Του Βρασίδα Νεοφύτου*
Οι διακυμάνσεις στις τιμές των βασικών εμπορευμάτων, όπως του πετρελαίου και του χαλκού, στην ελεύθερη αγορά θεωρούνται διαχρονικά ο καλύτερος οδηγός των εξελίξεων σε μια τοπική ή παγκόσμια οικονομία.
Οι προσδοκίες για ισχυρότερη παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, οι δυνητικά υψηλότερες προσδοκίες για τον πληθωρισμό και οι αυξανόμενες αποδόσεις ομολόγων έναντι του τεχνολογικού κλάδου έχουν ευνοήσει τους κυκλικούς κλάδους της οικονομίας, όπως οι βασικές πρώτες ύλες και η ενέργεια (πετρέλαιο).
Ο κλάδος των εμπορευμάτων αποτελεί εδώ και λίγους μήνες τον ηγέτη των αποδόσεων ανάμεσα σε διάφορους άλλους οικονομικούς κλάδους στις παγκόσμιες χρηματαγορές, εφόσον αναμένεται ότι θα είναι ο απόλυτος νικητής από την παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη που θα ακολουθήσει την πανδημία του κορωνοϊού.
Ποια είναι τα εμπορεύματα
Τα εμπορεύματα είναι τα βασικά αγαθά που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος τόσο στην καθημερινότητά του όσο και ως βασική ύλη για την παραγωγή άλλων έτοιμων προϊόντων με σκοπό τη μεταπώλησή τους για οικονομικό κέρδος.
Ο κλάδος των εμπορευμάτων χωρίζεται σε διάφορες τυποποιημένες κατηγορίες, όπως τα ενεργειακά καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, άνθρακας, LNG, βενζίνη, πετρέλαιο θέρμανσης κ.ά.), τα πολύτιμα μέταλλα (χρυσός, ασήμι, παλλάδιο, πλατίνα κ.ά.), τα βιομηχανικά μέταλλα (χαλκός, αλουμίνιο, σιδηρομεταλλεύματα, νικέλιο, κοβάλτιο, λίθιο, σπάνιες γαίες κ.ά.), τα γεωργικά προϊόντα (σιτάρι, καλαμπόκι, σόγια, βαμβάκι, ζάχαρη, καφές, κακάο, ξυλεία, συμπυκνωμένος χυμός πορτοκαλιού κ.ά.) και τα κτηνοτροφικά προϊόντα (γάλα, κρέας, ζωοτροφές κ.ά.).
Τα εμπορεύματα αποτελούν αντικείμενα διαπραγμάτευσης στα μεγάλα χρηματιστήρια εμπορευμάτων του κόσμου, όπως αυτά του Σικάγο στις ΗΠΑ, του Λονδίνου στο Ηνωμένο Βασίλειο και της Σανγκάης στην Κίνα. Η τιμή κάθε εμπορεύματος καθορίζεται καθημερινά στο χρηματιστήριο από τη ζήτηση και την προσφορά, τόσο από τους ίδιους τους παραγωγούς όσο και από τους επαγγελματίες επενδυτές και κερδοσκόπους.
Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τις τιμές των εμπορευμάτων
Τα μακροοικονομικά θεμελιώδη στοιχεία (ζήτηση και προσφορά) του κάθε εμπορεύματος ξεχωριστά επηρεάζονται από διάφορους προβλεπτούς και απρόβλεπτους παράγοντες, όπως οι πολιτικές εξελίξεις, π.χ. εμφύλιοι πόλεμοι (Λιβύη, Συρία, Ιράκ, Ουκρανία) και δικτατορίες (Κονγκό, Βενεζουέλα, Κούβα), και οι γεωπολιτικές εξελίξεις, π.χ. στρατιωτικές διενέξεις (Μέση Ανατολή, ISIS, Υεμένη, Ιράν-Σαουδική Αραβία κ.ά.), εμπορικοί πόλεμοι (Κίνας-ΗΠΑ) και οικονομικά εμπάργκο (Ιράν, Βενεζουέλα), οι οποίοι επηρεάζουν την παραγωγή, την προσφορά, τη ζήτηση και την ασφάλεια της μεταφοράς των εμπορευμάτων μέσω θαλάσσιων οδών (π.χ. Στενά του Ορμούζ στον Περσικό Κόλπο) ή μέσω τρένων και αγωγών (EastMed, Nord Stream 2 κ.ά.).
