Του Βρασίδα Νεοφύτου*
Ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός, ο αναμενόμενος «κρύος» ενεργειακά χειμώνας και τα πολλά ανοικτά γεωπολιτικά μέτωπα όπως της Ουκρανίας-Ρωσίας, Ελλάδας-Τουρκίας, Αζερμπαϊτζάν-Αρμενίας και Κίνας με Ταϊβάν θα δοκιμάσουν την οικονομική και πολιτική σταθερότητα του παγκόσμιου συστήματος στους επόμενους μήνες, ενώ οι φόβοι για τη χρήση πυρηνικών όπλων θα εντείνονται.
Οι τιμές ρεκόρ στα καύσιμα, τρόφιμα, ηλεκτρισμό, ο πόλεμος στην Ουκρανία και τα προβλήματα στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα τροφοδοτούν τον πληθωρισμό, που είναι ο υψηλότερος που έχει καταγραφεί σε όλον τον πλανήτη εδώ και 40 χρόνια, έχουν αυξήσει την οργή του λαού, κάτι που ενδέχεται να αποδειχθεί πολύ δαπανηρό και μοιραίο για τις κυβερνήσεις λόγω της αποτυχίας τους να το αντιμετωπίσουν μέχρι στιγμής.
Η κρίση κόστους ζωής επιδεινώνεται από τη μείωση της αγοραστικής ικανότητας των νοικοκυριών καθώς τα στάσιμα εισοδήματά τους αναπροσαρμόζονται πλέον στον υψηλό πληθωρισμό, ενώ αναμένεται να χειροτερέψει στους επόμενους μήνες λόγω της επακόλουθης αύξησης των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες για να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό (νομισματική σύσφιγξη).
Με την άνοδο των επιτοκίων θα αυξηθεί και το κόστος του χρήματος, δηλαδή, θα «ακριβύνει» το κόστος να δανειστεί ένα νοικοκυριό ή μια επιχείρηση ή ακόμα και ένα κράτος, επιφέροντας μια μοιραία συρρίκνωση της κατανάλωσης, της επιχειρηματικής δραστηριότητας και των δημόσιων επενδύσεων και εσόδων λόγω μειωμένης φορολογίας.
Αυτές είναι και οι βασικές αιτίες για τη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας και της μείωσης του παγκόσμιου ΑΕΠ-Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος μέχρι τα μέσα του 2023, που με τον συνδυασμό των πληθωριστικών πιέσεων μακράς διάρκειας θα προκαλέσουν μια τεχνική οικονομική ύφεση και στη δημιουργία του φαινομένου του στασιμοπληθωρισμού.
Εκτοξεύθηκε η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης
Ένας νέος πονοκέφαλος για τα νοικοκυριά και κυβερνήσεις έρχεται να προστεθεί στην ενεργειακή κρίση ενόψει του χειμώνα, καθώς οι τιμές του πετρελαίου θέρμανσης ακολουθούν την ανοδική τροχιά των υπόλοιπων πετρελαϊκών προϊόντων.
Στην Κύπρο ξεκίνησε η χρονιά κοντά στο 1,40-1,45 ευρώ το λίτρο, πολύ ακριβότερα από τα 0,77 ευρώ το λίτρο στο 2021 και τα 0,65 ευρώ το λίτρο το 2020.
Καθώς οι χειμερινοί μήνες και οι πιο χαμηλές θερμοκρασίες πλησιάζουν, τα νοικοκυριά θα αναγκαστούν να προμηθευτούν με ακριβότερο πετρέλαιο θέρμανσης ή με καυσόξυλα και πέλετ με σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά για να ζεσταθούν, επιβαρύνοντας επιπλέον το οικογενειακό πορτοφόλι.
