Παραδοχές και δράσεις για την επόμενη μέρα του κυπριακού τουρισμού

Η συνεισφορά του τομέα στην οικονομία δεν πρέπει να αφεθεί να ατονήσει, επιβάλλεται νέος μακροοικονομικός σχεδιασμός

του Άγγελου Λοΐζου*

 

Ο τουριστικός τομέας στην Κύπρο, «ο αιμοδότης της οικονομίας», «η κότα με τα χρυσά αυγά» κι όπως αλλιώς έχει χαρακτηριστεί τις τελευταίες δεκαετίες, διέρχεται της πιο καθοριστικής του περιόδου κατά την οποία είτε θα διαφοροποιηθεί από τον ανταγωνισμό με το να εφαρμόσει  μακροχρόνιο οικονομικό σχεδιασμό είτε θα παραμείνει κολλημένος σε ένα ξεπερασμένο μοντέλο του οποίου η συνεισφορά στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας στο Εθνικό Προϊόν θα μειώνεται διαρκώς.

Αν θέλουμε να είμαστε σωστοί για το μέλλον του κυπριακού τουρισμού, ειδικά μετά τις επιπτώσεις και τις νέες συνήθειες που έφερε η πανδημία του κορωνοϊού, θα πρέπει πρώτα να κάνουμε κάποιες παραδοχές. Αν πάμε αρκετά χρόνια πίσω, θα πρέπει να παραδεχθούμε πως η τουριστική βιομηχανία από το 1974 και μετά κτίστηκε πάνω σε ένα τυχαίο σχέδιο με την ιδιαίτερη συμβολή του ιδιωτικού τομέα αλλά και ενός πιο φιλικού γεωπολιτικού περιβάλλοντος  το οποίο κατηύθυνε τους τουρίστες μαζικά προς την Κύπρο. 

Θα πρέπει επίσης να παραδεχθούμε πως παρόλα τα τεχνολογικά εργαλεία που υπάρχουν εδώ και πολλές δεκαετίες, ο τρόπος μέτρησης της συνεισφοράς του τουριστικού τομέα στην κυπριακή οικονομία είναι πρακτικά ανύπαρκτος ενώ αμφίβολα και επιδεχόμενα πολλών ερμηνειών είναι και τα στοιχεία που αφορούν τις αφίξεις τουριστών και τα τουριστικά έσοδα. Πέραν των κενών που υπήρχαν από πλευράς πολιτείας,  θα πρέπει να γίνει και η παραδοχή πως και από πλευράς των επαγγελματιών του τομέα επικρατεί σχετική άρνηση παραχώρησης στοιχείων. Σε προηγμένες χώρες, είναι δεδομένη η παραχώρηση στοιχείων για  στατιστικούς σκοπούς.  

Ειδικά αυτήν την περίοδο, η καταγραφή των τάσεων στην αγορά είναι πιο αναγκαία από ποτέ, ώστε να είναι  ξεκάθαρο προς ποια κατεύθυνση θα κινηθεί ο τουρισμός του αύριο. Πώς αλλιώς θα καταστρώσουμε πλάνο και στρατηγική για την προσαρμογή στα νέα δεδομένα που έφερε η πανδημία;

Μία ακόμα παραδοχή που πρέπει να γίνει, είναι πως στην Κύπρο δεν θεσμοθετήθηκε ποτέ το επάγγελμα του ξενοδόχου. Η συγκεκριμένη έλλειψη θεσμών και κανονισμών είναι που εν μέρει οδήγησε και σε συνθήκες άναρχης και χωρίς πλάνο ανάπτυξης. Αν δεν θεσμοθετηθεί το επάγγελμα του ξενοδόχου, δεν θα μπορούμε να ανταγωνιστούμε χώρες όπως η Ισπανία, η Ελλάδα, η Τουρκία κτλ.

