Του Κυριάκου Ε. Γεωργίου
Εργάτης Γνώσης
Μετά από τρία χρόνια λειτουργίας, το ΓεΣΥ έχει αγκαλιασθεί από το σύνολο της κοινωνίας, παρόλα τα προβλήματα της παιδικής ηλικίας που αντιμετωπίζει. Όλα αυτά με καλή θέληση και συνεργασία μπορούν να ξεπεραστούν εύκολα. Δυστυχώς εκτός από τους γνωστούς και μη εξαιρετέους αντιπάλους του που θέλουν να το διαλύσουν για να συνεχίσουν να νέμονται τον χώρο της υγείας οι μεν και να σταματήσουν να πληρώνουν για τους εργαζόμενους τους οι δε, το σύστημα αντιμετωπίζει ένα ακόμη σημαντικό πρόβλημα, που έχει να κάνει με την απληστία και το προσωπικό συμφέρον των χρηστών, που στην προσπάθειά τους να έχουν το μεγαλύτερο δυνατόν προσωπικό κέρδος θέτουν σε κίνδυνο το κοινό καλό, στην περίπτωση αυτή τη βιωσιμότητα του ΓεΣΥ.
Οι οικονομολόγοι αναφέρονται σε αυτό το πρόβλημα ως την τραγωδία των κοινών (tragedy of the commons) για τη σύγκρουση των ιδιωτικών συμφερόντων και του κοινού καλού στη διεκδίκηση πόρων. Αποτελεί ένα οικονομικό πρόβλημα στο οποίο κάθε άτομο έχει κίνητρο να καταναλώσει έναν πόρο, αλλά εις βάρος κάθε άλλου ατόμου – χωρίς τρόπο να αποκλείσει κανέναν από την κατανάλωση. Αν οι πάροχοι καταχρώνται το σύστημα με αυξημένες και αχρείαστες ιατρικές πράξεις, αυτή η προκλητή ζήτηση μπορεί να εξαντλήσει τους πόρους του Συστήματος έστω και αν υπάρχει η ασφαλιστική δικλείδα του σφαιρικού προϋπολογισμού.
Προκλητή ζήτηση υπηρεσιών υγείας είναι αυτή η οποία δεν αντιστοιχεί σε υπαρκτές ανάγκες υγείας, αλλά προκαλείται από άλλους παράγοντες. Ο πιο σημαντικός από τους παράγοντες αυτούς είναι ο ίδιος ο γιατρός, που προκαλεί αύξηση της ζήτησης των ιατρικών υπηρεσιών, με σκοπό την άμεση ή έμμεση αύξηση των αποδοχών του. Συνήθως το φαινόμενο της προκλητής ζήτησης εμφανίζεται σε συστήματα υγείας όπου ο γιατρός αμείβεται κατά πράξη ή κατά παραπομπή και γίνεται εντονότερο σε περιπτώσεις που το κόστος καλύπτεται από ασφαλιστικούς φορείς όπως τον ΟΑΥ.
Αυξημένη ζήτηση μπορεί να προέλθει και από τις απαιτήσεις των χρηστών του ΓεΣΥ για πρόσθετες αχρείαστες υπηρεσίες υγείας. Αυτά ακριβώς τα φαινόμενα προσπαθεί να προλάβει ο ΟΑΥ με τη δημιουργία του σφαιρικού προϋπολογισμού και τον περιορισμό στις παραπομπές από τους προσωπικούς ιατρούς σε ειδικούς γιατρούς και επιπρόσθετες κλινικές εξετάσεις.
Στην προσπάθεια αναβάθμισης των υπηρεσιών υγείας και ελέγχου του κόστους λειτουργίας, η συμβολή των προσωπικών ιατρών είναι κομβική και θα πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή μεταξύ της σωστής θεραπευτικής πρακτικής και της οικονομικής βιωσιμότητας. Οι προσωπικοί ιατροί αποτελούν τον βασικότερο πυλώνα του ΓεΣΥ και θα πρέπει να στηριχτούν ώστε να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη των ασθενών για να είναι όσο πιο αποδοτικοί και αποτελεσματικοί μπορεί να είναι.
Η βάση του οικονομικού προβλήματος και ο λόγος ύπαρξης της οικονομικής επιστήμης είναι ο καταμερισμός των πεπερασμένων διαθέσιμων πόρων σε αγαθά και υπηρεσίες των οποίων το κόστος ξεπερνά το ύψος των διαθέσιμων πόρων. Το κόστος ευκαιρίας προκύπτει από τη θυσία ενός αγαθού, για την παραγωγή κάποιου άλλου γιατί η δυνατότητα παραγωγής αγαθών με τους ίδιους παραγωγικούς συντελεστές είναι πεπερασμένη.
