Υεμένη: Τα όρια του ζωτικού χώρου ασφαλείας του Ισραήλ

Η Υεμένη έχει την πιο ιδιαίτερη σημασία θρησκευτικά γιατί είναι ο χώρος στον οποίο μετακινήθηκαν όλες οι αβρααμικές θρησκείες

Της Πωλίνας Άνιφτου*

Οι χώρες δεν αναγνωρίζουν ως στρατηγικό υπόβαθρο των σχεδιασμών τους μόνο τα σύνορά τους τα οποία παραμένουν ορισμένα και οριστά σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, αλλά ο σχεδιασμός για τη διατήρηση της κυριαρχίας τους πρωτίστως περιλαμβάνει και τη δημιουργία ζωνών επιρροής που μπορεί να πηγάζουν από τη στρατηγική ασφαλείας, τη σύζευξη σε θέματα κουλτούρας, καταγωγής και θρησκείας και τους οικονομικούς σχεδιασμούς.

Ο ορισμός του ζωτικού χώρου

Το Ισραήλ ιδρύθηκε το 1948 και είναι ένα νέο κράτος το οποίο και δεσμεύει μέσα στην κοινωνική του σύνδεση μια έντονη παγκοσμιότητα λόγω των εβραϊκών πληθυσμών που βρίσκονται στο Ισραήλ από πολλές χώρες, αλλά και μια έντονη συντηρητική εβραϊκή νοοτροπία που πηγάζει από τους εβραϊκούς νόμους (Halakha). Η στάση αυτή της κοινωνίας αποδίδεται και στην πολιτική, με αποτέλεσμα η πολιτική του Ισραήλ να έχει έντονο εξωγενή χαρακτήρα που πηγάζει από τη διαθήκη του παλαιού Βασιλείου του Ισραήλ υπό τον Δαβίδ και τον Σολομώντα:

α) το Ισραήλ κινείται στο να προστατεύσει τους Εβραίους εκτός Ισραήλ και

β) να κρατήσει τους δεσμούς των Ισραηλινών με τις χώρες καταγωγής τους, ώστε να γίνουν κινητήριος δύναμη για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής του Ισραήλ σε νέα εδάφη.

Το μοναδικό σχέδιο ασφαλείας που υπάρχει στην εξωτερική πολιτική του Ισραήλ εκπονήθηκε τη δεκαετία του 1950 από τον πρώτο πρωθυπουργό του Ισραήλ, τον Μπεν Γκιουριόν ο οποίος υπήρξε λάτρης των Αρχαίων Ελληνικών και προσπάθησε να εφαρμόσει τις μεθόδους του Θουκυδίδη στην εξωτερική πολιτική. Το σχέδιο αυτό ήταν αρκετό για τη δημιουργία των νέων συνόρων του Ισραήλ μετά τον πρώτο αραβο-ισραηλινό πόλεμο του 1949, αλλά δεν υπήρξε καμία πρόνοια για τη συμπεριφορική αναδιάταξη της χώρας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, όπου το Ισραήλ κινήθηκε προς την Κίνα και τη Βόρεια Κορέα για να σχηματίσει συμμαχίες στις αγοραπωλησίες όπλων, μέχρι που η επέμβαση των ΗΠΑ υπό τις κατηγορίες πως το Ισραήλ μετέφερε στην Κίνα μέρος της τεχνογνωσίας των Patriot ανάγκασε το Ισραήλ να αποχωρήσει από τις συμφωνίες με τις δύο κομμουνιστικές χώρες τη δεκαετία του ’90 και να ενταχθεί πλήρως στο δυτικό στρατόπεδο.

Οι ανησυχίες των ΗΠΑ όπως και των συμμάχων τους στην περιοχή όπως του Σάχη του Ιράν, είναι πως η κοινωνική σύνθεση του Ισραήλ λόγω των Κιμπούτζ πλησίαζε τον σοσιαλισμό και μπορούσε το Ισραήλ να εξελιχθεί σε έναν πυρήνα επιρροής της ΕΣΣΔ, εν μέσω μιας καθόλου εύκολης περιόδου που ο παν-αραβισμός εκφραζόμενος κυρίως από τον πρόεδρο Νάσερ της Αιγύπτου και το κομμουνιστικό κόμμα στο Ιράν έβρισκαν βοήθεια από την ΕΣΣΔ που ήθελε ένα Ισραήλ στο οποίο μετοίκησαν Εβραίοι από την ΕΣΣΔ στο πεδίο της διπλωματίας της και δεν ήθελε επουδενί λόγω ένα ισχυρό Ιράν όπου οι ΗΠΑ θα εγκαθιστούσαν στρατιωτικές βάσεις και θα εξέλισσαν το πυρηνικό του πρόγραμμα.

Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ και τα 120 δις δολάρια βοήθειας

Έτσι, το Ισραήλ μετατράπηκε σε κράτος πλήρως ελεγχόμενο από τις ΗΠΑ, έχοντας λάβει περισσότερη άμεση βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Μεταξύ 1949 και 1973, οι ΗΠΑ παρείχαν στο Ισραήλ κατά μέσο όρο περίπου 122 εκατομμύρια δολάρια ετησίως, συνολικά 3,1 δισεκατομμύρια δολάρια. Πριν από το 1971, το Ισραήλ λάμβανε συνολικά μόνο 277 εκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτική βοήθεια, όλα με τη μορφή δανείων. Συγκριτικά, τα αραβικά κράτη λάμβαναν σχεδόν τριπλάσια βοήθεια πριν από το 1971, 4,4 δισεκατομμύρια δολάρια ή 170 εκατομμύρια δολάρια ετησίως. Επιπλέον, σε αντίθεση με το Ισραήλ, το οποίο λαμβάνει σχεδόν όλη τη βοήθειά του από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα αραβικά έθνη έχουν λάβει βοήθεια από την Ασία, την Ανατολική Ευρώπη, τη Σοβιετική Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Το Κογκρέσο όρισε για πρώτη φορά ένα συγκεκριμένο ποσό βοήθειας για το Ισραήλ (ειδικό στόχο) το 1971.

Από το 1973, το Ισραήλ έχει λάβει περισσότερα από 120 δισεκατομμύρια δολάρια σε βοήθεια, συμπεριλαμβανομένων τριών ειδικών πακέτων βοήθειας. Η πρώτη ακολούθησε την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης Ισραήλ-Αιγύπτου και την αποχώρηση του Ισραήλ από το Σινά. Η αναδιάταξη των ισραηλινών δυνάμεων και η ανοικοδόμηση των αεροπορικών βάσεων στο Νεγκέβ κόστισε 5 δισεκατομμύρια δολάρια. Για να αντισταθμίσει εν μέρει αυτή την απόφαση το Ισραήλ έλαβε 3 δισεκατομμύρια δολάρια (2,2 δισεκατομμύρια δολάρια από τα οποία ήταν με τη μορφή δανείων υψηλού επιτοκίου) σε βοήθεια το 1979.

Το δεύτερο ειδικό πακέτο εγκρίθηκε το 1985, μετά τη σοβαρή οικονομική κρίση στο Ισραήλ, η οποία εκτόξευσε τους ρυθμούς πληθωρισμού έως και 445%. Η επείγουσα βοήθεια 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων - που εκταμιεύτηκε σε δύο δόσεις, το 1985 και το 1986 - χορηγήθηκε ως μέρος του προγράμματος οικονομικής σταθεροποίησης του Ισραήλ, το οποίο εφαρμόστηκε υπό την καθοδήγηση της Κοινής Ομάδας Οικονομικής Ανάπτυξης ΗΠΑ-Ισραήλ (JEDG).

Η οικονομική εξάρτηση του Ισραήλ από τις ΗΠΑ οδήγησε σε κοινωνικές ανακατατάξεις με το Ισραήλ να υιοθετεί μια πιο φιλοαμερικανική στάση εντός της χώρας και από την άλλη η εξωτερική του πολιτική να βρίσκεται στην ατζέντα των ΗΠΑ και να προσεγγίζει περιοχές όπως τις δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας μετά την πτώση της ΕΣΣΔ. Το Ισραήλ κινητοποιούσε τους κατέχοντες Εβραίους από τις χώρες τις ΕΣΣΔ να επενδύουν σε εβραϊκά και δυτικά κέντρα, συναγωγές, σχολεία, κτηριακές εγκαταστάσεις, ώστε η ισραηλινή επιρροή να αποτελεί το μακρύ χέρι των ΗΠΑ απέναντι σε Ρωσία και Κίνα στην περιοχή. Επιπλέον, η αναγνώριση του Ισραήλ από τις νέες δημοκρατίες οδήγησε σε καλές διπλωματικές σχέσεις με τις ΗΠΑ, όπως στην περίπτωση του Ουζμπεκιστάν και του Καζακστάν, που αναγνώρισαν αμέσως μετά την ανεξαρτησία τους το Ισραήλ παρά την αντίθεση του γειτονικού Ιράν και του ισλαμικού κόσμου.