Επίσης, η παραγωγή, η προσφορά και η κατανάλωση των εμπορευμάτων επηρεάζονται συνήθως και από την εποχικότητα (π.χ. χειμώνας-καλοκαίρι), την ευαισθησία στις κλιματικές αλλαγές και τα ακραία καιρικά φαινόμενα (π.χ. Ελ Νίνιο, τυφώνες, ξηρασίες, πλημμύρες) και τις απρόσμενες υγειονομικές εξελίξεις (π.χ. πανδημία κορωνοϊού).
Οι απότομες αυξομειώσεις στην τιμή ενός εμπορεύματος μπορούν να έχουν άμεσες ή έμμεσες επιπτώσεις στα υπόλοιπα στάδια της εφοδιαστικής και παραγωγικής αλυσίδας, επηρεάζοντας το κόστος και την τιμή του τελικού αγαθού, και εν τέλει το καλάθι της νοικοκυράς. Μια υπερβολική αύξηση στις τιμές πετρελαίου θα μπορούσε να επιφέρει σημαντικές αυξήσεις στις τιμές των πετροχημικών, των πλαστικών προϊόντων, των σιτηρών, των κτηνοτροφικών προϊόντων, των λαχανικών και των καυσίμων κίνησης, επιβαρύνοντας άμεσα τα καθημερινά έξοδα του νοικοκυριού.
Επιπρόσθετα, μια υπερβολική και παρατεταμένη αύξηση στις τιμές του χαλκού, του λιθίου και του αλουμινίου θα έκανε ασύμφορη την κατασκευή και πώληση ηλεκτροκίνητων οχημάτων και άλλων πράσινων τεχνολογιών που βασίζονται στα εν λόγω βιομηχανικά μέταλλα.
Ο αρνητικός αντίκτυπος του COVID-19 στις αρχές του 2020
Ο κλάδος των εμπορευμάτων είχε αρχίσει τις πρώτες του απώλειες από τα μέσα Ιανουαρίου 2020, όταν και ξεκίνησαν οι επενδυτές να αντιλαμβάνονται τη σοβαρότητα των επιπτώσεων του COVID-19 στην κοινωνία και στο εμπόριο.
Όταν μάλιστα η Κίνα επέβαλε το πρώτο γενικό lockdown στη βιομηχανική πόλη Wuhan των 11 εκατ. κατοίκων στο τέλος Ιανουαρίου, η απόφαση πυροδότησε μια πρωτοφανή ρευστοποίηση στα εμπορεύματα και στις μετοχές των εταιρειών εξόρυξης.
Το συμβόλαιο του αμερικανικού αργού πετρελαίου WTI είχε διολισθήσει από τα $65/βαρέλι –τιμή στην οποία είχε ανεβεί στις αρχές Ιανουαρίου, μετά τη δολοφονία του Ιρανού στρατηγού Σουλεϊμανί– στο ιστορικό αρνητικό $-45/βαρέλι στις 20 Απριλίου, ενώ η τιμή του χαλκού έπεσε από τα $2,90/lb, στις αρχές του 2020, στο $1,95/lb στις 19 Μαρτίου.
Την ίδια τύχη είχαν και τα πολύτιμα μέταλλα, όπως ο χρυσός, το ασήμι, το παλλάδιο και η πλατίνα, που έχασαν μέχρι και το 50% της αξίας τους έως το τέλος Μαρτίου, παρότι θεωρούνται διαχρονικά ως ασφαλή καταφύγια. Ο κυριότερος λόγος για αυτή την πτώση ήταν η στροφή των επενδυτών προς άλλα ασφαλή καταφύγια, όπως το αμερικανικό δολάριο, το ιαπωνικό γεν και τα κρατικά ομόλογα, τα οποία είχαν κάνει εντυπωσιακό ράλι.
Η αρχή ενός νέου «υπερ-κύκλου» των εμπορευμάτων;
Οι επενδυτές ξεκίνησαν από το 2ο εξάμηνο του 2020 και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να τοποθετούνται στρατηγικά στα κυριότερα βιομηχανικά και πολύτιμα μέταλλα και στα ενεργειακά και αγροτικά προϊόντα, των οποίων η ζήτηση και οι τιμές έχουν ήδη εκτοξευτεί πέραν του 50% από τα χαμηλά του περασμένου Μαρτίου-Απριλίου.