Το πετρέλαιο θέρμανσης έχει τα ίδια δομικά προβλήματα (μείωση της παγκόσμιας διυλίσιμης δυνατότητας) με τα υπόλοιπα παράγωγα του πετρελαίου όπως η βενζίνη, το ντίζελ, κηροζίνη και μαζούτ, καθώς η προσφορά του έχει μειωθεί λόγω κλεισίματος πολλών διυλιστηρίων σε όλο τον κόσμο κατά τη διάρκεια της πανδημίας, της αύξησης της τιμής του αργού πετρελαίου, όπως και της μεγάλης πτώσης της ισοτιμίας του ευρώ με το αμερικανικό δολάριο (από τα $1,24 στις αρχές 2021 στα χαμηλά των $0,96 αρχές Οκτωβρίου 2022), κάνοντας τα πετρελαϊκά προϊόντα ακριβότερα για αγοραστές σε νόμισμα ευρώ.
Αύξηση κρατικών εξόδων
Προ του φάσματος της οικονομικής ύφεσης και της κοινωνικής οργής, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προσπαθούν να αμβλύνουν τις πιέσεις στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις λόγω της κρίσης του κόστους διαβίωσης μέσω κρατικής χρηματοδότησης και επιδομάτων στα καύσιμα και οι οποίες όμως αυξάνουν το δημόσιο χρέος.
Επιπρόσθετα, για την προστασία των καταναλωτών και της ενεργειακής αυτάρκειας ενόψει του χειμώνα, οι ευρωπαϊκές χώρες αναγκάστηκαν να προμηθευτούν τεράστιες ποσότητες πανάκριβου LNG -υγροποιημένου φυσικού αερίου, κυρίως από ΗΠΑ, Κατάρ, Νορβηγία και Αλγερία, επιβαρύνοντας επιπλέον τον κρατικό προϋπολογισμό.
Προς απογοήτευση των θαυμαστών της πράσινης μετάβασης, οι χώρες αναβάλλουν τους πράσινους στόχους για τα επόμενα 1-2 χρόνια, καθώς αναγκάζονται να ξαναλειτουργήσουν εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα και να κρατήσουν σε λειτουργία πυρηνικά εργοστάσια προκειμένου να διατηρήσουν την οικονομία τους σε μια κανονικότητα και χωρίς περικοπές ρεύματος σε ενεργοβόρες βιομηχανίες.
Η αύξηση του δημόσιου χρέους έχει ως επακόλουθο την εκτόξευση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων σε ρεκόρ δεκαετιών, καθώς οι επενδυτές θεωρούν ότι εμπεριέχει μεγάλο ρίσκο για αυτούς να διατηρούν στα χαρτοφυλάκια τους ομόλογα χωρών με μεγάλο κρατικό χρέος λόγω αύξησης των κρατικών δαπανών και επιδοτήσεων.
Ο πληθωρισμός τροφίμων κτυπά τα νοικοκυριά
Σημαντικές είναι οι επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης και στον αγροτικό και κτηνοτροφικό τομέα τόσο στην Κύπρο αλλά και σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες, με το υψηλότερο κόστος παραγωγής να μετακυλά στον τελικό αγοραστή, με συνέπεια το καλάθι της νοικοκυράς να είναι ακριβότερο από τα προηγούμενα χρόνια.
Το κόστος των τροφίμων έχει υπερβεί τα 6% σε όλο τον κόσμο, με ένα νοικοκυριό να πληρώνει €6 περισσότερα για το ίδιο καλάθι προϊόντων αξίας €100 με σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο.
Οι προκλήσεις πλέον είναι μεγάλες για τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους καθώς το υψηλό ηλεκτρικό ρεύμα αυξάνει το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων τους, ενώ τα ακριβά καύσιμα αυξάνουν το κόστος μεταφοράς των προϊόντων τους.
Επιπλέον, το κόστος παραγωγής στον κτηνοτροφικό τομέα αυξάνεται κατακόρυφα λόγω των ακριβών ζωοτροφών, καθώς τα χοιροστάσια και τα πτηνοτροφεία δίνουν στα αντίστοιχα ζώα ξηρή τροφή όπως το σιτάρι, κριθάρι και σόγια σχεδόν στο 100% της διατροφής τους, ενώ οι αιγοπροβατοτρόφοι δίνουν το 50% (ενώ το υπόλοιπο είναι σανό).