Η πρώτη Aliyah και η ανάγκη της επιστροφής

Aliyah ονομάζεται η μετανάστευση των Εβραίων από τη διασπορά στην ιστορική περιοχή του Βασιλείου του Ισραήλ, η οποία είναι η γεωγραφική περιοχή της Παλαιστίνης που σήμερα εκπροσωπείται κυρίως από το κράτος του Ισραήλ. Παραδοσιακά περιγράφεται ως «η πράξη της ανόδου» προς την ιερή πόλη της Ιερουσαλήμ και η μετακίνηση στη Γη του Ισραήλ και αποτελεί ένα από τα πιο βασικά δόγματα του Σιωνισμού. Ο νόμος της επιστροφής, που ψηφίστηκε από το ισραηλινό Κοινοβούλιο το 1950, δίνει σε όλους τους Εβραίους της διασποράς, καθώς και στα παιδιά και τα εγγόνια τους, το δικαίωμα να μετεγκατασταθούν στο Ισραήλ και να αποκτήσουν ισραηλινή υπηκοότητα βάσει της σύνδεσης με την εβραϊκή τους ταυτότητα. Αξίζει να αναφερθεί πως η Aliyah είναι θρησκευτικό δόγμα και όχι νομοκανονιστικό, μιας και η συντριπτική πλειοψηφία των όσων ασπάστηκαν τον εβραϊσμό σε κάθε στάδιο του δεν έχει καταγωγή από την Παλαιστίνη ή το Βασίλειο του Ισραήλ, αλλά απλά ασπάστηκαν τον εβραϊσμό και θρησκευτικά αναζητούν επιστροφή στη γη που πιστεύουν ότι ανήκει ο εβραϊσμός και άρα και οι ίδιοι.

Η πρώτη Aliyah, γνωστή και ως Αγροτική Αλίγια, ήταν ένα μεγάλο κύμα εβραϊκής μετανάστευσης στην Οθωμανική Συρία από το 1881 έως το 1903, μέρος της οποίας ήταν η Ιερουσαλήμ. Οι Εβραίοι που μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη ήταν κυρίως από την Ανατολική Ευρώπη και την Υεμένη και υπολογίζεται ότι 25.000 Εβραίοι μετανάστευσαν εκείνη την περίοδο. Στα τέλη του 19ου αιώνα, το 99,7% των Εβραίων του κόσμου ζούσε εκτός της περιοχής, με τους Εβραίους να αντιπροσωπεύουν μόνο το 2–5% του πληθυσμού της περιοχής της Παλαιστίνης. Η μαζική μετανάστευση των Εβραίων στην Παλαιστίνη είχε κατά συνέπεια ξεκινήσει από το 1882 και εντάθηκε μετά τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του Ισραήλ το 1948, όπου περισσότεροι από 3 εκατομμύρια Εβραίοι μετανάστευσαν στο Ισραήλ κυρίως λόγω του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και από το 2014, το Ισραήλ και τα κατεχόμενα από το Ισραήλ εδάφη περιέχουν περίπου το 42,9% του παγκόσμιου εβραϊκού πληθυσμού.

Η σημασία της Υεμένης για τις αβρααμικές​ θρησκείες

Η μετανάστευση από την Υεμένη στην Ιερουσαλήμ ξεκίνησε στις αρχές του 1881 και συνεχίστηκε σχεδόν αδιάκοπα μέχρι το 1914. Περίπου το 10% των Εβραίων της Υεμένης διέφυγαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Μετά από αυτό το κύμα, πολλοί Εβραίοι από την κεντρική Υεμένη συνέχισαν να μεταναστεύουν στις οθωμανικές συριακές επαρχίες μέχρι το 1914. Η πλειοψηφία αυτών των ομάδων μετακόμισε στην Ιερουσαλήμ και τη Γιάφα. Σήμερα στην Υεμένη κατοικούν σύμφωνα με αναφορές του ΟΗΕ το 2022 μόνο επτά Εβραίοι, αφού οι πλείστοι από το 2015 εκβιάστηκαν και εκδιώχθηκαν από τη χώρα, όταν πριν το 1948 η χώρα είχε περίπου 50.000 Εβραίους.

