Θα καταφέρει ένα πορτρέτο της Μέριλιν Μονρόε, δημιούργημα του Αντι Γουόρχολ, να αναδειχθεί πάνω από τη χρηματιστηριακή αξία της ζωγραφικής του Ντα Βίντσι; Η απάντηση θα δοθεί στις 9 Μαΐου όταν το χτύπημα από το σφυρί του δημοπράτη θα κατοχυρώσει τον αγοραστή. Οι ειδικοί της δημοπρασίας του οίκου Christie’s εκτιμούν ότι η Μέριλιν μπορεί και να πωληθεί 500 εκατομμύρια δολάρια.
Ενα πρωί στις αρχές αυτού του μήνα ο αμερικανός καλλιτέχνης Τζεφ Κουνς πέρασε από το Rockefeller Center διασχίζοντας το μπροστινό αίθριο του οίκου Christie’s, όπου το μεγάλης κλίμακας έργο του «Balloon Dog» σε πορτοκαλί απόχρωση είχε τοποθετηθεί το 2013 πριν εκτιναχτεί στη δημοπρασία εκείνης της εποχής.
Χάρη σε εκείνη την πώληση ο Κουνς (ετοιμάζει νέο έργο ειδικά για τον χώρο των Σφαγείων στην Υδρα και θα το παρουσιάσει στα μέσα Ιουνίου) κατέχει αυτήν τη στιγμή τη διάκριση του πιο ακριβού εν ζωή καλλιτέχνη στον κόσμο.
Ωστόσο, τη συγκεκριμένη ημέρα ήταν ένας απλός θεατής που πήγε εκεί για να δει ένα έργο που σύντομα φαίνεται προορισμένο να κοστίσει πολλά πολλαπλάσια από τα 58,4 εκατομμύρια δολάρια που προσφέρθηκαν σε δημοπρασία για το δικό του μεταλλικό απαστράπτον σκυλάκι.
Οι υπάλληλοι του οίκου δημοπρασιών, που ανήκει στον γάλλο δισεκατομμυριούχο Φρανσουά Πινό, οδήγησαν τον Τζεφ Κουνς στο μικρό δωμάτιο που έμοιαζε με παρεκκλήσι, όπου βρισκόταν ένα από τα πέντε πορτρέτα της Μέριλιν Μονρόε που έκανε ο Αντι Γουόρχολ το 1964. Το «Shot Sage Blue Marilyn» πρόκειται να δημοπρατηθεί στις 9 Μαΐου με τιμή εκκίνησης τα 200 εκατομμύρια δολάρια, το υψηλότερο ποσό που έχει τοποθετηθεί ποτέ σε έργο τέχνης.
Αρκετοί έμποροι και σύμβουλοι τέχνης, ειδικοί σε δημοπρασίες και εμπειρογνώμονες του Γουόρχολ πιστεύουν ότι εάν οι δισεκατομμυριούχοι της τεχνολογίας, τα κρατικά επενδυτικά ταμεία της Μέσης Ανατολής, τα ασιατικά ιδρύματα ή οι κερδισμένοι από την πανδημία μεγιστάνες της ναυτιλίας έρθουν αντιμέτωποι κατά τη διάρκεια της δημοπρασίας, το έργο θα μπορούσε να χτυπήσει τιμή ύψους 500 εκατομμυρίων δολαρίων και να γίνει το πιο ακριβό έργο τέχνης όλων των εποχών. Ενας δείκτης που κατέχει αυτή τη στιγμή το «Salvator Mundi», μια απόδοση της μορφής του Ιησού Χριστού που αποδίδεται στον Λεονάρντο ντα Βίντσι και κόστισε 450 εκατομμύρια δολάρια το 2017.
Το συγκεκριμένο πορτρέτο της Μονρόε βρισκόταν στη συλλογή του ελβετού εμπόρου Τόμας Αμαν και της αδελφής του Ντόρις, που πέθανε το 2021. Τα έσοδα από τη δημοπράτησή του θα διατεθούν σε μια σειρά φιλανθρωπικών σκοπών. Το έργο χαρακτηρίζεται από το καινοτόμο σύστημα μεταξοτυπίας που τελειοποίησε την επίπονη επανεκτύπωση ενός στιγμιότυπου από την ταινία «Νιαγάρας» (1953) της Μονρόε. Ο Γουόρχολ άρχισε να ασχολείται μαζί της το 1962, μετά τον θάνατό της. Το πορτρέτο μιας πρόσφατα εκλιπούσας σταρ του κινηματογράφου ενσάρκωνε την ιδέα της ποπ αρτ. Ενώ τα πορτρέτα αυτά έδειχναν τη δύναμή τους μόλις κρέμονταν στον τοίχο.
Αυτές οι Μέριλιν είναι σπάνιες. Αν και ο Γουόρχολ είναι γνωστός για τον εκδημοκρατισμό των καλών τεχνών μέσω της ποπ εικονολογίας και της μαζικής παραγωγής, δημιούργησε μόνο πέντε πορτρέτα της Μέριλιν Μονρόε, τετράγωνα 80 εκατοστών, το καθένα σε διαφορετικό χρώμα.
Γιατί αυτά τα έργα τόσο περιζήτητα; Η αγορά έργων του Γουόρχολ είναι ήπια μετά την πώληση του πίνακά του «Silver Car Crash» από τον Sotheby’s για 104,5 εκατομμύρια δολάρια το 2013. Αλλά αυτά τα πέντε έργα της Μέριλιν αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία από μόνα τους, καθώς πρόκειται για τρόπαια που έχουν ξεπεράσει τον καλλιτέχνη και έγιναν η μασκότ της σύγχρονης τέχνης.
«Οποιος αγοράσει το «Sage Marilyn» θα γίνει παγκοσμίως γνωστός μέσα σε μία νύχτα», δηλώνει στο περιοδικό «Vanity Fair» ο έμπορος τέχνης Ρίτσαρντ Πόλσκι. «Πρόκειται για αιώνια φήμη. Είναι σαν να χτίζεις έναν ναό όπως έκαναν οι φαραώ, έχει να κάνει με την αιώνια ζωή. Αυτό είναι ένα μνημείο για τον εαυτό σας που ξεπερνά τις επενδύσεις», τονίζει με στόμφο.
Αυτή η σειρά πορτρέτων της Μέριλιν ήταν από τα πιο αγαπημένα έργα της μεταπολεμικής γενιάς. Οταν ο Γουόρχολ έκανε για πρώτη φορά τα πέντε έργα, απηχούσαν άμεσα τις εμμονές του με τη φήμη και το μακάβριο, με την εικονογραφία και την ταυτότητα, την τέχνη και τη μαζική παραγωγή. Κυρίως επειδή είχε βρει την τέλεια μούσα: ένα τόσο αναγνωρίσιμο πρόσωπο εκείνη την εποχή που το να το απαθανατίσει σε καμβά ήταν τόσο άστοχο όσο και κοινότοπο. Ο Χοσέ Κάρλος Ντίας, επιμελητής του Μουσείου Αντι Γουόρχολ του Πίτσμπουργκ, συμπληρώνει: «Τα έργα τριγυρίζουν το λαϊκό, τα κουτσομπολιά – αναπαριστούν πλήρως το ποιος ήταν ο Γουόρχολ».
Πηγή: Οικονομικός Ταχυδρόμος