Του Κυριάκου Ε. Γεωργίου*
Έχουν περάσει δέκα χρόνια από τον μοιραίο Μάρτιο του 2013 και την καταστροφή η οποία ακολούθησε., όμως οι συνέπειές της συνεχίζουν να μας ταλαιπωρούν. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς με εαυτούς και αλλήλους.
Η διεθνής συγκυρία και η χρηματοπιστωτική κρίση συνέτεινε στην επίσπευση της καταστροφής που ήταν ορατή, όμως η ευθύνη γι’ αυτήν μας ανήκει ατομικά και συλλογικά. Ευθυνόμαστε γιατί φανήκαμε άπληστοι, καλομάθαμε στο εύκολο κέρδος και γιατί ανεχόμαστε ανίκανους και διεφθαρμένους ηγέτες.
Το Μνημόνιο Συναντίληψης που υπογράψαμε με τους διεθνείς δανειστές, έμπορους των εθνών και εταίρους μας ήταν/είναι εγκληματικά καταστροφικό και περιλάβανε τιμωρητικά μέτρα (punitive measures τα αποκαλούν οι οικονομολόγοι).
Το «Κυπριακό Πείραμα»
Η αρνητική εξέλιξη του «Κυπριακού Πειράματος» όπως έχει ονομασθεί ίσως να έσωσε άλλες χώρες μέλη της Ε.Ε. από παρόμοια τύχη. Ευτυχώς, είμαστε πεισματάρηδες, εργατικοί και νοικοκύρηδες και έτσι γλυτώσαμε από τα χειρότερα και την αλληλεγγύη των εταίρων μας. Η συμφωνία με τους εταίρους περιλάβανε:
(α) Αύξηση των δανειακών αναγκών, των οποίων οι ίδιοι είχαν καθορίσει το ύψος εξ αρχής και πριν την αξιολόγηση της PIMCO, από €17 δις σε €23 δις μέσα στο μεσοδιάστημα μεταξύ της 1ης και της 2ης συνάντησης του Eurogroup.
(β) Το ποσό που θα μπορούσε να απορροφήσει η Κύπρος στα €10 δις. Τελικά απορρόφησε ένα ποσό της τάξης των €7 δις. Ως αποτέλεσμα η Κύπρος κλήθηκε να συνεισφέρει €13 δις για τη διάσωσή της.
(γ) Την απομείωση / «κλοπή» ανεξασφάλιστων καταθέσεων της τάξης των €4,25 δις από τη Λαϊκή Τράπεζα και €3,806 δις από την Τράπεζα Κύπρου και την απομείωση αξιογράφων ύψους €1,4 δις των δύο τραπεζών.
(δ) Την εκκαθάριση της Λαϊκής Τράπεζας της οποίας η τελική εκκαθάριση ακόμη εκκρεμεί.
(ε) Την προβληματική αναδιάρθρωση της Τράπεζας Κύπρου.
(δ) Την απερίσκεπτη διάθεση εθνικού πλούτου με την πώληση των εργασιών των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα, η αξία των οποίων εκτιμήθηκε από την ΕΚΤ στα €8,5 δις. Μετά την τελική εκκαθάριση η Τράπεζα Κύπρου εισέπραξε ένα ποσό της τάξης των €500 εκατ..
(ε) Τη ριζική και αμφιλεγόμενη αναδόμηση του τραπεζικού συστήματος, με πολλαπλάσια κεφάλαια από το δυσμενέστερο σενάριο της PIMCO, η οποία εξακολουθεί να κρατά τις τράπεζες και την οικονομία σε ομηρία. Στο μεταξύ η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα μέσα από σκάνδαλα και κακοδιαχείριση έχει εκκαθαρίσει, με το υγιές μέρος των εργασιών να καταλήγει στην Ελληνική Τράπεζα και το υπόλοιπο να καταλήγει σε εταιρεία αναδιάρθρωσης δανείων έναντι πινακίου φακής.
