Του Ανδρέα Θεοφάνους*
Αναπόφευκτα, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει προκαλέσει πολλαπλές αλλαγές στο διεθνές σύστημα. Στόχος αυτού του κειμένου είναι να εξετάσει τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ανατολική Μεσόγειο. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζουμε συνοπτικά τις πιθανές επιπτώσεις στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας, στο Κυπριακό καθώς και στην ενεργειακή και περιφερειακή συνεργασία.
Πρώτα απ΄ όλα είναι σημαντικό να αναφερθούμε εν συντομία στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης. Ο πόλεμος στην Ουκρανία αντιπροσωπεύει σαφώς μια αποτυχία του διεθνούς συστήματος. Αναμφίβολα, η Ρωσική εισβολή αποτελεί παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Ταυτόχρονα, ωστόσο, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η Δύση δεν έδωσε τη δέουσα προσοχή στις θεμελιώδεις αρχές της ισορροπίας δυνάμεων και της realpolitik. Σε αυτό το πλαίσιο, η Μόσχα τονίζει ότι οι δικές της ανησυχίες για την ασφάλεια αγνοήθηκαν από τη Δύση. Το ερώτημα είναι πώς ο κόσμος θα εξέλθει από αυτή τη χαώδη κατάσταση.
Οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας, οι οποίες τη μετέτρεψαν στο έθνος με τις περισσότερες κυρώσεις στον κόσμο, δημιούργησαν μια νέα κατάσταση πραγμάτων. Οι υψηλές τιμές της ενέργειας επηρεάζουν τους οικονομικούς δείκτες με διάφορους τρόπους. Ο στασιμοπληθωρισμός αυτής της περιόδου είναι πολύ χειρότερος από αυτόν που ξεκίνησε το 1973 και διήρκεσε μερικά χρόνια.
Τα δεδομένα αυτά οδηγούν σε μια κατάσταση όπου η ΕΕ αναδύεται με λιγότερη ασφάλεια και λιγότερη ευημερία. Επιπλέον, η ΕΕ δεν έχει μια μονολιθική προσέγγιση σε αυτήν την κρίση. Για παράδειγμα, η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής φαίνεται να είναι πιο κοντά στη στάση που τηρούν το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ. Από την άλλη, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία και άλλες χώρες θα προτιμούσαν μια διαδικασία που θα ανοίξει το δρόμο για τον τερματισμό αυτού του πολέμου.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η Δύση θεωρεί σημαντικό να αντιμετωπίσει τα ζητήματα στην Ανατολική Μεσόγειο με τρόπους που αποτρέπουν τις συγκρούσεις και προωθούν τη συνεργασία. Σε τελική ανάλυση, υπάρχουν ορισμένα σοβαρά ακανθώδη ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ, είναι τεταμένες εδώ και χρόνια. Η Τουρκία επιθυμεί την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης, ενώ η Ελλάδα επιμένει ότι δεν μπορεί να αποδεχθεί την παραβίαση του status quo. Η Τουρκία αντιτίθεται επίσης στη στρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, ενώ η Ελλάδα δηλώνει ότι δεν θα επιτρέψει την επανάληψη της κυπριακής τραγωδίας στο Αιγαίο.
Ακόμη και πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία η Κύπρος δεν ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει τους ενεργειακούς της πόρους στην Ανατολική Μεσόγειο. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η Τουρκία, μεταξύ άλλων, αμφισβητεί το μέγεθος της διεθνώς αναγνωρισμένης κυπριακής ΑΟΖ. Επιπλέον, η Άγκυρα φιλοδοξεί να φέρει στην εξίσωση της ενεργειακής εκμετάλλευσης το δικό της προτεκτοράτο στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα της Κύπρου, την «ΤΔΒΚ».
Η επιβολή κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας από τη Δύση είναι απομακρυσμένο ενδεχόμενο παρά τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, τον εξισλαμισμό και τον εποικισμό του κατεχόμενου βόρειου τμήματος της Κύπρου, καθώς και τον υβριδικό πόλεμο εναντίον της. Υπενθυμίζω συναφώς ότι η Ρωσία θεωρείται στρατηγικός εχθρός της Δύσης και η Τουρκία στρατηγικός σύμμαχος.