Η Υεμένη έχει την πιο ιδιαίτερη σημασία θρησκευτικά γιατί είναι ο χώρος στον οποίο μετακινήθηκαν όλες οι αβρααμικές θρησκείες και περιπλανήθηκαν οι Εβραίοι και μάλιστα η πρωτεύουσα της χώρας η Σαναά ιδρύθηκε από τον Σαμ τον γιο του Νώε λίγο μετά τον Κατακλυσμό. Η χώρα βέβαια μετά έγινε κατοικία πολλών μουσουλμάνων διδασκάλων κατά την περίοδο του προφήτη Μοχάμαντ. Παραμένει, όμως, το μεγάλο παράπονο των Εβραίων γιατί μπορεί η εβραϊκή κοινότητα να μην υφίσταται πια, όμως η επιστροφή στην Υεμένη συμβολίζει και την επέκταση του εβραϊσμού στη Γη του Ισλάμ, την επαναπροσέγγιση του εβραϊσμού στις ρίζες του στη Μεσοποταμία αλλά και στο πιο ισχυρό προπύργιο του για να εδραιωθεί παγκοσμίως, στη χώρα από την οποία όλες οι ιδέες μετακινούνταν από τη Δύση στην Ανατολή μέσω των λιμανιών της και θα μπορούσε να υπάρξει στήριγμα για τους Αιθίοπες Εβραίους. Η απουσία του εβραϊσμού από την Υεμένη περιόρισε δραστικά την επίδρασή του παγκοσμίως, αλλά και τη μεταλαμπάδευσή του στην Αφρική μέσω της Αιθιοπίας, όπου η Υεμένη αποτελούσε μέρος του αρχαίου Βασιλείου της Αβησσυνίας.

Η γεωπολιτική εκδίκηση εναντίον της Trident

Το κίνημα του παν-αραβισμού από το 1950 μέχρι το 1980 ήταν η μεγαλύτερη απειλή για το Ισραήλ αλλά και για το Ιράν και την Τουρκία ως μουσουλμανικές αλλά μη αραβικές χώρες που συνδέονταν ήδη με το Δόγμα της Περιφέρειας από το 1960. Οι τρεις χώρες μέσω των Μυστικών τους Υπηρεσιών συντονίστηκαν κάτω από το δόγμα μιας Οργάνωσης συνεργασίας, της «Trident» που λειτούργησε μεταξύ 1956 και 1979 με τακτικές συναντήσεις μεταξύ των ανώτατων αξιωματούχων πληροφοριών των τριών κρατών που ασχολούνταν με θέματα αντικατασκοπείας και ασφάλειας.

Τον Σεπτέμβριο του 1962 ο ταξίαρχος Σαλάλ ανέτρεψε τη μοναρχία στην Υεμένη και ανακήρυξε δημοκρατία με την υποστήριξη της Αιγύπτου και του Νάσερ, που η είσοδος της Υεμένης στο κύμα του παν-αραβισμού ήταν μια ευκαιρία να επεκτείνει την επιρροή του. Η Αίγυπτος υποστήριξε αμέσως το νέο καθεστώς, ενώ το Ισραήλ και το Ιράν αντιλήφθηκαν πως η επιρροή του Νάσερ σε εμπορικές δραστηριότητες στην Υεμένη ήταν απειλή ζωτικής σημασίας για τη διέλευση του ιρανικού πετρελαίου που έφτανε στη Διώρυγα του Σουέζ ή στο λιμάνι του Εϊλάτ μέσω του Bab-al Mandab του στενού της Υεμένης με την Αφρική. Η κατάργηση της μοναρχίας στην Υεμένη υπήρξε και άμεση απειλή προς τη Σαουδική Αραβία, αφού η νέα στρατιωτική κυβέρνηση στην Υεμένη ζήτησε από τον λαό της Σαουδικής Αραβίας να καταργήσει τη μοναρχία και να ακολουθήσει το παράδειγμα της Υεμένης.

