Πράξη δεύτερη το νεο εμπάργκο στα ρωσικά καύσιμα και η αλλαγή του ενεργειακού χάρτη

Ο αντίκτυπος της εφαρμογής των νέων κυρώσεων της 5 Φεβρουαρίου 2023 στα ρωσικά πετρελαϊκά προϊόντα.

Του Βρασίδα Νεοφύτου*

Στις 05 Δεκεμβρίου 2022, η ομάδα των επτά μεγαλύτερων αναπτυγμένων οικονομιών του πλανήτη (G7) επέβαλε ανώτατο όριο τιμής (πλαφόν) στο ρωσικό αργό πετρέλαιο που μεταφέρεται με δεξαμενόπλοια σε μέγιστη τιμή τα 60 δολάρια ανά βαρέλι.

Η επιβολή πλαφόν εμποδίζει τις ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες των δυτικών κρατών να συνεχίσουν να παρέχουν υπηρεσίες στα τάνκερ που μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο διά θαλάσσης οπουδήποτε στον κόσμο, εκτός και εάν το πετρέλαιο πωλείται στην τιμή του πλαφόν (60 δολάρια ανά βαρέλι) ή χαμηλότερα από αυτό.

Υπήρξε μεγάλο παρασκήνιο και εντάσεις για το επίπεδο της τιμής του πλαφόν, καθώς σκοπός ήταν να συνεχίσει το ρωσικό πετρέλαιο να ρέει στις παγκόσμιες αγορές για να μην παρατηρηθεί έλλειψη και υψηλές τιμές.

Μια χαμηλή τιμή πλαφόν θα προκαλούσε τον εκνευρισμό της Ρωσίας και την πιθανή μείωση της παραγωγής και επακόλουθη εκτόξευση των παγκόσμιων τιμών ενέργειας, ενώ μια πιο ψηλή τιμή πλαφόν δεν θα περιόριζε τις ρωσικές πωλήσεις, θα έδειχνε γεωπολιτική αδυναμία των δυτικών συμμάχων προς τη Ρωσία και θα εξόργιζε τον Ουκρανό πρόεδρο Ζελένσκι.

To ευρωπαϊκό εμπάργκο και ο αγωγός Ντρούζμπα

Παράλληλα, σε ισχύ τέθηκε την ίδια μέρα και το εμπάργκο των 27 της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο ρωσικό πετρέλαιο που μεταφέρεται διά θαλάσσης, με εξαίρεση τις εξαγωγές πετρελαίου διά μέσου του χερσαίου νότιου αγωγού Ντρούζμπα (Druzhba) της Ρωσίας προς την Ε.Ε. που παραδίδει πετρέλαιο στην Ουγγαρία, Τσεχία και Σλοβακία.

Είναι το μοναδικό χερσαίο δίκτυο αγωγών πετρελαίου από Ρωσία προς Κεντρική Ευρώπη, με μήκος γύρω στα 5.500 χλμ και με αποκλειστικότητα τροφοδοσίας στην Ουγγαρία, τη Σλοβακία και την Τσεχική Δημοκρατία, που βρίσκονται στο νότιο σκέλος του αγωγού.

Οι εν λόγω χώρες εξαιρούνται προσωρινά από το εμπάργκο καθώς δεν βρέχονται από θάλασσα για να μπορούν να εισάγουν πετρέλαιο από εναλλακτικές αγορές όπως οι υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., ενώ η ξαφνική διακοπή θα άφηνε αυτόματα αυτές τις τρεις οικονομίες χωρίς καύσιμο.

Σε αντίθετη πλεύση η Γερμανία και Πολωνία (τροφοδοτούνται με ρωσικό πετρέλαιο από το βόρειο δίκτυο του αγωγού Ντρούζμπα), οι οποίες θα κλείσουν εθελοντικά το βόρειο τμήμα του αγωγού για να ευθυγραμμιστούν με τις κυρώσεις.

