Του Δρ. Μάριου Κληρίδη*
Τον τελευταίο καιρό βλέπουμε διάφορα δημοσιεύματα που αναφέρονται στις σκέψεις που υπάρχουν σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής «κακής τράπεζας». Αυτοί οι προβληματισμοί/σκέψεις έχουν ως έναυσμα την αντιμετώπιση των προβληματικών δανείων που αναμένεται να δημιουργήσει η κρίση του κορωνοϊού και τα οποία μπορούν να μεταλλάξουν την πανδημία, από επιδημιολογική κρίση με οικονομικό αντίκτυπο στα δημόσια οικονομικά, σε τραπεζική κρίση.
Το θέμα «κακή τράπεζα» πρωτοεμφανίστηκε στην Κύπρο το 2012-2013, στην αρχή της κρίσης, ως μια πιθανή επιλογή για τη διαχείριση της τραπεζικής κρίσης και των προβληματικών δανείων των τραπεζών.
Η δημιουργία «κακής τράπεζας» είναι μια από τις επιλογές που έχει η πολιτεία για διαχείριση προβληματικών δανείων ή/και προστασία των καταθετών σε μία ή περισσότερες τράπεζες σε μια τραπεζική κρίση. Οι επιλογές αρχίζουν από την κρατική στήριξη/κρατικοποίηση (bail-out), τη δημιουργία «κακής τράπεζας», το «κούρεμα» (bail-in), και φτάνουν ακόμη και στο κλείσιμο της προβληματικής τράπεζας.
Στην περίπτωση της κρατικής στήριξης/κρατικοποίησης, η πολιτεία «επενδύει» σε μια προβληματική τράπεζα για να αποτρέψει την κατάρρευσή της (όπως π.χ. έγινε στην Κύπρο με τον Συνεργατισμό το 2013/2014). Η επιλογή αυτή μπορεί να είναι για μικρό ποσοστό στο κεφάλαιο της τράπεζας ή για ολική κρατικοποίηση. Στην περίπτωση του κουρέματος, οι καταθέτες της τράπεζας γίνονται (καταναγκαστικά) μέτοχοι στην προβληματική τράπεζα, η οποία συνεχίζει τη λειτουργία της (όπως έγινε με την Τράπεζα Κύπρου το 2013).
Μεταξύ των δύο αυτών επιλογών είναι και η επιλογή της δημιουργίας «κακής τράπεζας», όπου η πολιτεία αγοράζει τα προβληματικά δάνεια μίας ή περισσοτέρων τραπεζών στην «καθαρή εισπρακτέα» αξία των δανείων, δηλαδή σε πιο χαμηλή τιμή από την ονομαστική τιμή των δανείων αυτών, και αναλαμβάνει η ίδια την είσπραξή τους. Η Κύπρος βρέθηκε, με έμμεσο τρόπο, να έχει μια κακή τράπεζα το 2018, όταν τα καλά δάνεια του Συνεργατισμού μεταφέρθηκαν στην Ελληνική Τράπεζα και τα κακά/προβληματικά δάνεια έμειναν στην ΚΕΔΙΠΕΣ (και έμμεσα στο κράτος).