Την εφαρμογή του μνημονίου ακολούθησε πρωτόγνωρη φτώχεια και εξαθλίωση, κοινοτικά συσσίτια και παντοπωλεία, εξασθένηση της μεσαίας αστικής τάξης και μετάπτωση μέρους της στη φτώχεια και στην ανέχεια. Το κράτος αδυνατούσε να καλύψει βασικές ανάγκες μεγάλου μέρους του πληθυσμού που βρέθηκε στη δίνη της καταστροφής. Το κενό κάλυψαν η Εκκλησία, οι μη κυβερνητικές φιλανθρωπικές Οργανώσεις και οι Κύπριοι πολίτες.
Η κρίση εμπιστοσύνης και οι βεβιασμένες συγχωνεύσεις
Η τραπεζική στηρίζεται πάνω σε κάποια βασικά αξιώματα όπως (α) εμπιστοσύνη μεταξύ τράπεζας και καταθετών και (β) εμπιστοσύνη μεταξύ τράπεζας και δανειοληπτών. Όταν η εμπιστοσύνη χαθεί η τράπεζα ή το τραπεζικό σύστημα χάνεται. Αυτό συνέβη στην Κύπρο την περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης με αποκορύφωμα την υπογραφή του εγκληματικά καταστροφικού Μνημονίου Συναντίληψης με τους Διεθνείς Εμπόρους των Εθνών τον Μάρτιο 2013 .
Ο πρώτιστος ρόλος της τράπεζας είναι να προστατεύσει τα χρήματα των καταθετών και με τη σώφρονα παραχώρηση δανείων να δημιουργήσει πρόσθετη αξία για την ίδια την τράπεζα και την οικονομία και πλούτο για τους μετόχους. Η εμπορική τραπεζική πρέπει να είναι ανιαρή (banking is boring) σταθερή και προβλέψιμη. Η επενδυτική τραπεζική είναι «sexy» υπόσχεται υψηλά κέρδη για αυτούς που είναι έτοιμοι να αποδεχτούν υψηλούς κινδύνους. Οι δύο δεν πρέπει να συνυπάρχουν κάτω από την ίδια στέγη σε καμιά περίπτωση. Κάτι τέτοιο είναι συνταγή για καταστροφή και συνήθως απαγορεύεται διά ροπάλου .
Με τη διπλή αναδιάταξη του τραπεζικού συστήματος η Τράπεζα Κύπρου απορρόφησε τη Λαϊκή Τράπεζα και σε κατοπινό στάδιο η Ελληνική Τράπεζα τον Συνεργατισμό. Και οι δύο συγχωνεύσεις δεν έγιναν με τους καλύτερους δυνατούς όρους και προϋποθέσεις. Έγιναν υπό το καθεστώς βεβιασμένης και υποχρεωτικής συγχώνευσης / εξαγοράς. Σε καμιά περίπτωση δεν υπήρχε επαρκής χρόνος για την επιβεβλημένη διαδικασία δέουσας επιμέλειας (due dilligence). Εν μια νυχτί οι δύο τράπεζες φορτώθηκαν τις καταθέσεις, δάνεια, προσωπικό και δίχτυο καταστημάτων των δύο υπό εξαγορά τραπεζών.
Στις καλύτερες των περιπτώσεων αυτές οι εξαγορές / συγχωνεύσεις εμπεριέχουν μεγάλο κίνδυνο αποτυχίας, ο οποίος μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα της νέας τράπεζας. Τα προβλήματα είναι πολλά από τη διαφορετική κουλτούρα, τα διαφορετικά συστήματα και διαδικασίες, στη σύγκρουση σε προσωπικό επίπεδο μεταξύ στελεχών.
Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχουν ακόμη τρία σοβαρά προβλήματα (α) κακό δανειακό χαρτοφυλάκιο ( που οδήγησε στην καταστροφή). (β) υπεράριθμο προσωπικό και (γ) υπερβολικός αριθμός καταστημάτων εξυπηρέτησης τα οποία οι τράπεζες θα πρέπει να διαχειριστούν με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο. Οι λύσεις είναι εύκολες και γνωστές αλλά δύσκολο να επιβληθούν. Η πώληση δανείων καθαρίζει τον ισολογισμό αλλά μειώνει και την αξία του κεφαλαίου των επενδυτών. Το υπεράριθμο προσωπικό και δίχτυο καταστημάτων μειώνει την κερδοφορία.
Η βέλτιστη λύση θα ήταν το κράτος να δημιουργήσει και να λειτουργήσει την «Κακή Τράπεζα» η οποία θα απορροφούσε τις ΜΕΧ (Μη Εξυπηρετούμενες Χορηγήσεις). Δυστυχώς δεν προκρίθηκε αυτή η λύση την οποία επέλεξε η Ιρλανδία και έτσι δημιουργήθηκαν οι εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων (ΕΕΠ) με ξένους μετόχους και κανένα ενδιαφέρον για την τοπική κοινωνία και οικονομία. Αργότερα με την απορρόφηση του υγιούς μέρους του Συνεργατισμού δημιουργήθηκε η Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (ΚΕΔΙΠΕΣ) ιδιωτική Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης, 100% θυγατρική της Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (ΣΕΔΙΠΕΣ).
Τα δεδομένα του σήμερα
Δυστυχώς δεν υπάρχουν άλλες επιλογές σε μια περίοδο δύσκολης οικονομικής συγκυρίας. Η δραματική αύξηση του πληθωρισμού αναγκάζει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να μειώσει την ανάπτυξη με τη στοχευμένη αύξηση του βασικού της επιτοκίου και τη μείωση της ρευστότητας μέσω της πώλησης ομολόγων. Η αύξηση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ έχει οδηγήσει στην αύξηση του κόστους δανεισμού, των κερδών των τραπεζών και των ΜΕΧ.
Η δανειοδότηση στηρίζεται σε δύο άξονες: (α) πηγή αποπληρωμής και (β) εξασφάλιση. Εκ των πραγμάτων φαίνεται ότι στα προηγούμενα έτη αυτές οι δύο παράμετροι δεν είχαν εκτιμηθεί σωστά στην πλειονότητα των δανείων. Η υπερβολική ρευστότητα οδηγεί τις τράπεζες σε παράτολμο δανεισμό και αυτό συνέβη στα έτη πριν από την καταστροφή του 2013. Η καταστροφή του 2013 αποστέρησε πόρους από την οικονομία οι οποίοι θα μπορούσαν να διοχετευθούν στην προσπάθεια αποπληρωμής δανειακών υποχρεώσεων.
Η απομείωση καταθέσεων το 2013 πέραν από την καταστροφή στην οικονομία έφερε και μια πιο μακροχρόνια επίπτωση. Χάθηκε η εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα. Η δραματική αύξηση στις μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις οφείλεται σε δύο παράγοντες: (α) την απώλεια της εμπιστοσύνης (β) τη μείωση των διαθέσιμων πόρων για αποπληρωμή λόγω της απομείωσης και της δραματικής μείωσης των εισοδημάτων. Εκεί όπου δεν υπάρχει πηγή αποπληρωμής η τράπεζα θα πρέπει να προχωρήσει με εκποίηση της υποθήκης και έτσι ενός κακού μύρια έπονται.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΚΤΚ, οι συνολικές χορηγήσεις στις 31/12/2022 ανέρχονταν σε €24.361 εκ., από €26.973 εκ. το τέλος του 2021. Από αυτές, €2.307 εκ. ήταν μη εξυπηρετούμενες, παρουσιάζοντας μείωση από τα €2.963 εκ. που εκκρεμούσαν ως ΜΕΧ στο τέλος του 2021. Επιπλέον, αναδιαρθρώθηκαν δάνεια ύψους €2.733 εκ., που αποτελούν το 11,2% των συνολικών χορηγήσεων, από τα οποία €1.018 εκ. παραμένουν μη εξυπηρετούμενα.