Οι αναλυτές εμπορευμάτων εκτιμούν ότι η συντονισμένη άνοδος του 2020-2021, που υποστηρίζεται από έναν συνδυασμό ισχυρής βιομηχανικής ζήτησης (Κίνα και πράσινη ενέργεια) και μειωμένης προσφοράς λόγω περιορισμένων επενδύσεων για εξεύρεση νέων μεταλλευμάτων και πετρελαϊκών κοιτασμάτων κατά την προηγούμενη δεκαετία, εξαιτίας των χαμηλών τιμών, θα είναι και η αρχή ενός νέου, πολυετούς «υπερ-κύκλου» των εμπορευμάτων ή, όπως συνηθίζεται να λέγεται στη γλώσσα της αγοράς, ενός νέου «commodity bull market».
Ένας «υπερ-κύκλος» εμπορευμάτων θεωρείται μια παρατεταμένη περίοδος βελτιωμένων θεμελιωδών στοιχείων στην αγορά, όπου δηλαδή η ζήτηση ξεπερνά την προσφορά των προϊόντων για διάφορους μακροοικονομικούς λόγους.
Ιστορικά, ένας «υπερ-κύκλος» εμπορευμάτων συμβαίνει κάθε 30-40 χρόνια, με τον πιο πρόσφατο να δημιουργείται κοντά στο 2010, λόγω της μεγάλης ζήτησης από την Κίνα, η οποία διένυε τότε μια περίοδο έντονης εκβιομηχάνισης, αστικοποίησης και κατασκευαστικής φρενίτιδας.
Κατά τον 20ό αιώνα, είχαμε τρεις «υπερ-κύκλους», με τους δύο πρώτους να δημιουργούνται μετά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και τον τρίτο μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973, την οποία προκάλεσαν τα αραβικά πετρελαιοπαραγωγά κράτη του ΟΠΕΚ εναντίον των δυτικών χωρών που υποστήριξαν το Ισραήλ στον τέταρτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο (Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ).
Οι βασικοί λόγοι της κυκλικής ανάκαμψης των εμπορευμάτων
Η αυξανόμενη ζήτηση εμπορευμάτων αντικατοπτρίζει μια υγιή και αναπτυσσόμενη τοπική ή παγκόσμια οικονομία. Έτσι, εν έτει 2021, η ισχυρή ζήτηση για εμπορεύματα στηρίχθηκε από την επανεκκίνηση της παγκόσμιας βιομηχανικής δραστηριότητας και κυρίως από την ταχύτερη ανάκαμψη στην Κίνα και στις άλλες ασιατικές οικονομίες (Ιαπωνία, Νότιος Κορέα, Σιγκαπούρη, Ινδία, Ινδονησία, Μαλαισία, Ταϊλάνδη, Βιετνάμ κ.ά.) που δεν χτυπήθηκαν από το δεύτερο κύμα της πανδημίας.
Οι ασιατικές οικονομίες καταναλώνουν πέραν του 65% της παγκόσμιας προσφοράς των εμπορευμάτων και είναι διαχρονικά η κινητήριος δύναμη πίσω από την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας και του εμπορίου.
Επιπρόσθετα, ο συνδυασμός ισχυρής δημοσιονομικής στήριξης και πετυχημένης διανομής εμβολίων θα μπορούσε να βοηθήσει στην ανάκαμψη της βαριάς βιομηχανίας στην Ευρώπη και στη Βόρειο Αμερική, η οποία θα οδηγήσει σε ισχυρότερη ζήτηση βιομηχανικών μετάλλων και πετρελαίου.
Η ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη της Κίνας
Η Κίνα, χρησιμοποιώντας την προηγούμενή της εμπειρία με την πανδημία του SARS (2002-2004), κατάφερε να περιορίσει αποτελεσματικά την πανδημία του COVID-19 από τους πρώτους κιόλας μήνες. Τα μειωμένα κρούσματα και θάνατοι επέτρεψαν στην Κίνα να επανεκκινήσει γρηγορότερα την τοπική της οικονομία, τη λειτουργία των εργοστασίων και εργοταξίων και την αποκατάσταση των αλυσίδων εφοδιασμού, την ίδια στιγμή που ο υπόλοιπος δυτικός κόσμος (Ευρώπη - Αμερική) εφάρμοζε αυστηρά μέτρα περιορισμού (lockdowns) εις διπλούν μέσα σε λίγους μήνες.
