του Φοίβου Στασόπουλου *
To 2021 η κυπριακή οικονοµία κατάφερε να ανακάµψει µε σταθερούς ρυθµούς, παρ’ όλη την αβεβαιότητα λόγω της πανδηµίας του COVID-19. Η ανάκαµψη αναµένεται ότι θα συνεχιστεί µε σχετικά υψηλούς ρυθµούς, µε τους περισσότερους κλάδους της οικονοµίας να έχουν επιστρέψει σε κανονικούς ρυθµούς, µε εξαίρεση τον τοµέα του τουρισµού και τους συναφείς τοµείς, οι οποίοι αναµένεται να ανακάµψουν πλήρως το 2023. Στον µεσοπρόθεσµο ορίζοντα η ανάκαµψη θα υποστηριχθεί κυρίως από την εγχώρια αγορά και ειδικότερα από την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Την ίδια στιγµή, θετικά στην ανάπτυξη θα συνεισφέρει και το Σχέδιο Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας, µε σηµαντικές κεφαλαιουχικές επενδύσεις µέχρι και το 2026.
Οι κίνδυνοι για την ανάκαµψη φαίνονται πιο ισορροπηµένοι από πριν, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν. Οι προοπτικές για το 2022 θα καθοριστούν σε µεγάλο βαθµό από την εξέλιξη του ιού. Σε περίπτωση που αρχίσουν να αυξάνονται ή να εντείνονται νέες µολύνσεις, ενδέχεται να χρειαστούν µεγαλύτερης διάρκειας περιορισµοί, µε δυσµενείς οικονοµικές συνέπειες.
Όσον αφορά τον τοµέα των ακινήτων, είναι γεγονός ότι ο δείκτης τιµών κατοικιών έχει επιδείξει ανθεκτικότητα από την έναρξη της πανδηµίας, κυρίως χάρη στη ζήτηση από Κύπριους αγοραστές. Με τη σειρά της, η ζήτηση ακινήτων επηρεάζεται από τα χαµηλά επιτόκια που επικρατούν, τόσο σε εναλλακτικές επενδύσεις όσο και στο κόστος δανεισµού, στοιχεία τα οποία την τροφοδοτούν.
ΑΝΑΚΑΜΨΗ ΜΕ ΤΗ ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ
O εγχώριος τραπεζικός τοµέας εισήλθε στην κρίση µε άνετα αποθέµατα κεφαλαίου και ρευστότητας, γεγονός που διευκόλυνε την παροχή πιστώσεων στην οικονοµία. Παρά τις προκλήσεις που αντιµετωπίζει ο τοµέας, αναµένουµε ότι η παροχή στήριξης προς την πραγµατική οικονοµία θα συνεχιστεί δυναµικά, τόσο το 2022 όσο και στον µεσοπρόθεσµο ορίζοντα. Η θέση ρευστότητας των τραπεζών αναµένεται να παραµείνει ισχυρή και η κεφαλαιακή τους επάρκεια να συνεχίσει να βρίσκεται σε ικανοποιητικά επίπεδα, παρά τις απαιτούµενες προβλέψεις στα δανειακά χαρτοφυλάκια από τις αναµενόµενες επιπτώσεις της πανδηµίας.
ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Στις κυριότερες προκλήσεις του τραπεζικού τοµέα παραµένει η πίεση στην κερδοφορία, η οποία οφείλεται κυρίως σε διαρθρωτικούς παράγοντες, όπως για παράδειγµα τα παρατεταµένα αρνητικά επιτόκια από την ΕΚΤ, το ανελαστικό και συνεχώς αυξανόµενο κόστος προσωπικού και φυσικά ο ανταγωνισµός, ο οποίος πλέον είναι παγκόσµιος, από τραπεζικά ιδρύµατα και µη (π.χ. εταιρείες fintech).
Η απάντηση σε αυτές τις προκλήσεις είναι η βελτίωση της εµπειρίας των πελατών µας µέσα από την ψηφιοποίηση, την αναβάθµιση των εναλλακτικών καναλιών εξυπηρέτησης και τη διεύρυνση της γκάµας των προϊόντων και υπηρεσιών που προσφέρουµε. Παράλληλα, στόχο αποτελεί και η διαχείριση του υψηλού κόστους, µέσα από την απλοποίηση των διαδικασιών και την ουσιαστική µείωση του κόστους σε όλους τους τοµείς. Ακόµα µια πρόκληση που παραµένει είναι οι µη εξυπηρετούµενες χορηγήσεις. Παρά το γεγονός ότι έχουν µειωθεί σηµαντικά και πλέον αποτελούν περίπου το 15% των συνολικών δανείων του τραπεζικού τοµέα, η υποχώρησή τους πρέπει να συνεχιστεί. Ο τραπεζικός τοµέας αναµένεται και κατά τη διάρκεια του 2022 να συνεχίσει τις προσπάθειες αποµόχλευσης των µη εξυπηρετούµενων δανείων, για περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας των δανειακών χαρτοφυλακίων.
Στην Ελληνική Τράπεζα δουλεύουµε εντατικά, µε γνώµονα όχι µόνο τα αποτελέσµατα του 2022, αλλά και τη διασφάλιση µιας βιώσιµης κερδοφορίας για την Τράπεζα. Η επιτάχυνση του µετασχηµατισµού µας είναι ζωτικής σηµασίας, ξεκλειδώνοντας τις δυνατότητές µας και επιτυγχάνοντας την επίτευξη βιώσιµης κερδοφορίας.
Στόχος µας είναι η µετεξέλιξη της Ελληνικής Τράπεζας σε έναν πελατοκεντρικό οργανισµό, βελτιώνοντας την εµπειρία των πελατών µας µέσα από την ψηφιοποίηση των υπηρεσιών, την απλοποίηση των διαδικασιών και την ενίσχυση των προϊόντων και υπηρεσιών που προσφέρουµε. Θέλουµε να ενισχύσουµε το προφίλ του δανειακού µας χαρτοφυλακίου µε υγιή επέκταση, δίνοντας έµφαση στο τρίπτυχο ESG (Περιβάλλον, Κοινωνία, ∆ιακυβέρνηση), ενώ άλλες βασικές µας προτεραιότητες περιλαµβάνουν τη διαχείριση του υψηλού δείκτη εξόδων και της πλεονάζουσας ρευστότητάς µας, καθώς και την εφαρµογή µιας αξιοκρατικής πολιτικής για το προσωπικό µας.
*Ανώτερου Διευθυντή Τραπεζικής, Ελληνικής Τράπεζας