Η συμφωνία για την απαγόρευση εξαγωγής ρωσικού πετρελαίου στην Ε.Ε. καλύπτει πάνω από τα 2/3 των ευρωπαϊκών εισαγωγών αργού πετρελαίου από τη Ρωσία και έχει δύο βασικούς στόχους:

1. Να περιορίσει τα έσοδα της Ρωσίας από τις «χρυσές» πωλήσεις πετρελαίου με τα οποία χρηματοδοτεί την πολεμική μηχανή εναντίον της Ουκρανίας και να επιφέρει τον τερματισμό του πολέμου.

2. Να διασφαλίσει ότι δεν θα «εκτιναχθούν» οι τιμές πετρελαίου στης διεθνείς αγορές όπως έγινε στις επόμενες μέρες της εισβολής στην Ουκρανία, όπου οι τιμές σκαρφάλωσαν προσωρινά μέχρι τα 140 δολάρια το βαρέλι.

Η Ρωσία μετέφερε το 2021 περίπου 720.000 βαρέλια αργού την ημέρα σε ευρωπαϊκά διυλιστήρια μέσω του κύριου αγωγού Ντρούζμπα στην Κεντρική Ευρώπη, ενώ διά θαλάσσης μεταφέρονταν 1,57 εκατ. βαρέλια την ημέρα από τα λιμάνια της Βαλτικής, της Μαύρης Θάλασσας και της Αρκτικής.

Ήταν επιτυχές το εμπάργκο στις 05 Δεκεμβρίου;

Το ερώτημα που πλανάται είναι αν ήταν επιτυχής η απενεργοποίηση του ενεργειακού δικτύου διά θαλάσσης και εδάφους που τροφοδοτεί την Ευρώπη τις τελευταίες πέντε δεκαετίες, καλύπτοντας τα 2/3 των αναγκών της.

Πράγματι, οι τιμές πετρελαίου του διεθνούς δείκτη Brent (καλύπτει το 75% της παγκόσμιας παραγωγής) και του αμερικανικού αργού WTI κατρακύλησαν μέχρι τα χαμηλά των 70 δολαρίων το βαρέλι στα μέσα Δεκεμβρίου, δηλαδή στις επόμενες μέρες μετά την εφαρμογή του εμπάργκο.

Η συνολική πτώση των τιμών κατά 45% από τα υψηλά των 140 δολαρίων το βαρέλι του προηγούμενου Μαρτίου, χαιρετίστηκε από όλες τις δυτικές χώρες και πολιτικούς καθώς θεωρούσαν ότι συνέβαλαν αποφασιστικά τα μέτρα και τα εμπάργκο που ψήφισαν κατά της Ρωσίας.

Όμως, η πραγματικότητα δεν ήταν αυτή, καθώς αναλυτές ενέργειας θεωρούν την πτώση των τιμών ως φυσιολογική εξέλιξη από τη μειωμένη ζήτηση πετρελαίου από την Κίνα, τον μεγαλύτερο εισαγωγέα πετρελαίου στον κόσμο, που μαστιζόταν (τότε) από την έξαρση της πανδημίας και την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων.

Επιπρόσθετα, οι τιμές πετρελαίου κατρακύλησαν σε επίπεδα χαμηλότερα από τις τιμές πριν την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και για μια σειρά από άλλους λόγους, όπως η ανησυχία ότι η οικονομική κρίση θα μείωνε τη ζήτηση πετρελαίου, ενώ ο πληθωρισμός ρεκόρ και τα υψηλά επιτόκια θα μείωναν τα διαθέσιμα κεφάλαια από τα νοικοκυριά και επιχειρήσεις για αγορές και επενδύσεις.

Τέλος, αρκετοί έμποροι πετρελαίου θεωρούν ότι η απόφαση της Ε.Ε. να δώσει 6 μήνες προθεσμία για την ισχύ του εμπάργκο σε σχέση με την αρχική πρόταση που υποβλήθηκε στην Ε.Ε. τον Μάιο ήταν λάθος, καθώς δεν κατάφερε να αιφνιδιάσει τη Ρωσία.

