Ο Μάρκους Μπράουν, πρώην επικεφαλής της άλλοτε κραταιάς και πλέον ατιμασμένης γερμανικής εταιρείας πληρωμών Wirecard, θα βρεθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου για τη μεγαλύτερη υπόθεση οικονομικής απάτης στην ιστορία της Γερμανίας.
Ο Μπράουν ηγήθηκε της μετέωρης γιγάντωσης της εταιρείας από έναν μεσαίου μεγέθους παίχτη σε ένα χρηματοοικονομικό μεγαθήριο της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας. Επενδυτές και πολιτικοί είχαν μείνει έκθαμβοι από την επιτυχία της Wirecard και εξεπλάγησαν ακόμη περισσότερο με την απότομη κατάρρευση και τον εξευτελισμό της.
Το σκηνικό για την πολύκροτη δίκη είναι μια αίθουσα υψίστης ασφαλείας στη φυλακή Stadelheim στο Μόναχο. Ο Μπράουν, που είναι προφυλακισμένος, αρνείται οποιαδήποτε αδικοπραγία. Στο εδώλιο κάθονται ακόμη δύο πρώην διευθυντές. Ο Όλιβερ Μπέλενχαους, επικεφαλής της θυγατρικής της Wirecard στο Ντουμπάι, και ο Στέφαν φον Έρφα, διευθυντής λογιστηρίου. Αν καταδικαστούν, αντιμετωπίζουν ποινή φυλάκισης πολλών ετών.
Σχεδιασμένη για τις δίκες υπόπτων τρομοκρατών ή μελών της μαφίας, η αίθουσα του δικαστηρίου βρίσκεται 5 μέτρα κάτω από το έδαφος, με αλεξίβομβο ταβάνι. Ένα δραματικό σκηνικό που αναμφισβήτητα ταιριάζει σε μια υπόθεση που συγκλόνισε το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο της Γερμανίας έως τον πυρήνα του.
Ένα στέλεχος πάντως που δεν θα βρίσκεται στο εδώλιο είναι ο πρώην επικεφαλής επιχειρησιακός διευθυντής της Wirecard. Όταν ήρθε στο φως η έκταση του σκανδάλου γύρω από τον γίγαντα πληρωμών τον Ιούνιο του 2020, ο Γιαν Μαρσάλεκ είχε ήδη εξαφανιστεί. Ήταν το δεξί χέρι του Μάρκους Μπράουν και είναι πλέον στη λίστα των καταζητούμενων της Europol. με την υποψία ότι διέπραξε απάτη από εμπορικές συμμορίες.
Πιστεύεται ότι κατέφυγε σε ένα αεροδρόμιο νότια της Βιέννης για να πετάξει στη Λευκορωσία με ιδιωτικό τζετ. Οι τελευταίες αναφορές τον τοποθετούν στη Ρωσία, αν και η κυβέρνηση της Μόσχας έχει απορρίψει τους ισχυρισμούς ότι είχε στενούς δεσμούς με τις υπηρεσίες ασφαλείας της.
Πώς έφτασε στην κορυφή
Η Wirecard ιδρύθηκε το 1999 σε ένα προάστιο του Μονάχου. Η εταιρεία επεξεργαζόταν διαδικτυακές πληρωμές με πιστωτική κάρτα, κυρίως για ιστότοπους πορνογραφίας και τυχερών παιχνιδιών, προτού επεκταθεί στον τομέα της παραδοσιακής τραπεζικής, εκδίδοντας πιστωτικές κάρτες και κάρτες προπληρωμής. Σε έναν κόσμο όπου οι πληρωμές χωρίς μετρητά είχαν γίνει βασιλιάς, η Wirecard ήταν τέλεια σε θέση να κυριαρχήσει.