Αυτό ακριβώς το σημείο έχει δημιουργήσει τριβές μεταξύ του Υπουργείου Υγείας και ΟΑΥ. Η τριβή προέκυψε από την αδυναμία του ΟΑΥ να καλύψει όλες τις ανάγκες υγείας και την απόφαση του υπουργείου να συνεχίσει να παρεμβαίνει στην παροχή υπηρεσιών υγείας και να χρεώνει γι’ αυτές τον ΟΑΥ. Χωρίς να υπεισέλθουμε στην ουσία της αντιπαράθεσης θα πρέπει να σχολιάσουμε ότι αφενός το υπουργείο θα πρέπει να σταματήσει να παρεμβαίνει στην αγορά παροχής υπηρεσιών υγείας ( όπως και στη διοίκηση, διεύθυνση των δημόσιων νοσηλευτηρίων) και ο ΟΑΥ θα πρέπει εξελικτικά να αναλάβει την πλήρη ευθύνη για την αγορά. Αν υπάρχει λόγος για το υπουργείο να παρεμβαίνει για ανθρωπιστικούς ή άλλους λόγους ( ρουσφέτι) θα πρέπει αυτό να γίνεται μέσα από τον προϋπολογισμό του.
Με βάση τα στοιχεία που έχουν κατατεθεί στην Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσιών το κόστος των υπηρεσιών υγείας στην Κύπρο είναι της τάξης των €1,6 δις για το 2019 και €1,75 δις για το 2020. Ακόμη το ΑΕΠ της Κύπρου είναι της τάξης των €23,5 δις και επομένως ο χώρος της υγείας αντιστοιχεί στο 7,5% του ΑΕΠ. Διαχρονικά το ποσοστό αυτό είναι μεταξύ των χαμηλότερων ανάμεσα στις χώρες μέλη της Ε.Ε..
Με βάση την πρόσφατη έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας ο Προϋπολογισμός του ΟΑΥ για το 2022 προβλέπει έσοδα €1,02 δις και έξοδα € 1,42 δις. Στα έξοδα θα πρέπει να ληφθούν υπόψη επιπρόσθετα €122 εκ. τα οποία αφορούν δαπάνες του Υπουργείου Υγείας και του ΟΚΥπΥ εκ μέρους του ΟΑΥ. Μέχρι πρόσφατα ο ΟΑΥ αρνείτο να αναλάβει αυτές τις δαπάνες τις οποίες δεν είχε εξουσιοδοτήσει. Παρόλα αυτά οι αριθμοί που δίνει η Ελεγκτική Υπηρεσία παραβιάζουν την αρχή του σφαιρικού προϋπολογισμού εξ ου και οι περιορισμοί που έχει επιβάλει ο ΟΑΥ.
Στην ιστοσελίδα του ΟΑΥ η πιο πρόσφατη ετήσια έκθεση είναι για το 2016 και οι πιο πρόσφατες ελεγμένες καταστάσεις είναι για το 2019 και παρουσιάζουν έσοδα €488Κ και έξοδα €248Κ. Η έλλειψη δημόσιων εκθέσεων εκ μέρους του ΟΑΥ δείχνει αδιαφάνεια, προκαλεί ερωτηματικά και δεν επιτρέπει την αντικειμενική αξιολόγηση του έργου το οποίο επιτελείται. Επίσης είναι σημαντικό να αξιολογηθεί ποιες υπηρεσίες αξίας περίπου €0,3δις δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτές που προσφέρει ο ΟΑΥ και τι πρέπει να γίνει γι’ αυτό.
Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, θα πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή μεταξύ της σωστής θεραπευτικής πρακτικής και της οικονομικής βιωσιμότητας του ΓεΣΥ. Θα πρέπει οι εμπλεκόμενοι και η Πολιτεία να σχεδιάσουν προσεκτικά τα επόμενα βήματα του ΓεΣΥ ώστε, χωρίς αλλαγή φιλοσοφίας, να συνεχίσει να προσφέρει και να επεκτείνει ποιοτικές υπηρεσίες υγείας.
Σ’ αυτό το πνεύμα είναι σημαντικό να δημιουργηθούν οι σωστές διαδικασίες και πρωτόκολλα και να αξιοποιηθούν πλήρως η τεχνολογία, η οικονομετρία και οι μεθόδοι ελέγχου της ποιότητας. Για όλους τους πάροχους θα πρέπει να σχεδιαστούν κίνητρα και αντικίνητρα, ποσοτικοί και ποιοτικοί δείκτες αποδοτικότητας (Key Performance Indicators) που να συντείνουν στη βελτίωση της αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών υγείας.
Διαβάστε επίσης: Σε νέα εποχή η Δημόσια Υπηρεσία από το 2024