Μάλιστα, τα μεγάλα δημοσιονομικά μέτρα που εφάρμοσε η κινεζική κυβέρνηση στις αρχές Μαρτίου βοήθησαν την τοπική οικονομία όχι μόνο να αμυνθεί γερά απέναντι στη λαίλαπα της πανδημίας, αλλά και να επιστρέψει σε προ κορωνοϊού ρυθμούς ανάπτυξης μέσα σε ένα εντυπωσιακά μικρό χρονικό διάστημα.
Τα θετικά νέα από την Κίνα ήταν εξίσου καταλυτικά για τους κλάδους των εμπορευμάτων, εφόσον σταμάτησαν την κατρακύλα στις τιμές τους και επιπλέον ώθησαν τους διορατικούς επενδυτές να ξεκινήσουν επιλεκτικές τοποθετήσεις από τον Απρίλιο κιόλας, προεξοφλώντας τη γρήγορη ανάκαμψη της κινεζικής βιομηχανίας και της ζήτησης για πρώτες ύλες.
Πτώση του αμερικανικού δολαρίου
Επιπλέον ώθηση στη ζήτηση των εμπορευμάτων έδωσε και η πτώση του αμερικανικού δολαρίου στα χαμηλά 3 χρόνων στις αρχές του 2021. Όλα τα εμπορεύματα αποτιμώνται σε δολάρια και η πτώση του δολαρίου κάνει τα εμπορεύματα πιο φθηνά και ελκυστικά για τους αγοραστές σε ξένο συνάλλαγμα, ειδικά τους Ασιάτες καταναλωτές.
Το δολάριο υποτιμήθηκε γύρω στο 12% από τον Μάρτιο του 2020 μέχρι σήμερα, λόγω των μεγάλων δημοσιονομικών μέτρων που λήφθηκαν από τις κυβερνήσεις Τραμπ και Μπάιντεν (pandemic-led fiscal stimulus) και των επιθετικών νομισματικών πολιτικών της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας Federal Reserve, η οποία μείωσε το βασικό της επιτόκιο κοντά στο μηδέν και τύπωσε φρέσκο χρήμα (dovish monetary policies) για τη στήριξη της αμερικανικής οικονομίας, που χτυπήθηκε σοβαρά από την πανδημία.
Εμπορεύματα για αντιστάθμιση του πληθωριστικού κινδύνου
Οι διαχειριστές χαρτοφυλακίων βοήθησαν στην άνοδο των εμπορευμάτων με τις επιλεκτικές τους αγορές στον κλάδο, με σκοπό την αντιστάθμιση του πληθωριστικού κινδύνου (hedge inflation risk) στα χαρτοφυλάκιά τους.
Οι τιμές των εμπορευμάτων συνήθως ανεβαίνουν όταν και ο πληθωρισμός επιταχύνεται, και αυτός είναι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο οι επενδυτές συρρέουν συχνά για την προστασία τους σε περιόδους αυξημένου πληθωρισμού.
Ο φόβος περί εκτίναξης του πληθωρισμού δημιουργείται εξαιτίας της υπερβολικής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες και τις κυβερνήσεις, με σκοπό την υποστήριξη των τοπικών οικονομιών και των νοικοκυριών από τις ζημιές της πανδημίας.
Περιορισμένη προσφορά
Στις αγορές, κατά κανόνα η αύξηση της ζήτησης με ταυτόχρονη μείωση της προσφοράς για ένα περιουσιακό στοιχείο συνεπάγεται ή ακολουθείται από αύξηση της τιμής του. Αυτό πλέον ισχύει και στα εμπορεύματα, καθώς τα πλείστα από αυτά παρουσιάζουν έλλειμμα προσφοράς για συνεχόμενα χρόνια, κάτι που δημιουργεί αδυναμία ικανοποίησης της αυξανόμενης ζήτησης.