Οι εκπρόσωποι του Ιράν και του Ισραήλ μετά από κάλεσμα της Σαουδικής Αραβίας και με πρόσχημα τον παν-αραβισμό έστειλαν Ιρανούς αξιωματικούς στη Βόρεια Υεμένη για παροχή στρατιωτικής εκπαίδευσης και υποστήριξης των αντικαθεστωτικών ανταρτών. Τα πυρομαχικά στάλθηκαν από την Τεχεράνη με ιρανικά στρατιωτικά αεροσκάφη προς την Ταΐφ στη Δυτική Σαουδική Αραβία και στη συνέχεια με φορτηγά στην Υεμένη. Όταν αργότερα χρειάστηκαν περισσότερα όπλα, το Ισραήλ έστειλε στην Τεχεράνη σοβιετικό οπλισμό που έλαβε ως λάφυρα από τους αραβο-ισραηλινούς πολέμους.

Ήταν η περίοδος πριν την Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν, όπου Ιράν και Ισραήλ λειτουργούσαν μαζί. Η πρόσβαση του Ιράν τότε στην περιοχή και η χρηματοδότηση των Υεμενιτών ανταρτών από τον Σάχη, ιστορικά έφερε το Ιράν κοντά στην Υεμένη, ώστε τη δεκαετία του ’90 όταν έκλειψε η συμμαχία με το Ισραήλ να στηρίξει και να εξοπλίσει τους σημερινούς Χούθις, που δρουν αντιμοναρχικά απέναντι στη Σαουδική Αραβία και προωθούν την εθνική ταυτότητα της Υεμένης, αλλά και το πολιτικό Ισλάμ ως ορισμό συνεργασίας με την Τεχεράνη. Εκτός αυτού η Trident υπήρξε η αφετηρία για τους Χούθις από το 1990 να τάσσονται κατά του Ισραήλ, να οδηγήσουν σε εξαφάνιση την εβραϊκή κοινότητα της Υεμένης και να θεωρούν το Ισραήλ έναν βασικό ανταγωνιστή στην περιοχή που θέλει να εμπλακεί στον έλεγχο της Ερυθράς Θάλασσας.

Η γεω-οικονομική αξία της Υεμένης

Το στενό Bab Al Mandab είναι σημείο πολλών συγκρούσεων, διαφωνιών και πολέμων επιρροής που σχετίζονται με την πολιτική, αλλά κυρίως αφορούν το πετρέλαιο και το παγκόσμιο εμπόριο. Από την αφρικανική πλευρά συνορεύει με το Τζιμπουτί, ενώ στην ασιατική με την Υεμένη. Βρίσκεται στη μέση των πέντε ηπείρων για να αποτελέσει έναν ζωτικής σημασίας στρατηγικό σύνδεσμο στη θαλάσσια εμπορική οδό μεταξύ της Μεσογείου και του Ινδικού Ωκεανού μέσω της Ερυθράς Θάλασσας, του λιμανιού του Εϊλάτ και της Διώρυγας του Σουέζ στα βόρεια και του Κόλπου του Άντεν στα νότια. Το ποσοστό του ετήσιου όγκου διεθνούς εμπορίου που διέρχεται από τα στενά πλάτους 30 μέτρων ισούται με 700 δισεκατομμύρια δολάρια που αντιπροσωπεύουν περίπου το 13-14% του συνολικού παγκόσμιου εμπορικού όγκου.