Η πώληση προβληματικών δανείων στο κράτος, όμως, δεν είναι και πανάκεια. Από τη μια, οι τράπεζες «πληρώνουν» το κόστος των κακών δανείων, αφού η πώληση γίνεται σε πιο χαμηλή τιμή από την ονομαστική τιμή των δανείων αυτών, αλλά κερδίζουν με το να διώχνουν από τους ισολογισμούς τους τα προβληματικά αυτά δάνεια, επιστρέφοντας στον πραγματικό τους ρόλο, που είναι η χρηματοδότηση της οικονομίας. Το κράτος, από την άλλη, μπορεί να πάρει μια πιο μακροχρόνια θέση για το πότε και πώς θα εισπράξει αυτά τα δάνεια (π.χ. να περιμένει για ανάκαμψη της οικονομίας, καλύτερες συνθήκες στην αγορά ακινήτων, πιο αργές εκποιήσεις υποθηκών κλπ.), κάτι που οι τράπεζες, με το ρυθμιστικό πλαίσιο που τις διέπει, δεν μπορούν να πράξουν. Έμμεσα, όμως, ο φορολογούμενος πολίτης στο τέλος επωμίζεται το «κόστος και ρίσκο» αυτής της στήριξης. Επίσης, πρέπει να λεχθεί ότι η κατάσταση των δημοσίων οικονομικών, σε σχέση και με το μέγεθος του προβλήματος, περιορίζει τη δυνατότητα χρήσης του μέτρου αυτού, όπως έγινε π.χ. το 2013, όταν, λόγω της δημοσιονομικής κρίσης που περνούσε η Κύπρος, η χρήση της λύσης αυτής ήταν απαγορευτική.
Σημαντική για την ύπαρξη ή μη κόστους στον πολίτη, εκτός από την τιμή στην οποία το κράτος κάνει την εξαγορά (όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, τιμή πιο χαμηλή από την ονομαστική αξία), είναι και η διαχείριση της «κακής τράπεζας» από το κράτος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς μελέτες για το πώς πρέπει να γίνεται καλή διαχείριση μιας «κακής τράπεζας». Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην προσέλκυση ξένων τεχνοκρατών ή/και επενδυτών, ώστε η διαχείριση της κακής τράπεζας να γίνεται μακριά από πολιτικές παρεμβάσεις που ενέχουν την πιθανότητα διασπάθισης δημοσίου χρήματος, κάτι σημαντικό για τη χώρα μας, όπου η κομματοκρατία ζει και βασιλεύει.
Τέλος, σε σύγκριση με τις πωλήσεις προβληματικών δανείων σε ιδιωτικά κεφάλαια (hedge funds), η πώληση στο κράτος είναι πιο επωφελής για τις τράπεζες, καθότι αυτά τα επενδυτικά ταμεία προσπαθούν πολλές φορές να εκμεταλλευτούν την ανάγκη των τραπεζών να ξεφορτωθούν τα προβληματικά τους δάνεια, προσφέροντας πολύ χαμηλές τιμές, ώστε να πετύχουν πολύ υψηλές αποδόσεις για τους επενδυτές τους, δημιουργώντας δυσανάλογα υψηλές ζημιές στις τράπεζες.
Δημιουργία ευρωπαϊκής «κακής τράπεζας» – Τα υπέρ και τα κατά για την Κύπρο
Η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής «κακής τράπεζας» για διαχείριση των προβληματικών δανείων που έχουν δημιουργηθεί λόγω των επιπτώσεων από την πανδημία του κορωνοϊού (κλείσιμο αεροδρομίων και καταστημάτων, ανεργία κλπ.) έχει, τουλάχιστον δυνητικά, κάποια οφέλη για την Κύπρο και τη δυνατότητα του τραπεζικού της συστήματος να απορροφήσει ένα νέο κύμα προβληματικών δανείων. Τα υπέρ και τα κατά της όποιας λύσης θα εξαρτηθούν από τις λεπτομέρειες της ρύθμισης που θα γίνει, αλλά μπορούμε να συζητήσουμε για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Κύπρου που καθορίζουν τα προβλήματα και τα οφέλη από μια τέτοια διευθέτηση.
Ένας σημαντικός παράγοντας για τα οφέλη ή μη της «κακής τράπεζας» για την Κύπρο είναι ότι τέτοια δάνεια θα μπορούν να πωληθούν στην όποια ευρωπαϊκή «κακή τράπεζα» χωρίς να υπάρχει ο περιορισμός των δημοσιονομικών του κράτους, που τώρα, όπως και στο παρελθόν, κάνουν την επιλογή της «κακής τράπεζας» μη βιώσιμη λόγω των άσχημων δημοσιονομικών δεδομένων. Ακόμη όμως και αυτή η επιλογή δεν είναι κατ’ ανάγκη η λύση όλων των προβλημάτων μας και ο από μηχανής θεός στο πρόβλημα των ΜΕΧ από τον κορωνοϊό.