Οι συνολικές συσσωρευμένες προβλέψεις για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα ανέρχονται σε €1.206 εκ., με τα €1.096 εκ. να αφορούν ΜΕΧ. Οι συνολικές σωρευμένες προβλέψεις για ΜΕΧ σε σχέση με τις συνολικές μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις βρίσκονταν στις 31/12/2022 στο 47,5%, από 42,7% που βρίσκονταν στο τέλος του 2021. Από τις συνολικές χορηγήσεις €24.361 εκ., τα €10.594 εκ. αφορούν χορηγήσεις νοικοκυριών και τα €12.050 εκ. χορηγήσεις μη χρηματοδοτικών εταιρειών, από τις οποίες τα €8.565 εκ. αφορούν μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Το ποσοστό ΜΕΧ στα νοικοκυριά κυμαίνεται στο 12,1% και στις μη χρηματοδοτικές εταιρείες στο 8%, ενώ για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις κυμαίνεται στο 9,7%. Δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες ως προς τις ΜΕΧ που έχουν πωληθεί σε εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων (ΕΕΠ) αλλά σύμφωνα με στοιχεία της ΚΤΚ για το 2022 αυτές ανέρχονται σε €19,2 δις.
Επίσης ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος, σε συνέντευξή του τον Μάρτιο του 2023 εκτίμησε ότι τα δάνεια που βρίσκονται τώρα στις τράπεζες δεν υπερβαίνουν το 10% των ΜΕΔ, ενώ το 90% είναι στις ΕΕΠ. Συνολικά η εκτίμηση είναι ότι τα ΜΕΧ που έχουν πωληθεί σε ΕΕΠ είναι της τάξης των € 20 δις και € 2,3 δις αυτές που παραμένουν στο τραπεζικό σύστημα για ένα σύνολο € 22,3 δις ένα εξαιρετικά μεγάλο ποσό ως αριθμός και ως ποσοστό για το μέγεθος τους τραπεζικού συστήματος.
Οι άτσαλοι πολιτικοί χειρισμοί
Η φαρσοκωμωδία στη Βουλή των Αντιπροσώπων στα μέσα Ιουλίου σχετίζεται ακριβώς με αυτά τα νούμερα. Αφορά βεβαίως και το επίπεδο της ηγεσίας και τα παίγνια στα οποία αρέσκεται, την αδράνεια της κυβέρνησης και την υπερβολική καθυστέρηση ανταπόκρισης του διευθυντηρίου των Βρυξελλών. Για ακόμη μια φορά χρειάστηκε οι νούσιμοι να αφήσουν στην άκρη τις πολιτικές διαφορές τους και να συνεργαστούν για το καλό της χώρας.
Σε περίπτωση μαζικών αναστολών εκποιήσεων το ρυθμιστικό περιβάλλον θα υποχρέωνε τις τράπεζες να λάβουν προβλέψεις ίσες με το 100% των ΜΕΔ, δηλαδή €1,1 δισ. όταν τα κεφάλαιά τους είναι €3,2 δισ. Ανάλογα θα έπρεπε να κινηθούν και οι ΕΕΠ. Με τέτοια κίνηση θα επέβαλε τη μείωση του αξιόχρεου της Κυπριακής Δημοκρατίας και των κυπριακών τραπεζών από τους διεθνείς Οργανισμούς αξιολόγησης και κατ΄ επέκταση του κόστους δανεισμού τους.