Ο πόλεμος της Ουκρανίας έχει επηρεάσει τα μέγιστα την αγορά σιτηρών, καθώς Ουκρανία και Ρωσία είναι ηγέτες στην παραγωγή και τροφοδοσία σιτηρών στον κόσμο, ενώ η Λευκορωσία, εκτός από τις πατάτες που εξάγει σε όλη την Ευρώπη, κατέχει και την πρωτοκαθεδρία στην παραγωγή ποτάσας, βασικής πρώτης ύλης για την παραγωγή λιπασμάτων.
Παρόμοια προβλήματα και στον αγροτικό τομέα, καθώς το κόστος παραγωγής αυξάνεται από τα ακριβότερα λιπάσματα και φυτοφάρμακα, απόρροιας του ράλι στις διεθνές τιμές φυσικού αερίου και στις λιγότερες εξαγωγές πρώτης ύλης (των βασικών θρεπτικών συστατικών) για την παραγωγή λιπασμάτων από τη Ρωσία και Λευκορωσία, όπως η ποτάσα, τα φωσφορικά άλατα, το άζωτο και άλλα.
Τα λιπάσματα και φυτοφάρμακα, τα οποία βοηθάνε να αυξηθεί κατά 30%-50% η αγροτική σοδειά καθώς στηρίζουν την ανάπτυξη και παραγωγικότητα των φυτών, ενώ ταυτόχρονα εμπλουτίζουν με θρεπτικά συστατικά το καλλιεργημένο έδαφος, παράγονται στα εργοστάσια με τη διαδικασία καύσης του φυσικού αερίου με την ποτάσα, τα φωσφορικά άλατα και το άζωτο.
Μοιραία λοιπόν, η τιμή των λιπασμάτων έχει εκτοξευτεί κατά τα 30% μέσα στο 2022 καθώς καθορίζεται κυρίως από το κόστος του φυσικού αερίου που επί του παρόντος είναι πάνω από 10 φορές περισσότερο από τον μέσο όρο της τελευταίας δεκαετίας.
Οι αυξανόμενες τιμές του φυσικού αερίου και οι λιγότερες πρώτες ύλες λιπασμάτων από Ρωσία και Λευκορωσία είχαν ως αποτέλεσμα οι παραγωγοί να μειώσουν την παραγωγή τους στην Ευρώπη ή ακόμη και να κλείσουν μονάδες ή εργοστάσια, αυξάνοντας τους φόβους για την παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια.
Η κρίση δημιουργεί πολιτικό τίμημα
Πολλοί ηγέτες χωρών έχουν ήδη δει τη δημοτικότητά τους να μειώνεται τις τελευταίες εβδομάδες λόγω της οργής του λαού προς το πρόσωπό τους, με πιο τρανταχτό παράδειγμα της πρώην πρωθυπουργού της Βρετανίας Λιζ Τρας και προηγουμένως του Μπόρις Τζόνσον. Επίσης ο Μάριο Ντράγκι έχασε το ανώτερο αξίωμα στην Ιταλία, ενώ ο πρόεδρος Μακρόν έχει μειωμένη δημοτικότητα στη Γαλλία.
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένονται οι πολλές εκλογικές αναμετρήσεις που θα γίνουν το 2023, όπως αυτές της Κύπρου, Ελλάδος, Τουρκίας, και Ισπανίας, καθώς οι δύσκολες οικονομικές και γεωπολιτικές συγκυρίες ίσως να έχουν και εδώ ισχυρό αντίκτυπο στις κάλπες.
Παρόμοια εικόνα και στις ΗΠΑ, καθώς ο υψηλός πληθωρισμός και τα ακριβά καύσιμα ίσως αποδειχθούν καταστροφικά και για τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν και το Δημοκρατικό κόμμα του στις ενδιάμεσες εκλογές της Βουλής των Αντιπροσώπων στις 08 Νοεμβρίου 2022.