Στο λιμάνι του Άντεν το 2015 βρίσκονταν περίπου 178.000 εμπορευματοκιβώτια μετά την ανάκαμψη από τον εμφύλιο πόλεμο, φτάνοντας περίπου τα 465 χιλιάδες εμπορευματοκιβώτια το 2019, καθώς ήταν το πιο ενεργό λιμάνι υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης. Ο προσανατολισμός της κυβέρνησης της Υεμένης να αναπτύξει το λιμάνι του Άντεν ξεκίνησε ώστε η λειτουργία του να αποτελέσει ένα κρίσιμο εισόδημα για το κράτος. Η κυβέρνηση της Υεμένης επιθυμεί να αναπτύξει το λιμάνι του Άντεν με όλους τους δυνατούς τρόπους, ειδικά χρησιμοποιώντας την τεχνογνωσία διεθνών αναπτυξιακών εταιρειών. Η διέξοδος της χώρας ειδικά μετά τον εμφύλιο υπήρξε η ένταξή της στον Δρόμο του Μεταξιού, με την κυβέρνηση της Υεμένης να επιδιώκει να ενεργοποιήσει τη συμφωνία του 2015 μεταξύ Υεμένης και Κίνας για την υλοποίηση ενός μεγάλου κινεζικού έργου που θα συνδέει πολλές χώρες σε μία ναυτιλιακή γραμμή από την Κίνα στην Ευρώπη μέσω της Μέσης Ανατολής. Ο Δρόμος του Θαλάσσιου Μεταξιού κοστίζει πάνω από 1 τρισεκατομμύριο USD, με αξία 705 εκατομμυρίων USD της επένδυσης στο λιμάνι του Άντεν.

Το λιμάνι του Άντεν μπορεί να είναι το σημείο αγκύρωσης μεταξύ του λιμανιού Gwadar και του Σουέζ, μπορεί να αποτελέσει για τα πλοία που φεύγουν από τον Περσικό Κόλπο σημείο ανεφοδιασμού ή ακόμη και στρατηγικό σημείο εκφόρτωσης, φύλαξης ή συντήρησης πλοίων που επιτελούν δρομολόγια μεταξύ των 5 ηπείρων. Η Υεμένη έχει πολλά λιμάνια κατά μήκος των συνόρων της, ενώ έχει στρατηγικό έλεγχο στο στενό Bab Al-Mandab που έχει θέα σε όλα τα πλοία που ταξιδεύουν μεταξύ ανατολής και δύσης. Αυτό σημαίνει ότι η Υεμένη είναι μια χώρα κατά μήκος της ζώνης και του δρόμου που η συνεργασία μαζί της μπορεί να αποφέρει πολλά οικονομικά οφέλη ειδικά στον τομέα των Θαλάσσιων Μεταφορών και των Λιμενικών Υπηρεσιών λόγω της μοναδικής στρατηγικής της θέσης και των πλούσιων λιμανιών της.

Η στρατηγική θέση της Υεμένης προβληματίζει το Ισραήλ, που ο έλεγχος των όσων υπεισέρχονται στο λιμάνι του Εϊλάτ περνά από την Υεμένη, αλλά και οι επενδύσεις του στο Σουδάν φαίνεται να δρουν προς τη δημιουργία μιας μόνιμης ισραηλινής βάσης μετά τις Συμφωνίες του Αβραάμ (2020) που να εμπλακεί στις θαλάσσιες οδούς πριν το Σουέζ και να μετακινεί την εμπορευματική κίνηση από τη Διώρυγα του Σουέζ στο στρατηγικό λιμάνι του Εϊλάτ, ώστε μέσω χερσαίων διαδρομών να μεταφέρονται στο λιμάνι του Ασκελόν τα εμπορεύματα και από εκεί διά της Μεσογείου στη δυτική αγορά, ενώ το πετρέλαιο θα ακολουθεί ακριβώς τον ίδιο δρόμο μέσω των αγωγών Εϊλάτ και Ασκελόν (EAPC). Για να επιτευχθεί το πιο πάνω εγχείρημα πρέπει κατ’ αρχάς να καταπολεμηθεί η σχέση του Σουδάν με ένοπλες οργανώσεις του Ισλαμικού Κόσμου, όπως η Χαμάς και κατά δεύτερον να μετατραπεί μέρος της Γάζας το οποίο απέχει μόνο 12 χλμ από το Ασκελόν σε «νεκρή ζώνη» και να αλλάξει η δημογραφία των περιοχών κοντά στο Εϊλάτ που έχει πολλά αραβικά χωριά στην επικράτεια του Ισραήλ.