Η πρόταση νόμου των 33 βουλευτών και κομμάτων προέβλεπε το δικαίωμα των δανειοληπτών να προσφεύγουν στο Δικαστήριο για ενυπόθηκα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, για τα οποία θεωρούν ότι υπάρχουν υπερχρεώσεις και καταχρηστικές ρήτρες από τις τράπεζες ώστε να υπάρχει πρώτα απόφαση από το Δικαστήριο και μετά εκποίηση. Aκόμη και η συζήτηση για τη δυνατότητα των πολιτών να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη όταν νιώθουν ότι αδικούνται δεν θα έπρεπε να γίνεται πόσο δε μάλλον να αποστερείται μέσω νομοθεσίας. Δυστυχώς, όμως, επιβάλλεται εκ των πραγμάτων. Το δικαστικό σύστημα δεν θα μπορούσε να αντέξει το βάρος μεγάλου αριθμού προσφυγών.
Η μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης είναι αδήριτη ανάγκη
Σχολιάζει ο φίλτατος Μάριος Κληρίδης ικανός τραπεζίτης και οικονομολόγος, «Αν η πολιτεία μπορούσε να διορθώσει τα προβλήματα της δικαιοσύνης δεν θα υπήρχε πρόβλημα στους δανειολήπτες, στην περίπτωση που αισθάνονταν αδικημένοι από την τράπεζα τους, να πάνε στο δικαστήριο και σε δύο μήνες να έχουν τη δικαστική απόφαση. Υπάρχει η πιθανότητα κατάχρησης των δικαιωμάτων των δανειοληπτών», όταν για παράδειγμα αναμένεις 10 χρόνια για μια δικαστική απόφαση». Αυτή η καθυστέρηση αγγίζει τα όρια της αρνησιδικίας, Justice delayed is justice denied. Επίσης, πρότεινε την ανάγκη ύπαρξης μηχανισμών επιδιαιτησίας για εξωδικαστικές αποφάσεις «ως ενός τρόπου πιο γρήγορης απονομής δικαιοσύνης και πολλές φορές με πολύ πιο χαμηλό κόστος». Αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει στα πρότυπα των δικαστηρίων επίλυσης μικροδιαφορών ( Small Claims Courts) τα οποία λειτουργούν σε προηγμένες κοινωνίες.
H μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης αφορά θέμα το οποίο εκκρεμεί από το Μνημόνιο Συναντίληψης και παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειες του Ανωτάτου Δικαστηρίου και των υπουργών Δικαιοσύνης Ιωνά Νικολάου και Άννας Κουκκίδου-Προκοπίου, εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξέλιξη. Η Κύπρος βρίσκεται πολύ χαμηλά στο θέμα της ταχύτητας απονομής δικαιοσύνης και αυτό ταλαιπωρεί όλους τους εμπλεκόμενους ακόμη και εταιρείες που δεν μπορούν έγκαιρα να τακτοποιήσουν τις διαφορές τους. Εξυπηρετεί βεβαίως αυτούς που παρανομούν και τους δικηγόρους που χρεώνουν τους πελάτες τους για τις εμφανίσεις ενώπιον των δικαστηρίων. Η καθυστέρηση στην απονομή Δικαιοσύνης, η αναποτελεσματική δημόσια υπηρεσία, η διαπλοκή και διαφθορά αποτελούν θεσμικές αδυναμίες, ταλανίζουν την κυπριακή οικονομία και αποστερούν απαραίτητες ξένες επενδύσεις.
Οι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας δικαιούνται και αξίζουν μιας καλύτερης, έντιμης και ικανής ηγεσίας η οποία θα εγκύψει στα προβλήματα που ταλανίζουν τη χώρα και θα δώσει λύσεις για να βελτιωθεί η ευημερία και η αίσθηση ισονομίας και ασφάλειας των πολιτών.
Y.Γ. Για σκοπούς διαφάνειας και πλήρους πληροφόρησης θα πρέπει να επαναλάβω ότι υπηρέτησα για 14 χρόνια στα διοικητικά συμβούλια δύο κυπριακών τραπεζών.
*Εργάτη Γνώσης
Διαβάστε επίσης: Haaretz: Κύπρος «το δεύτερο Ισραήλ» - Οι Ισραηλινοί «αγοράζουν τα πάντα»