Ως γνωστόν, η Κύπρος έχει ένα πολύ υψηλό ποσοστό προβληματικών δανείων (ΜΕΧ) – 28% του συνόλου των δανείων του τραπεζικού συστήματος στο τέλος του 2019. Και αυτό χωρίς να επιμετρούνται τα δάνεια που έμειναν στην ΚΕΔΙΠΕΣ ή που πουλήθηκαν σε επενδυτικά ταμεία. Αυτά τα δάνεια φυσικά δεν θα μπορούν να πουληθούν στην όποια ευρωπαϊκή «κακή τράπεζα», αφού δεν προήλθαν από την κρίση του κορωνοϊού αλλά προϋπήρχαν. Μόνη πιθανή εξαίρεση/γκρίζα ζώνη θα είναι δάνεια τα όποια έτυχαν αναδιάρθρωσης και ήταν σε κατάσταση όπου αναμενόταν να περάσει η χρονική περίοδος του ενός χρόνου που οι οφειλέτες θα εκπλήρωναν τις νέες τους υποχρεώσεις, προτού επαναταξινομηθούν ως εξυπηρετούμενα. Άρα, το πρόβλημα που επέφερε ο κορωνοϊός στο τραπεζικό σύστημα –πάγωμα της αγοράς ακινήτων για εκποιήσεις, πιο επιφυλακτικοί ξένοι αγοραστές προβληματικών δανείων– παραμένει και μαζί του γίνεται δυσκολότερη και η διαχείριση των δανείων αυτών.
Η κρίση του κορωνοϊού, όμως, πιθανότατα να έσπρωξε αρκετές επιχειρήσεις/άτομα που λειτουργούσαν οριακά πριν από την κρίση, σε αδυναμία να εξυπηρετήσουν τον δανεισμό τους, καθότι η Κύπρος χαρακτηρίζεται από «υπερδανεισμό», τόσο στις επιχειρήσεις της όσο και στα νοικοκυριά της. Αν κρίνει κανείς από τις αιτήσεις για αναστολή δόσεων, από τα €23 δισ. εξυπηρετούμενες χορηγήσεις που είχαμε στο τέλος του 2019, ένα σημαντικό ποσοστό €10,3 δισ. χρησιμοποίησαν τη νομοθεσία για αναστολή δόσεων των δανείων τους μέχρι το τέλος του 2020. Αν αυτά τα δάνεια μετουσιωθούν σε πραγματικά προβληματικά δάνεια, τότε θα έχουμε ένα πραγματικό πλήγμα στο τραπεζικό σύστημα και η δημιουργία ευρωπαϊκής «κακής τράπεζας» θα καταστεί πραγματικά ωφέλιμη. Δυστυχώς, όμως, δεν μπορούν να εξαχθούν βέβαια συμπεράσματα από τις αιτήσεις αυτές, καθότι, σε περιόδους κρίσης ή σημαντικής αβεβαιότητας, ο κόσμος και οι επιχειρήσεις προσπαθούν να κρατήσουν μετρητά «για κάθε ενδεχόμενο», και αυτός πιθανόν να ήταν και ο λόγος που αιτήθηκαν αναστολή δόσεων. Από την άλλη, σίγουρα κάποιες επιχειρήσεις και νοικοκυριά έχουν χτυπηθεί από την κρίση, με σημαντική μείωση του κύκλου εργασιών τους, ανεργία κλπ. Η πραγματική εικόνα θα γίνει καλύτερα αντιληπτή προς το τέλος του χρόνου/αρχές του 2021, όταν και θα λήξει η αναστολή δόσεων και θα γνωρίζουμε καλύτερα για την κατάσταση/επανεκκίνηση της οικονομίας ή την επιστροφή της πανδημίας.