Δίνοντας έξι μήνες προθεσμία στα κράτη, ουσιαστικά βοήθησαν τη Ρωσία να επαναπροσανατολίσει τις εξαγωγές πετρελαίου προς την απελπισμένη -λόγω πληθωρισμού- για φθηνό πετρέλαιο Τουρκία, ενώ οι κύριοι όγκοι να εξαχθούν στην ενεργοβόρα Κίνα και στη διψασμένη ενεργειακά Ινδία και οι οποίες απορροφούν πλέον όλο και περισσότερο ρωσικό πετρέλαιο σε σχέση με πριν το 2022.

Από την άλλη, οι ευρωπαϊκές χώρες κατάφεραν και κάλυψαν τις ρωσικές προμήθειες με έκτακτες αλλά πανάκριβες εισαγωγές αργού πετρελαίου από τη Νορβηγία και τις ΗΠΑ και λιγότερο από το Καζακστάν, Αζερμπαϊτζάν, Αλγερία, αλλά και χώρες της Μέσης Ανατολής.

Οι οικονομικές ζημιές της Ρωσίας

Η Ρωσία μετρά οικονομικές και πολιτικές απώλειες αλλά όχι τόσο σημαντικές ώστε να την αναγκάσουν να σταματήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία και να συνθηκολογήσει.

Η Μόσχα έχει χάσει τον μεγαλύτερο και τον πλουσιότερο της πελάτη των τελευταίων 200 χρόνων-την ευρωπαϊκή αγορά, ενώ οι πωλήσεις πετρελαίου στην Ινδία, Κίνα και Τουρκία είναι μεν σημαντικές αλλά με μεγάλες εκπτώσεις δε, στερώντας της ένα μεγάλο κομμάτι από τα παχυλά της έσοδα.

Η Ρωσία καλείται άμεσα να δημιουργήσει νέους ενεργειακούς δρόμους προς τους πελάτες στην Κεντρική και Ανατολική Ασία και μέσω Ιράν στον Ινδικό Ωκεανό, καθώς το 50-χρονών ενεργειακό της δίκτυο κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια της Σοβιετικής Ένωσης με προσανατολισμό προς την Ευρώπη.

Κατά το 2021, στα ρωσικά κρατικά ταμεία εισέρρεαν πέραν των 400 εκ. για πετρέλαιο και άλλα 400 εκ. ευρώ για φυσικό αέριο ανά ημέρα από τους πρόθυμους Ευρωπαίους πελάτες της και από τα οποία κάλυπτε το 50% του ρωσικού κρατικού προϋπολογισμού.

Ποιοι είναι οι G7 που επέβαλαν το πλαφόν;

Η G7 (Group of Seven) είναι ένας Οργανισμός των επτά μεγαλύτερων αναπτυγμένων οικονομιών του πλανήτη, στην οποία περιλαμβάνονται οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Η Κίνα και Ινδία δεν υπήρξαν ποτέ μέλη της G7, παρά τον σημαντικό τους ρόλο και βάρος στην παγκόσμια οικονομία και τον τεράστιο πληθυσμό τους, αλλά είναι μέλη της G20 που αντιπροσωπεύουν περίπου το 85% του ακαθάριστου προϊόντος παγκοσμίως (GWP).

Η κυριότερη διαφορά των ανερχόμενων ασιατικών γιγάντων με τα μέλη-κράτη της G7 είναι ο σχετικά χαμηλός κατά κεφαλή πλούτος της χώρας που τους στερεί το δικαίωμα να θεωρούνται «αναπτυγμένες» με τον ίδιο τρόπο που χαρακτηρίζονται τα μέλη της G7 και γι’ αυτό ακόμη βρίσκονται στην κατηγορία «αναπτυσσόμενες» (emerging markets).

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι μέχρι το 2014, ο Οργανισμός είχε το όνομα G8 με τη συμμετοχή και της Ρωσίας, η οποία τελικά και αποκλείστηκε μετά την παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας από την Ουκρανία την ίδια χρονιά.

Εμπάργκο και στα διυλισμένα προϊόντα της Ρωσίας στις 5 Φεβρουαρίου 2023

Τα πράγματα ενδεχόμενως να γίνουν χειρότερα στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση και η G7 θα σφίξουν περαιτέρω τον κλοιό στα ενεργειακά έσοδα της Μόσχας θέτοντας νέο εμπάργκο και ανώτατο όριο τιμών στα διυλισμένα πετρελαϊκά προϊόντα της Ρωσίας αυτή τη φορά (εξαιρείται το φυσικό αέριο ακόμη).