Η Κύπρος θα μπορούσε να επιδιώξει τουλάχιστον μια σειρά μέτρων που μπορεί να αμβλύνουν τις εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο και στη συνέχεια να διερευνήσει τη δυνατότητα επίλυσης του Κυπριακού μέσω μιας εξελικτικής διαδικασίας. Η Τουρκία θα μπορούσε επίσης να ενθαρρυνθεί από τη Δύση να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο της Άγκυρας. Επιπλέον, η οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Τουρκίας θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για ενεργειακή συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο. Θα ήταν δυνατό να υπάρξουν περισσότερα βήματα που θα οδηγούσαν σε καλύτερο κλίμα και αμοιβαία οικονομικά οφέλη. Αυτά περιλαμβάνουν τα Βαρώσια και το τέλος του υβριδικού πολέμου εναντίον της Κύπρου.
Τέτοια βήματα μπορεί να θεωρούνται σήμερα εξαιρετικά δύσκολα, αλλά θα μπορούσαν να είναι πολιτικά εφικτά μετά τις εκλογές στην Τουρκία το 2023. Ωστόσο, μια αναγκαία αν και όχι επαρκής προϋπόθεση είναι ο πραγματισμός. Ομοίως, θα ήταν απαραίτητη η κατάλληλη πολιτική βούληση καθώς και η ισχυρή ενθάρρυνση των ΗΠΑ.
Μέχρι σήμερα η Άγκυρα συνεχίζει να ακολουθεί μια αναθεωρητική πολιτική εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου. Η Τουρκία δεν εφάρμοσε τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας και συνεχίζει να διατηρεί οικονομικές και πολιτικές σχέσεις και με τα δύο εμπόλεμα κράτη. Δυτικοί αξιωματούχοι δηλώνουν ότι είναι σημαντικό να επιδειχθεί κατανόηση για τις συνθήκες της Τουρκίας. Η Αθήνα, από την άλλη πλευρά, όμως, δεν αρκέστηκε στην εφαρμογή των κυρώσεων κατά της Μόσχας. Φαίνεται ότι η Αθήνα αναμένει την υποστήριξη της Ουάσιγκτον σε αυτή τη διαμάχη με την Τουρκία. Πιο συγκεκριμένα, η Ελλάδα μπορεί να αναμένει από τις ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους για να αποτρέψουν μια τουρκική επίθεση.
Πριν από μερικά χρόνια αρκετοί κύκλοι στο Ισραήλ, την Ελλάδα και την Κύπρο εισηγήθηκαν ότι οι ενεργειακοί πόροι της Ανατολικής Μεσογείου θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν κάποιες από τις ανάγκες της ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό προτάθηκε η ιδέα της προώθησης του αγωγού της Ανατολικής Μεσογείου. Ωστόσο, αρκετοί εμπειρογνώμονες ανέφεραν ότι υπήρχε ζήτημα οικονομικής βιωσιμότητας. Πέραν τούτου, εισηγήθηκαν ότι η πιο ορθολογιστική οικονομική προσέγγιση είναι η εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου από τις χώρες της ευρύτερης περιοχής.
Ενώ οι τριμερείς συμφωνίες και η συνεργασία μεταξύ Ισραήλ, Ελλάδας, Κύπρου και Αιγύπτου αναμένεται όχι μόνο να συνεχισθούν αλλά και να εμβαθυνθούν, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξελιχθούν σε στρατιωτικές συμμαχίες. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Κύπρος θα είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί τους φυσικούς της πόρους εάν υπάρξει κάποια μορφή κατανόησης ή ακόμη και συνεργασίας με την Τουρκία. Θα ήταν αυτό δυνατό; Επανειλημμένα κρατικοί αξιωματούχοι από την Ελλάδα και την Κύπρο έχουν τονίσει ότι η Τουρκία θα μπορούσε να ενταχθεί στα δίκτυα συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο εάν σεβαστεί την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα των χωρών της περιοχής. Μέχρι στιγμής αυτό δεν ήταν ένα ρεαλιστικό σενάριο. Η πρόκληση είναι αν υπό τις νέες συνθήκες και δεδομένου του ενισχυμένου στόχου της Δύσης για την προώθηση της ασφάλειας και της συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο αυτό θα καταστεί δυνατό. Σε κάθε περίπτωση όμως η Ελλάδα και η Κύπρος πρέπει να ενισχύουν τις αμυντικές τους δυνατότητες.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.