Ακόμη όμως και αν γνωρίζουμε το μέγεθος των νέων προβληματικών δανείων που προήλθαν από τις επιπτώσεις του κορωνοϊού στην οικονομία, αυτό δεν συνεπάγεται ότι μια ευρωπαϊκή «κακή τράπεζα» θα είναι η λύση. Προβλήματα μπορεί να παρουσιαστούν σχετικά με το είδος των δανείων που είναι επιλέξιμα για πώληση (π.χ. οι περισσότερες «κακές τράπεζες» στο εξωτερικό αναλαμβάνουν μόνο μεγάλα εταιρικά δάνεια), πράγμα που πιθανόν να κάνει τα περισσότερα δάνεια στους ισολογισμούς των κυπριακών τραπεζών μη επιλέξιμα, καθότι η πλειοψηφία των δανείων στην Κύπρο αφορά μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις ή άτομα/νοικοκυριά. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο το 60% από τα ποσά που αιτήθηκαν και πήραν αναστολή δόσεων προερχόταν από εταιρείες, ενώ το υπόλοιπο 40% από φυσικά πρόσωπα.
Μια ακόμη κυπριακή πραγματικότητα μπορεί πιθανότατα να περιορίσει τα τυχόν οφέλη από τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής «κακής τράπεζας». Τούτο διότι η οποιαδήποτε νομική διαδικασία ανάκτησης θα πρέπει να γίνεται με βάση το κυπριακό δίκαιο και τις κυπριακές νομικές διαδικασίες. Οι διαδικασίες αυτές, ως γνωστόν, χωλαίνουν, παρουσιάζοντας τεράστιες καθυστερήσεις, παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις που δώσαμε από το πρώτο μνημόνιο, το 2013, για αναδιάρθρωση της δικαιοσύνης. Επιπλέον, οι διάφορες αλλαγές που ψηφίστηκαν/ψηφίζονται κατά καιρούς όσον αφορά τις διαδικασίες εκποιήσεων αυξάνουν τη νομική αβεβαιότητα που περιβάλλει το θέμα, αφού τα δικαιώματα των δανειοληπτών και δανειζόντων δεν είναι οριστικά ξεκάθαρα. Έτσι, πιθανότατα η ευρωπαϊκή «κακή τράπεζα» να επιμένει σε μεγάλη έκπτωση από την ονομαστική αξία των δανείων αυτών για να τα αγοράσει, κάνοντάς το «δώρο άδωρο».
Επιπλέον, η Ε.Ε. μπορεί να επιμένει σε κάποιου είδους συγχρηματοδότηση της αγοράς αυτών των δανείων από την κυπριακή κυβέρνηση, ή οι τράπεζες να κρατήσουν στα χέρια τους κάποιο ποσοστό από το κάθε τέτοιο δάνειο, κάτι που με τη σειρά του περιορίζει το όφελος για το κυπριακό τραπεζικό σύστημα.
Τέλος, υπάρχει και το θέμα της ρευστότητας που θα δημιουργηθεί στις τράπεζες από την πώληση των δανείων αυτών στην «κακή τράπεζα». Ήδη το τραπεζικό σύστημα στην Κύπρο έχει υπερβάλλουσα ρευστότητα, την οποία δεν μπορεί να διοχετεύσει στην αγορά λόγω του υπερδανεισμού που υπάρχει. Μια λύση πιθανώς να είναι η χρηματοδότηση αυτής της εξαγοράς από τις τράπεζες. Δηλαδή, η ευρωπαϊκή «κακή τράπεζα» να αντλεί το κεφάλαιό της από τα κράτη-μέλη και να αντλεί επιπρόσθετο δανεισμό για τις ανάγκες της από το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα.
Όπως λένε και οι Αγγλοσάξονες, «the devil is in the details».
*Οικονομολόγος