Στις 5 Φεβρουαρίου 2023, θα τεθεί σε ισχύ η δεύτερη φάση των μέτρων που τέθηκαν σε εφαρμογή στις 5 Δεκεμβρίου 2022, που προνοεί πλήρως απαγόρευση στην Ευρωπαϊκή Ένωση των εισαγωγών διυλισμένων προϊόντων πετρελαίου από τη Ρωσία, όπως το ντίζελ, η βενζίνη, κηροζίνη, πετροχημικά, άσφαλτος, προπάνιο, μαζούτ και άλλα.

Οι Ευρωπαίοι πελάτες αγόραζαν σχεδόν 1,3 εκατ. βαρέλια την ημέρα προϊόντων από τη Ρωσία στα τέλη του 2022 και περίπου το μισό από αυτό ήταν ντίζελ, που είναι το καύσιμο-κλειδί για τη σωστή λειτουργία μιας μοντέρνας οικονομίας.

Επίσης, η κηροζίνη είναι το καύσιμο που χρησιμοποιούν τα αεροσκάφη, ελικόπτερα και τα άρματα μάχης, η βενζίνη είναι αναγκαία για τα αυτοκίνητα, τα πετροχημικά είναι η πρώτη ύλη για τα πλαστικά, λιπάσματα και φάρμακα, ο άσφαλτος για τους δρόμους και το μαζούτ αναγκαίο για καύσιμο στα πλοία και για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, όπως συμβαίνει στην Κύπρο (ηλεκτροπαραγωγός σταθμός του Βασιλικού).

Η ζήτηση για μαζούτ αυξάνεται στην Ευρώπη καθώς πολλά εργοστάσια παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας επαναλειτούργησαν τους καυστήρες πετρελαίου για να εξοικονομήσουν χρήματα αντί της καύσης του ακριβότερου σε κόστος φυσικού αερίου.

Αναπληρώνονται οι διυλισμένες ροές από τη Ρωσία;

Θεωρείται δεδομένος ο υψηλός βαθμός δυσκολίας της Ευρώπης να αναπληρώσει πλήρως τα ρωσικά προϊόντα διύλισης, καθώς η Ευρώπη βασίζεται εδώ και δεκαετίες σε ρωσικά διυλιστήρια για τα καύσιμα στη γεωργία, τη βιομηχανία και τις μεταφορές (καύσιμα φορτηγών).

Η Ευρωπαϊκή Ένωση προμηθεύεται με περίπου 1,7 εκατ. βαρέλια ντίζελ την ημέρα, με τα περισσότερα να εισάγονται από κοντινούς «γεωγραφικά» προμηθευτές όπως τη Ρωσία με 500.000 βαρέλια και τη Σαουδική Αραβία, ενώ σημαντικές ποσότητες εισάγονται από ΗΑΕ, ΗΠΑ, Ινδία και Κίνα, καθώς το ντίζελ τροφοδοτεί μεγαλύτερο μερίδιο των αυτοκινήτων στην Ευρώπη από ό,τι στις ΗΠΑ και άλλες περιοχές.

Ένα επιπλέον πρόβλημα για την Ευρώπη, είναι η περιορισμένη δυνατότητα διύλισης (refining capacity) καθώς έκλεισαν πολλά διυλιστήρια στην περιοχή μετά το 2020 λόγω της πανδημίας και αλλαγής ενεργειακής πολιτικής, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η εξάρτησή της από τα ρωσικά καύσιμα.

Είναι αυτά τα αίτια μαζί με την αύξηση της ζήτησης για καύσιμα μετά το άνοιγμα της αγοράς από τα περιοριστικά μέτρα της πανδημίας που προκάλεσαν την εκτόξευση των τιμών καυσίμων στην Κύπρο και σε όλη την Ευρώπη κατά τους προηγούμενους μήνες.