Η κύρια αιτία της μειωμένης προσφοράς έχει να κάνει με τον άγραφο νόμο της «ζήτησης και προσφοράς», καθώς τα προηγούμενα 10 χρόνια η μειωμένη ζήτηση και η παρατεταμένη παραμονή των τιμών σε χαμηλά επίπεδα ανάγκασαν τους παραγωγούς και επενδυτές (τράπεζες) να περιορίσουν τις κεφαλαιακές δαπάνες και χρηματοδοτήσεις τους για νέες εξορύξεις και επενδύσεις, ή ακόμη και να κλείσουν για πάντα μονάδες παραγωγής λόγω ασύμφορης λειτουργίας.
Εκρηκτική ανάκαμψη στις τιμές πετρελαίου
Το αμερικανικό αργό τύπου WTI σκαρφάλωσε κοντά στα $64/βαρέλι στις 25 Φεβρουαρίου, καταγράφοντας την υψηλότερη τιμή από τις 8 Ιανουαρίου 2020, ενώ το παγκόσμιο σημείο αναφοράς, το πετρέλαιο τύπου Brent (δείκτης για το 75% της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου), σημείωσε υψηλό κοντά στα $68/βαρέλι, συνεχίζοντας την ανοδική του πορεία, η οποία ξεκίνησε από το προηγούμενο καλοκαίρι.
Το πρόσφατο ράλι στις τιμές πετρελαίου καταδεικνύει ότι η παγκόσμια βιομηχανία πετρελαίου κατάφερε να αντεπεξέλθει πλήρως στις ζημιές που δημιούργησε η πρωτοφανής κρίση που προκλήθηκε από την πανδημία του κορωνοϊού, αλλά και στον πόλεμο τιμών μεταξύ Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας τον Μάρτιο του 2020.
Τα αυστηρά μέτρα για περιορισμό της εξάπλωσης της πανδημίας, που επέφεραν μείωση-σοκ στη ζήτηση πετρελαίου κατά 30%, σε συνδυασμό και με τη μεγάλη προσφορά φθηνού πετρελαίου από τη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία, είχαν ως αποτέλεσμα οι τιμές του αμερικανικού αργού WTI να καταγράψουν για πρώτη φορά στην ιστορία τους αρνητικά πρόσημα (μέχρι $-45/βαρέλι), ενώ οι τιμές του Brent βυθίστηκαν μέχρι τα $15/βαρέλι, τον προηγούμενο Απρίλιο.
Η ανάκαμψη των τιμών πετρελαίου αποδίδεται κυρίως στην ιστορικής σημασίας απόφαση που πήραν τον περασμένο Μάιο οι μεγάλοι παραγωγοί πετρελαίου του ΟΠΕΚ μαζί με τους συμμάχους τους (με αρχηγό τη Ρωσία), γνωστοί στην αγορά και ως ΟΠΕΚ+, για περικοπή της παγκόσμιας παραγωγής κατά 10 εκατ. βαρέλια ημερησίως, ή κατά το 10% της παγκόσμιας προσφοράς, και στην εθελοντική περικοπή επιπλέον 1 εκατ. βαρελιών από τη Σαουδική Αραβία, για την ισορρόπηση της μειωμένης ζήτησης στην αγορά.
Επιπλέον, ώθηση στις τιμές έδωσε και η βελτίωση της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου, λόγω της ισχυρής οικονομικής δραστηριότητας στην Κίνα και στις άλλες ασιατικές χώρες, της μείωσης-ρεκόρ της παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου από τις ΗΠΑ (shale oil & gas), της πετυχημένης διάθεσης των εμβολίων και του σταδιακού ανοίγματος του παγκόσμιου εμπορίου, γεγονός που προκάλεσε την ανάκαμψη της κατανάλωσης καυσίμων κίνησης (βενζίνη, αεροπορικά και ναυτιλιακά καύσιμα).
Η συνέχιση του πρόσφατου ράλι πετρελαίου και ο βαθμός έντασής του θα εξαρτηθούν από τους μεγάλους παραγωγούς πετρελαίου του ΟΠΕΚ+, οι οποίοι θα συζητήσουν στις αρχές Μαρτίου μια πιθανή αύξηση των επιπέδων παραγωγής, η οποία πιθανότατα θα τεθεί σε ισχύ τον Απρίλιο.
Ράλι στα πολύτιμα μέταλλα λόγω αυξανόμενης βιομηχανικής χρήσης
Η συγχρονισμένη χαλαρή νομισματική πολιτική από τις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου, τα μηδενικά επιτόκια δανεισμού, η αδυναμία του αμερικανικού δολαρίου και η πράσινη ενέργεια έχουν ξεκάθαρα βοηθήσει τις τιμές των πολύτιμων μετάλλων, όπως ο χρυσός, το ασήμι, το παλλάδιο και η πλατίνα, να καταγράψουν νέα πολυετή υψηλά.
