τους δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από την τρέχουσα οικονομική τους κατάσταση.
- Φάση της διαστρωμάτωσης ή συσσώρευσης (layering)
Είναι το στάδιο κατά το οποίο τα παρανόμως αποκτηθέντα χρήματα απομακρύνονται από την αρχική πηγή τους και μέσω μιας σειράς διαφόρων ενεργειών επανατοποθετούνται κάπου αλλού, χωρίς πλέον να υπάρχει η δυνατότητα σύνδεσής τους με την αρχική προέλευση.
Η διαστρωμάτωση αποτελείται από μια σειρά συναλλαγών με σκοπό τη δημιουργία ενός πολύπλοκου και μπερδεμένου χάρτινου ίχνους, με αποτέλεσμα την απόκρυψη της προέλευσης των χρημάτων. Συχνά, η διαστρωμάτωση περιλαμβάνει τη χρήση λογαριασμών πολλών εταιρειών «shell», πολλαπλών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και κυρίως ξένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ιδίως εκείνων σε χώρες με αδύναμους νόμους κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
- Φάση της ενσωμάτωσης-ολοκλήρωσης (integration)
Το τελευταίο στάδιο είναι η φάση της ολοκλήρωσης, όπου γίνεται η εισχώρηση των παράνομα αποκτηθέντων κερδών στην υγιή οικονομία, αφού έχει γίνει πλέον η προσπάθεια εξάλειψης των σημαδιών της παράνομης προέλευσής τους. Το βρόμικο χρήμα μεταλλάσσεται σε «καθαρό» και επιχρίεται με τη σκόνη της νομιμότητας. Οι υπεράκτιες εταιρείες χρησιμεύουν για να προσδώσουν στο βρόμικο χρήμα την ταυτότητα προϊόντος ή κέρδους από μια καθ’ όλα νόμιμη συναλλαγή, όπως η πώληση ακινήτου ιδιοκτησίας της offshore.
Οι πωλήσεις πολυτελών ακινήτων αλλά και υλικών περιουσιακών στοιχείων είναι μερικές από τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται στη φάση αυτή. Υπάρχουν ακόμη και περιπτώσεις όπου οι εγκληματίες δημιουργούν εικονικές εταιρείες για να αγοράσουν στην ουσία από τον ίδιο τους τον εαυτό, με σκοπό να παρουσιάζονται ποσά από την πώληση ως έσοδα για τους ίδιους.
Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι με παρόμοιο τρόπο δίνονται «ψεύτικα» δάνεια από τη μια εταιρεία στην άλλη, μέσω χωρών που θεωρούνται φορολογικοί παράδεισοι, καθώς, με βάση νομοθεσία που προστατεύει το εταιρικό απόρρητο, δανείζονται κεφάλαια από δικές τους επιχειρήσεις. Φαινομενικά, όμως, και αυτό αποτελεί μια νόμιμη οικονομική συναλλαγή. H ενσωμάτωση των παράνομων αυτών εσόδων στην οικονομία γίνεται μέσω της χρήσης πλαστών τιμολογίων από τις εταιρείες αυτές.
Είναι ευρέως γνωστό ότι η δημιουργικότητα των εγκληματιών δεν έχει όρια, αφού βλέπουμε συνεχώς να «ανακαλύπτουν» νέους τρόπους και μεθόδους για να εκτελούν τις εγκληματικές τους ενέργειες, περνώντας πολλές φορές απαρατήρητοι από τις αρμόδιες αρχές. Αυτό που πρέπει ουσιαστικά να κάνουν οι κυβερνήσεις και οι ρυθμιστικές αρχές για την πάταξη του εγκλήματος του ξεπλύματος μαύρου χρήματος είναι να θέσουν σε λειτουργία αποτελεσματικότερους ελέγχους και πρακτικές όπως νομοθετικά σχέδια και μηχανογραφικά συστήματα αναγνώρισης και αποτροπής ξεπλύματος μαύρου χρήματος, με σκοπό τη δραματική πάταξη αυτού του φαινομένου, που μόνο θετικές επιπτώσεις δεν μπορεί να φέρει για τα κράτη.
*Οικονομολόγου (BA, ACCA)