Ανακατανομή της παγκόσμιας προμήθειας καυσίμων

Η απαγόρευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένεται να προκαλέσει περαιτέρω ελλείψεις προσφοράς καυσίμων στην παγκόσμια αγορά που θα μπορούσε να αυξήσει τις τιμές ξανά.

Η Ευρώπη θα αναγκαστεί να αναζητήσει νέες πηγές τροφοδοσίας καυσίμων επηρεάζοντας την ισορροπία προσφοράς στην παγκόσμια αγορά, καθώς συμφωνημένες παραδόσεις καυσίμων προς Ασία και Αφρική θα αναγκαστούν να αλλάξουν κατεύθυνση προς την Ευρώπη, μεγαλώνοντας την αβεβαιότητα και τιμές στην αγορά.

Στην ουσία, η Ευρώπη θα διεκδικεί τις παγκόσμιες προμήθειες καυσίμων που είναι ήδη σε έλλειψη από κοινού με αγοραστές στην Ασία, στη Λατινική Αμερική, Αφρική και την Ανατολική Ακτή των ΗΠΑ, αλλά με πλεονέκτημα έναντι τους λόγω της οικονομικής της ευχέρειας και άνεσης.

Η Ευρώπη έχει την οικονομική ευχέρεια να πληρώσει το υψηλό κόστος που θα ζητήσουν οι παραγωγοί, σε αντίθεση με τις φτωχότερες χώρες που θα δυσκολευτούν να αγοράσουν τις αναγκαίες ποσότητες για τις οικονομίες τους, προκαλώντας επιπλέον πληθωρισμό και κοινωνική αναστάτωση.

Οι μητροπόλεις της Ανατολικής Ακτής των ΗΠΑ όπως η Νέα Υόρκη, Φιλαδέλφεια, Βοστώνη και άλλες, είναι σε ανταγωνισμό με τη βορειοδυτική Ευρώπη για τη διεκδίκηση φορτίων με προμήθειες καυσίμων από τη Μέση Ανατολή, καθώς τα αποθέματα ντίζελ είναι πολύ κάτω από τα τυπικά επίπεδα του φθινοπώρου και στις ΗΠΑ, γεγονός που κίνησε ανοδικά τις τιμές του καυσίμου το 2022 κατά 58% στο λιμάνι της Νέας Υόρκης.

Ποιοι είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι από τα εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο;

Μεγάλοι κερδισμένοι από αυτή την εξέλιξη θα είναι οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες του Περσικού Κόλπου, όπως η Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κουβέιτ, που σκοπεύουν να αυξήσουν την παραγωγή καυσίμων και να πολλαπλασιάσουν τις εξαγωγές σε ντίζελ και κηροζίνη προς την Ευρώπη το 2023, συνεισφέροντας στην αναπλήρωση των ροών από τη Ρωσία.

Οι παραγωγοί πετρελαίου της Μέσης Ανατολής είχαν προνοήσει να δαπανήσουν δεκάδες δισ. δολάρια για την αναβάθμιση και κατασκευή νέων διυλιστηρίων τα τελευταία χρόνια, σε αντίθεση με την Ευρώπη και ΗΠΑ που άλλαξαν την ενεργειακή τους πολιτική προς πιο «πράσινες» μορφές ενέργειας, αναγκάζοντας πολλά διυλιστήρια σε οριστικό κλείσιμο ή περιορισμό της παραγωγής.

Επιπλέον, μεγάλοι κερδισμένοι είναι και η Ινδία, η Κίνα, και η Τουρκία, καθώς τα διυλιστήρια τους έχουνε την ευχέρεια να αγοράζουν το πάμφθηνο ρωσικό πετρέλαιο (μέχρι και $30 έκπτωση) χωρίς τον φόβο των δυτικών κυρώσεων, και μετέπειτα να μεταπωλούν ακριβά τα διυλισμένα πετρελαιοειδή σαν δικά τους στις Ευρωπαϊκές και Ασιατικές χώρες με μεγάλα περιθώρια κέρδους.

Διαβάστε επίσης: Κωνσταντίνος Γιωρκάτζης: Χρειάζεται να δώσουμε χρόνο στη Μακαρίου

*Υπεύθυνου Επενδυτικής Έρευνας στην Exclusive Capital

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