O οίκος αξιολόγησης Fitch επιβεβαίωσε το μακροπρόθεσμo αξιόχρεο (IDR) για την Τράπεζα Κύπρου και την Ελληνική Τράπεζα στο Β- και στο Β αντίστοιχα διατηρώντας σταθερό ορίζοντα, επισημαίνοντας ότι στην απουσία διαρθρωτικής λύσης η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των δύο τραπεζών θα παραμείνει αδύναμη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Παράλληλα, ο οίκος αναβάθμισε το μακροπρόθεσμο αξιόχρεο των ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης της Τράπεζας Κύπρου στο CCC/RR6 από CC/RR6 αφαιρώντας την τράπεζα από το θετική παρακολούθηση.
«Η αξιολόγηση της Τράπεζας Κύπρου και της Ελληνικής Τράπεζας πηγάζει από την κακή ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού και την συνακόλουθη υψηλή επιβάρυνση των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (δανείων) στα κεφάλαιά τους», αναφέρει ο Fitch.
Στην περίπτωση της Ελληνικής, ο οίκος επισημαίνει το υψηλό ποσοστό των ποιοτικών στοιχείων ενεργητικού, εκτός των δανείων, στον ισολογισμό της που υποστηρίζουν την γενικότερη ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού και την ρευστότητά της κάτι που αιτιολογεί την κατά μία βαθμίδα ψηλότερη αξιολόγηση της από την Τράπεζα Κύπρου.
Σύμφωνα με τον Fitch, παρά τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων (ΜΕΧ) κατά 40% στην Τράπεζα Κύπρου από το τέλος του 2015 μέχρι το τέλος του 2017 και την μείωση κατά 17% των ΜΕΔ στην Ελληνική κατά την ίδια περίοδο, «η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού παραμένει πολύ αδύναμη και στις δύο τράπεζες».
Ωστόσο, όπως αναφέρεται «η αναλογία των ΜΕΧ έναντι των συνολικών δανείων παραμένει επίμονα υψηλά, στο 47% στην Τράπεζα Κύπρου και στο 53% στην Ελληνική».
Σημειώνει ακόμη την αύξηση των παραδοχών για τις προβλέψεις και στις δύο τράπεζες στο πλαίσιο της Διαδικασίας Εποπτικής Εξέτασης και Αξιολόγησης, με τον δείκτη κάλυψης στο τέλος του 2017 στην Τράπεζα Κύπρου να βρίσκεται στο 48% στην Τράπεζα Κύπρου και στο 60% στην Ελληνική Τράπεζα.
«Ενώ θεωρούμε τις αναθεωρημένες παραδοχές πιο ρεαλιστικές, τα επίπεδα κάλυψης συνεχίζουν να αντανακλούν την υψηλή εξάρτηση από τις εξασφαλίσεις», αναφέρει ο οίκος.
Για την Ελληνική, ο Fitch σημειώνει ότι λαμβάνει υπόψη την υψηλή ποιότητα των άλλων περιουσιακών στοιχείων και ειδικότερα την μεγάλη κατάθεση ρευστών στην ΕΚΤ (€2,2 δις) που αντιστοιχεί περίπου στο 30% των στοιχείων ενεργητικού της.
Ο οίκος σημειώνει τον στόχο της Τράπεζας Κύπρου για οργανική μείωση των ΜΕΧ κατά €2 δις το 2018, καθώς και την εξέταση επιλογών για μείωση των κινδύνων στον ισολογισμό της, ενώ σημειώνει πως η κοινοπραξία της Ελληνικής με την APS θα ενισχύσει «τον αρκετά χαμηλό ρυθμό μείωσης των ΜΕΧ».
Σημειώνει ωστόσο πως «παρά τις προσπάθειες των τραπεζών, η οργανική αντιμετώπιση των προβλημάτων στα περιουσιακά τους στοιχεία θα είναι μια μακρά διαδικασία. Αναμένουμε ότι η ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων και θα απατήσει τη συνέχιση του θετικού λειτουργικού περιβάλλοντος στην Κύπρο».
«Αναμένουμε ότι στην απουσία διαθρωτικών λύσεων, η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού θα παραμείνει αδύναμη σε μεσοπρόθεσμο διάστημα», σημειώνει ο οίκος.
Αναφέρει ακόμη ότι οι δύο τράπεζες παραμένουν ευαίσθητες στα εμπόδια στην ανάκαμψη της κυπριακής αγοράς ακινήτων, αλλά θεωρεί ότι οι δύο τράπεζες θα μειώσουν την επιβάρυνση στα κεφάλαιά τους.
Ο οίκος επισημαίνει την βελτίωση της ρευστότητας στην Τράπεζα Κύπρου και την ισχυρότερη θέση της Ελληνικής λόγω και της μεγάλης κατάθεσης στην ΕΚΤ, προσθέτοντας ότι η χρηματοδότηση και των δύο τραπεζών στηρίζεται κυρίως από τις καταθέσεις.
Θεωρεί ωστόσο ότι και οι δύο τράπεζες θα πρέπει να διατηρήσουν σχετικά υψηλά αποθέματα ρευστότητας προκειμένου, να μετριάσουν την δυνητική αστάθεια των μη εγχώριων καταθέσεων, που αποτελούν περίπου το 25% των καταθέσεων στην Τράπεζα Κύπρου και περίπου το 50% στην Ελληνική.
Πηγή: ΚΥΠΕ