Παρότι ο Τζο Μπάιντεν κατάφερε να μειώσει κατά πολύ τις τιμές των καυσίμων (μέχρι και 40%) στα πρατήρια λόγω της διάθεσης στην αγορά μεγάλων ποσοτήτων αργού πετρελαίου από τα στρατηγικά αποθέματα των ΗΠΑ, εντούτοις ενδέχεται να χάσει τη Γερουσία από τους Ρεπουμπλικάνους της Νάνσι Πελόσι, μειώνοντας την ευχέρεια και την ευκολία ψήφισης των νόμων του κυβερνητικού του προγράμματος.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν πλήττεται από τον πληθωρισμό που τρέχει με ρυθμούς πέραν του 8%, το υψηλότερο από το 1982, ενώ τα επιτόκια δανεισμού έχουν σκαρφαλώσει πέραν του 3% και αναμένονται να κορυφωθούν κοντά στο 4,50%-4,75% στα μέσα του 2023 λόγω των αυξήσεων από την Federal Reserve για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, αυξάνοντας τις πιθανότητες για ύφεση το 2023.
Το αγγλικό «πάθημα» με τα «Τρασονόμικς»
Σε μια ιστορική ήττα για τα «Τρασονόμικς» όπως ονομάστηκαν τα δημοσιονομικά μέτρα που εξήγγειλε ο νέος (τότε) υπουργός Οικονομικών της Αγγλίας Κουάσι Κουαρτένγκ στις 23 Σεπτεμβρίου, ανάγκασαν την πρωθυπουργό Λιζ Τρας (από την οποία πήραν το όνομά τους) σε μια ταπεινωτική παραίτηση στις 20 Οκτωβρίου, μόλις 44 μέρες θητείας στο ανώτερο αξίωμα.
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές τιμώρησαν παραδειγματικά την κ. Τρας για τον αποτυχημένο «μίνι» προϋπολογισμό της Βρετανίας, το οποίο βασιζόταν στον μεγάλο δανεισμό για τη χρηματοδότηση φορολογικών ελαφρύνσεων (κυρίως των οικονομικά εύπορων αλλά και των επιχειρήσεων) προκειμένου να ενισχυθεί η οικονομική ανάπτυξη στο μεγάλο νησί.
Οι επενδυτές «ξεπούλησαν» την αγγλική στερλίνα, η οποία βούτηξε σε ιστορικά χαμηλά των $1,04 το δολάριο, ενώ ταυτόχρονα προκάλεσαν και ένα «μίνι-κραχ» στα βρετανικά κρατικά ομόλογα (Gilt), με το 10ετές ομόλογο να δίνει απόδοση μέχρι και 4,60% (στα υψηλότερα επίπεδα από το 2008) από το 1,70% που ήταν στις αρχές Αυγούστου πριν την παραίτηση του Μπόρις Τζόνσον, φθάνοντας σε επίπεδα με αυτά της Ελλάδας και Ιταλίας.
Η κ. Τρας έφθασε στο σημείο να ζητήσει συγγνώμη για τα «λάθη» που έγιναν στις πρώτες έξι εβδομάδες της θητείας της ως επικεφαλής της κυβέρνησης, ενώ προχώρησε και στη «θυσία» του υπουργού Οικονομικών σαν υπεύθυνου για τον αποτυχημένο προϋπολογισμό της Βρετανίας που αναστάτωσε στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να παραμείνει στην πρωθυπουργική θέση.
Σε μια ιστορική αναστροφή της δημοσιονομικής πολιτικής στην Αγγλία, ο νέος υπουργός Οικονομικών Τζέρεμι Χαντ, αντίστρεψε το μεγαλύτερο μέρος των δημοσιονομικών διακηρύξεων της Τρας, σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει τους επενδυτές που είχαν χάσει την εμπιστοσύνη τους προς την αξιοπιστία της νέας κυβέρνησης.
Παρόμοια αντιστροφή από την επιθετική νομισματική της πολιτική προχώρησε και η Τράπεζα της Αγγλίας, ανακοινώνοντας έκτακτα μέτρα και την καθυστέρηση στην πώληση δισεκατομμυρίων λιρών κρατικών ομολόγων για να περιορίσει το ξεπούλημα στα αγγλικά περιουσιακά στοιχεία, αλλά και να εξομαλύνει τις πιέσεις που δέχονταν τα συνταξιοδοτικά ταμεία εξαιτίας της κατάρρευσης των ομολόγων.
Διαβάστε επίσης: Ποιοι λαμβάνουν ΑΤΑ και τι προβλέπει η συμφωνία του 2017
*Υπεύθυνου Επενδυτικής Πολιτικής Exclusive Capital