Η τιμή του χρυσού σκαρφάλωσε από τα χαμηλά των $1.400/ουγγιά, στις αρχές του 2020, στα ιστορικά υψηλά των $2.080 τον Αύγουστο. Εντούτοις, απέτυχε να διατηρήσει τα κέρδη του, κατρακυλώντας κοντά στα $1.750 πριν από λίγες μέρες λόγω της ανόδου στις αποδόσεις των αμερικανικών κρατικών ομολόγων και του ράλι στις μετοχές.
Πορεία αντίστροφη του χρυσού σημειώνουν τα υπόλοιπα πολύτιμα μέταλλα, όπως το ασήμι, το παλλάδιο και η πλατίνα. Τα εν λόγω μέταλλα τυγχάνουν διαπραγμάτευσης κοντά σε πολυετή υψηλά επίπεδα, λόγω αυξημένης ζήτησης για τις βιομηχανικές τους ιδιότητες και μειωμένης προσφοράς.
Το ασήμι έχει μεγάλη χρησιμότητα σε όλα σχεδόν τα υψηλής τεχνολογίας εξαρτήματα των ηλεκτρικών οχημάτων, σε ηλιακούς συλλέκτες και σε άλλες σύγχρονες τεχνολογικές συσκευές λόγω του ότι είναι καλός αγωγός του ηλεκτρισμού.
Το παλλάδιο και η πλατίνα έχουν αυξανόμενη ζήτηση από τις αυτοκινητοβιομηχανίες λόγω της χρησιμοποίησής τους ως καταλυτικού μετατροπέα σε αυτοκίνητα, ο οποίος αποτελεί μέρος συστημάτων αυτόματης εξάτμισης, μειώνοντας τις εκπομπές τοξικών αερίων.
Συγχρόνως, η προσφορά του παλλαδίου είναι πολύ μικρότερη από την αυξανόμενη ζήτηση για οκτώ συνεχόμενα χρόνια, με την τιμή του να σκαρφαλώνει από τα $400/ουγγιά το 2016 στα $2.900/ουγγιά το 2020.
Παρόμοια πορεία είχε και η πλατίνα, η οποία, εξαιτίας της διακοπής λειτουργίας ενός εκ των βασικών διυλιστηρίων της στη Νότιο Αφρική, παρουσίασε για μήνες μικρότερη προσφορά από τη ζήτηση, δίνοντας ώθηση στην τιμή της να εκτοξευτεί από τα χαμηλά των $600/ουγγιά τον Μάρτιο του 2020 στο υψηλό των $1.350/ουγγιά στις 16 Φεβρουαρίου 2021.
Ο χαλκός και τα βιομηχανικά μέταλλα οδηγούν την κούρσα των κερδών
Ο χρυσός και το ασήμι δεν είναι τα μόνα πολύτιμα μέταλλα στον χώρο της εξορυκτικής βιομηχανίας, καθώς οι τιμές του χαλκού και των άλλων βιομηχανικών μετάλλων υπεραπέδωσαν έναντι των υπολοίπων κατά το 2020 και τους δύο πρώτους μήνες του 2021.
Απόλυτος πρωταγωνιστής αναδείχθηκε ο χαλκός, του οποίου η τιμή ανέβηκε σε υψηλά 8ετίας στα $4,40/lb στις 25 Φεβρουαρίου 2021, ανακάμπτοντας εντυπωσιακά από τα χαμηλά του περασμένου Μαρτίου ($1,95/lb), λόγω της μεγάλης ζήτησης στον κατασκευαστικό και βιομηχανικό τομέα και των λιγοστών επενδύσεων σε νέα κοιτάσματα χαλκού στον κόσμο (Χιλή, Περού, Αυστραλία).
Η ακμαία οικονομική ανάπτυξη της Κίνας και των υπόλοιπων ασιατικών οικονομιών με ισχυρές τεχνολογικές και κατασκευαστικές βιομηχανίες, όπως η Ιαπωνία, η Νότιος Κορέα και η Ινδία, εξηγεί και την εκτόξευση στη ζήτηση των υπόλοιπων βιομηχανικών μετάλλων, όπως ο σίδηρος και το αλουμίνιο, που είδαν τις τιμές τους να κερδίζουν πέραν του 50% μέσα σε λίγους μήνες.