Σε μία περίοδο κατά την οποία αμφισβητείται έντονα (και άδικα) στο εσωτερικό η σημασία του τουρισμού για την κυπριακή οικονομία, θα πρέπει όλοι να αντιληφθούν πως για να επιτευχθεί αυτό που ονομάζουμε Βιώσιμη Ανάπτυξη του τομέα, θα πρέπει να τεθούν χωρίς άλλη καθυστέρηση, θεμελιώδεις βάσεις και δομές. Μόνο έτσι η ξενοδοχειακή αλλά και η ευρύτερη τουριστική βιομηχανία θα μπορέσουν να εξελιχθούν και να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Και μόνο έτσι, οι τουριστικές επιχειρήσεις θα καταστούν εργοδότης προτίμησης, σε μία περίοδο που σε όλες διεθνώς τις χώρες η έλλειψη προσωπικού ταλαιπωρεί τις επιχειρήσεις του τομέα. Η εποχικότητα των πλείστων επαγγελμάτων σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα που έχει φέρει η πανδημία, έχει προκαλέσει σημαντικό πλήγμα στην εμπιστοσύνη των εργαζομένων προς τον τομέα.

Σύμφωνα με τον τελευταίο Δείκτη “Travel and Tourism Competitiveness Index” του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, με έτος αναφοράς το 2019 (προ πανδημίας) η Κύπρος καταλάμβανε την 44η θέση ανάμεσα σε 140 χώρες. Πιο ψηλά βρίσκονται άλλες μεσογειακές χώρες όπως η Ισπανία (1η), η Ιταλία (8η), η Πορτογαλία (12η), η Ελλάδα (25η), η Μάλτα (35η) ακόμα και η Τουρκία (43η). Να αναφέρουμε, ως παράδειγμα, πως ένας από τους τομείς στους οποίους η Κύπρος σκόραρε πολύ χαμηλά, καταλαμβάνοντας την 69η θέση με σκορ 1.7 από 7, ήταν ο πολιτισμικός τομέας (ο οποίος συμπεριλαμβάνει και θέματα κουλτούρας, νοοτροπίας και γενικότερης συμπεριφοράς). Όπως σαφέστατα επεξηγείται στην έρευνα, σε μεγάλο βαθμό ο συγκεκριμένος πυλώνας αποτυπώνει τον τρόπο που προωθούνται οι πολιτιστικοί πόροι του κάθε προορισμού και όχι κατά πόσο ο προορισμός διαθέτει πολιτιστικούς πόρους. Γίνεται εύκολα αντιληπτό λοιπόν πως μία χώρα με την ιστορία και τον Πολιτισμό της Κύπρου έχει σημαντικό πρόβλημα στην προώθηση αυτών των χαρακτηριστικών όπως και πολλών άλλων που θα μπορούσαν να την διαφοροποιήσουν από τον ανταγωνισμό.

Με την πανδημία του κορωνοϊού να έχει δημιουργήσει πολύ γρήγορα τάσεις οι οποίες ήρθαν για να μείνουν (έμφαση σε θέματα υγιεινής, staycation, προτίμηση για διαμονή σε πιο απομονωμένα καταλύματα κτλ.), θα πρέπει και οι αρμόδιοι φορείς στην Κύπρο να κάνουν τις απαραίτητες τομές το συντομότερο. Δεν μπορεί βέβαια η χώρα να ξεφύγει από το μοντέλο του resort destination, μπορεί, ωστόσο, να ενισχύσει το συγκεκριμένο προϊόν. Ενδεικτικά, θα μπορούσε να δοθεί έμφαση στην επίτευξη πιο μακροχρόνιων διαμονών ιδιαίτερη την τουριστικά χαμηλή περίοδο ή ακόμα και στην υλοποίηση συμφωνιών με ξένες κυβερνήσεις των οποίων οι πολίτες αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας λόγω της έλλειψης ηλιοφάνειας.

Εν κατακλείδι, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε σε όλους, και πρώτα στους εαυτούς μας, τα πλεονεκτήματα που έχει η Κύπρος ως τουριστικός προορισμός και πάνω σ’ αυτά τα κτίσουμε και τις επόμενες δράσεις. Ο τουρισμός ήταν και θα παραμείνει ο βασικός πυλώνας της κυπριακής οικονομίας με τεράστια συνεισφορά σε άλλους τομείς υπηρεσιών, φτάνει να μην αφεθεί να παραπαίει με πρόφαση την πανδημία και την στροφή σε νέους πυλώνες οικονομικής ανάπτυξης. Αλήθεια, αναλογίστηκε κανείς ποτέ σε τι επίπεδα θα ήταν η αεροπορική συνδεσιμότητα της χώρας αν δεν  υπήρχε ο τουρισμός; 

*Ειδικός Σύμβουλος ΣΤΕΚ

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