Το 2005 εισήχθη στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης και το 2018 εντάχθηκε στον δείκτη Dax 30 με τα blue-chip της Γερμανίας, ξεπερνώντας ακόμη και την Commerzbank. Οι μετοχές της εκτινάχθηκαν στα €140 και η κεφαλαιοποίησή της σκαρφάλωσε στα €24 δισ. ευρώ. Δεν έτσι άργησε να θεωρηθεί μία γερμανική ιστορία επιτυχίας, με την τότε καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ να φτάνει στο σημείο να ασκεί πιέσεις για λογαριασμό της Wirecard κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης του 2019 στην Κίνα, όπου η εταιρεία ήθελε να εξαγοράσει μια επιχείρηση.
Στο παρασκήνιο όμως τα πράγματα ήταν πολύ σκοτεινά. Υπήρχαν ήδη αναφορές στους Financial Times που αμφισβητούσαν τα στοιχεία της Wirecard. Το 2016, μια ερευνητική εταιρεία έκανε ισχυρισμούς που συνέδεαν τη Wirecard με ξέπλυμα χρήματος και απάτη. Η Wirecard τότε απέκρουσε τις κατηγορίες επενδυτών και δημοσιογράφων, αισθανόμενη ότι έχει πλήρη κάλυψη από το γερμανικό κατεστημένο. Μάλιστα ο δημοσιογράφος των FT, Νταν Μάκρουμ, βρέθηκε στο στόχαστρο της εταιρείας επειδή έγραψε αναλυτικά άρθρα για αυτό.
Η αρχή του τέλους
Στις αρχές του 2019, η εταιρεία απέρριψε ως συκοφαντικό ένα ρεπορτάζ των FT που ανέφερε ότι τα αφεντικά της Wirecard είχαν πλαστογραφήσει και είχαν καθυστερήσει συμβάσεις. Τα έγγραφα που διέρρευσαν αποκάλυψαν τεράστια λογιστικά προβλήματα στις δραστηριότητες της Wirecard στην Ασία, αλλά η εταιρεία κατηγόρησε για αυτά τους κερδοσκόπους.
Αντί να ερευνήσει τη Wirecard, η αρχή εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα BaFin επέλεξε να ερευνήσει τους δημοσιογράφους και απαγόρευσε στους επενδυτές από το short-selling- δηλαδή στοιχήματα για πτώση της μετοχής της. Όταν ήρθε η απόφαση, η μετοχή είχε ήδη κάνει βουτιά 40%. Παρά την προστασία που απολάμβανε από κατεστημένο και αρχές, το 2020 ήρθε το τέλος. Η Wirecard κήρυξε πτώχευση αφού αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι 1,9 δισ. ευρώ που έλειπαν από τους λογαριασμούς της πιθανότατα… δεν υπήρχαν ποτέ.
Δύο τράπεζες στις Φιλιππίνες που υποτίθεται ότι είχαν στην κατοχή τους τα χρήματα, ξεκαθάρισαν ότι δεν ήταν πελάτες της Wirecard και η εταιρεία στη συνέχεια υπέβαλε αίτηση υπαγωγής σε καθεστώς προστασίας από τους πιστωτές.
Και έτσι ξαφνικά το «αγαπημένο παιδί» της Γερμανίας ήταν μία «καταστροφή και ντροπή» σύμφωνα με τα λόγια της ρυθμιστικής αρχής. Ο εισαγγελέας κατηγόρησε τον Μάρκους Μπράουν ότι υπέγραψε οικονομικές εκθέσεις που ήξερε ότι ήταν ανακριβείς και πως η Wirecard είχε πλαστά έγγραφα για να δείξει ότι διέθετε χρήματα που στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ. Μια έρευνα 9 μηνών από πέρυσι διαπίστωσε μια σειρά αποτυχιών στα συστήματα ελέγχου των οικονομικών της εταιρείας.
Η δίκη αναμένεται να διαρκέσει έως και το 2024. Μεταξύ εκείνων που θα την παρακολουθούν στενά θα είναι πολλοί επενδυτές που έχασαν εκατοντάδες εκατομμύρια, αλλά και ο πολιτικός κόσμος της χώρας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Οι «μεγιστάνες» των καυσίμων – Αυτοί είναι οι 10 πλουσιότεροι στον κόσμο