Η ανάπτυξη των πράσινων τεχνολογιών εκτοξεύει τις τιμές των μετάλλων
Η χρηματαγορά έχει «διαβάσει» σωστά τις επερχόμενες σεισμικές αλλαγές στην παγκόσμια ενεργειακή σκακιέρα και την αναγκαία στροφή προς την πράσινη ενέργεια, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Συμφωνίας του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή.
Αυτή η ενεργειακή στροφή θα προκαλέσει μια πρωτοφανή ζήτηση για δεκάδες εκατομμύρια νέα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, μπαταρίες μακράς αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, ανεμογεννήτριες, υπολογιστές, φωτοβολταϊκά και άλλες «πράσινες» τεχνολογίες, που στόχο έχουν τον γενικότερο περιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Οι τιμές των βιομηχανικών μετάλλων, όπως ο χαλκός, το νικέλιο, το αλουμίνιο, το κοβάλτιο, το λίθιο και οι σπάνιες γαίες (rare earth metals), κατέγραψαν ένα εντυπωσιακό ράλι κατά τους τελευταίους μήνες, καθώς αποτελούν τις κύριες πρώτες ύλες για την ανάπτυξη των «πράσινων» τεχνολογιών, λόγω της υψηλής ηλεκτρικής αγωγιμότητάς τους, της αντοχής και της ελαστικότητάς τους.
Ένα ηλεκτρικό όχημα χρησιμοποιεί στις μπαταρίες του τέσσερις φορές περισσότερο χαλκό από ό,τι οι συμβατικοί κινητήρες εσωτερικής καύσης, ενώ χρειάζεται 10.000 φορές περισσότερο λίθιο από μια μπαταρία smartphone, όπως επίσης και πολύ περισσότερο αλουμίνιο στο πλαίσιο («σασί») του. Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα θα αποτελούν το 30% των παγκόσμιων πωλήσεων το 2025 από λιγότερο του 6% που ήταν το 2020.
Η τιμή του λιθίου έχει διπλασιαστεί μέσα σε λίγους μήνες, προς τις $12.000 τον τόνο, καταγράφοντας υψηλό 6 χρόνων, εν μέσω μεγάλης ζήτησης από τις παγκόσμιες αυτοκινητοβιομηχανίες για την παραγωγή των επαναφορτιζόμενων μπαταριών ιόντων λιθίου και της περιορισμένης του προσφοράς.
Άνοδος στα αγροτικά προϊόντα λόγω της πανδημίας
Ο κλάδος των αγροτικών προϊόντων δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από την άνοδο των εμπορευμάτων. Βασικά είδη διατροφής, όπως το σιτάρι, το ρύζι, η σόγια και το καλαμπόκι, είδαν τις τιμές τους να διπλασιάζονται από τον περασμένο Μάρτιο λόγω της επιβολής των εκτεταμένων lockdowns, αναγκάζοντας τόσο τα νοικοκυριά όσο και τις κυβερνήσεις (Κίνα) σε μεγάλες αγορές πανικού και για σκοπούς αποθήκευσης.
Επιπρόσθετα, τα παρατεταμένα lockdowns απέτρεψαν πολλούς παραγωγούς από το να συλλέξουν τη συνολική τους σοδειά, περιορίζοντας την ήδη ελλιπή προσφορά και εκτινάσσοντας τις τιμές στο χρηματιστήριο.
Αυτά τα δεδομένα, σε συνδυασμό με τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως το Ελ Νίνιο, οι τυφώνες (Καραϊβική), οι πλημμύρες (Βραζιλία), οι απρόοπτες ξηρασίες (Ταϊλάνδη) και οι χιονοπτώσεις (Τέξας, Ευρώπη), περιόρισαν την προσφορά σε μια σειρά από άλλα αγροτικά αγαθά, όπως η ζάχαρη, το βαμβάκι, ο καφές, η ξυλεία (πρώτη ύλη για τα ρολά τουαλέτας) και άλλα δημητριακά, ανεβάζοντας τις τιμές τους σε πολυετή υψηλά.
*Υπεύθυνου Επενδυτικής Στρατηγικής Exclusive Capital