Το Eilat Oil Port φιλοξενεί δεξαμενόπλοια έως 350.000 dwt, με χωρητικότητα αποθήκευσης έως και 1,4 εκατομμύρια κυβικά μέτρα. Το Ashkelon Oil Port μπορεί να δεχθεί δεξαμενόπλοια έως 250.000 dwt και έχει χωρητικότητα αποθήκευσης έως 2,3 εκατομμύρια κυβικά μέτρα. Εκτός από την παραδοσιακή δραστηριότητα μεταφοράς και αποθήκευσης αργού πετρελαίου που προσφέρει σε Ισραηλινούς και διεθνείς πελάτες, η EAPC παρέχει Υπηρεσίες Υποδομής σε τομείς όπως το Υγραέριο, τα Προϊόντα Πετρελαίου και ο Άνθρακας και διαθέτει επίσης τερματικό σταθμό λήψης φυσικού αερίου από ισραηλινές και εξωτερικές πηγές.

Το EAPC προσφέρει μια εναλλακτική λύση στη Διώρυγα του Σουέζ, η οποία περιορίζεται από το μέγεθος των δεξαμενόπλοιων και στον αγωγό SUMED στην Αίγυπτο που μεταφέρει πετρέλαιο μόνο προς μία κατεύθυνση από τον τερματικό σταθμό της Ερυθράς Θάλασσας στο Ain Sukhna έως το Sidi Kerir στη Μεσόγειο. Και η αποστολή αργού πετρελαίου από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας στη Ν. Αφρική είναι πολύ πιο αργή και ακριβότερη.

Αξίζει να σημειωθεί ότι,Α μεταξύ 2000 και 2017, τα κράτη του Κόλπου, κορυφαία των οποίων είναι η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ, επένδυσαν περίπου 13 δισεκατομμύρια δολάρια στην Αφρική και ξόδεψαν 6,6 δισεκατομμύρια δολάρια με τη μορφή αναπτυξιακής βοήθειας. Επιπλέον, το Ριάντ προσπάθησε να ενθαρρύνει τους πιστωτές και τους εταίρους της Παγκόσμιας Τράπεζας, να εγκρίνουν την ελάφρυνση των χρεών του Σουδάν (περίπου 60 δισεκατομμύρια δολάρια συνολικά), κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης του Παρισιού στις 17 Μαΐου 2021, ώστε το Σουδάν να μετατραπεί σε μια εναλλακτική του παγκόσμιου εμπορίου απέναντι στην Υεμένη που παραμένει στα χέρια των Χούθις και κινείται εναντίον των Συμφωνιών του Αβραάμ και της Σαουδικής Αραβίας.

Μέρες αργότερα από την εισήγηση αυτή, το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών αφαίρεσε επισήμως το Σουδάν από τη λίστα των κρατών που υποστηρίζουν την τρομοκρατία στις 20 Μαΐου 2021. Μια σειρά συναντήσεων μεταξύ Χαρτούμ και Ριάντ οδήγησε στη σύναψη εταιρικής σχέσης για τον συντονισμό επενδύσεων 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο Σουδάν, μαζί με τη δέσμευση της Σαουδικής Αραβίας να στείλει ομάδες βοήθειας σε διάφορες περιοχές στο Σουδάν.

Η υποστήριξη του Σουδάν από τη Σαουδική Αραβία ενθάρρυνε τις σαουδαραβικές γεωργικές εταιρείες, όπως ο Όμιλος Al Rajhi να πραγματοποιήσουν περισσότερες επενδύσεις στο Σουδάν, ειδικά στο Νταρφούρ, το οποίο σπαράχθηκε από τον πόλεμο. Η συνεργασία των δύο χωρών επέφερε συνολικά επενδύσεις άνω των 35 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο Σουδάν. Επιπλέον, από το 2020, μόνο οι επενδύσεις στον αγροτικό τομέα έφτασαν τα 26,5 δισεκατομμύρια δολάρια και πλέον η παρουσία της Σαουδικής Αραβίας γίνεται ανταγωνιστική και προς το Ισραήλ που θεωρεί το Σουδάν ως τον σύνδεσμό του να ενώσει τον ζωτικό του χώρο από την Κεντρική Ασία, την Ινδία και την Αφρική ως μια περιφέρεια ασφαλείας που εκτείνεται μέχρι το Μαρόκο. 

Διαβάστε επίσης: Πότε θα αυξηθούν οι τιμές λόγω επιθέσεων στην Ερυθρά - Γεωγραφία και.. αυτογκόλ

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