Η οικονομία αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες ανησυχίες των Γερμανών ψηφοφόρων ενόψει των εκλογών της Κυριακής. Τα τελευταία χρόνια η Γερμανία από οικονομική δύναμη της Ευρώπης έχει μετατραπεί σε ασθενή της ανάπτυξης της ευρωζώνης. Για ορισμένους, αυτό εγείρει ερωτήματα σχετικά με το οικονομικό μοντέλο της χώρας, το οποίο βασίζεται περισσότερο στη βιομηχανία και τις εξαγωγές από ό,τι οι περισσότερες άλλες μεγάλες οικονομίες.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας ήταν ερείπια, η Δυτική Γερμανία έδειξε ότι η οικονομία της μπορούσε να αναγεννηθεί γρήγορα από τις στάχτες της, σε αυτό που ονομάστηκε Wirtchaftswunder ή «οικονομικό θαύμα».
Η εισαγωγή του γερμανικού μάρκου, η κατάργηση των ελέγχων των τιμών και τα υψηλά επίπεδα επενδύσεων κεφαλαίου χάρη στο αμερικανικό σχέδιο Μάρσαλ για τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση ήταν οι κινητήριοι μοχλοί της ανάκαμψης. Το 1989, τη χρονιά της πτώσης του τείχους του Βερολίνου, η Γερμανία ήταν η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Όμως η επανένωση της χώρας επέβαλε υπέρογκο κόστος. Η επιβράδυνση της εξαγωγικής ζήτησης κατά τη διάρκεια εκείνης της δεκαετίας συνέβαλε σε διψήφια ποσοστά ανεργίας και, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η Γερμανία χαρακτηρίστηκε «ο ασθενής της Ευρώπης».
Ο καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ εφάρμοσε σκληρές μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά – επιβάλλοντας κυρώσεις σε όσους απέρριπταν προσφορές εργασίας και περιορίζοντας τα επιδόματα ανεργίας – μεταξύ 2002 και 2005. Ενώ οι μεταρρυθμίσεις έπληξαν το βιοτικό επίπεδο, με αποτέλεσμα την αύξηση των χαμηλόμισθων εργαζομένων και της προσωρινής απασχόλησης, οι υποστηρικτές τους σημείωναν ότι αυτές οι πολιτικές συνέβαλαν στην απότομη μείωση της ανεργίας, ιδίως της μακροχρόνιας. Η οικονομική ανάπτυξη επιταχύνθηκε καθώς η Γερμανία επέμεινε σε ένα οικονομικό μοντέλο που χαρακτηριζόταν από μια ισχυρή βιομηχανική βάση, με ναυαρχίδα τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Ως τεχνολογικά προηγμένη χώρα, η Γερμανία αξιοποίησε στο έπακρο το συγκριτικό της πλεονέκτημα εστιάζοντας σε προϊόντα υψηλής ποιότητας.
Φθηνή ενέργεια
Πρώτα υπό τον Σρέντερ και στη συνέχεια υπό τη διάδοχό του Άνγκελα Μέρκελ, η Γερμανία και η βιομηχανία της καλλιέργησαν μια εξάρτηση από τις φθηνές εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία – μια ενεργειακή εταιρική σχέση στην οποία προσκολλήθηκε ακόμη και μετά την εισβολή της Ρωσίας στη Γεωργία το 2008 και την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Έχοντας εξασφαλίσει φτηνές και άφθονες ενεργειακές προμήθειες από τη Μόσχα, η Γερμανία αποφάσισε το 2011 να καταργήσει σταδιακά την πυρηνική ενέργεια μετά την καταστροφή στη Φουκουσίμα. Σχεδίαζε να κλείσει τα τελευταία εργοστάσια μέχρι το 2022. Την χρονιά πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, το 32% του φυσικού αερίου, το 34% του αργού πετρελαίου και το 53% του λιθάνθρακα που λάμβαναν οι γερμανικές εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και οι χαλυβουργίες προέρχονταν από τη Ρωσία, σύμφωνα με το Reuters.
Ισχυρές εξαγωγές
Το 2002, το ευρώ έγινε πραγματικότητα για 320 εκατομμύρια ανθρώπους. Οι Γερμανοί αναδείχθηκαν ως οι μεγαλύτεροι κερδισμένοι από το κοινό νόμισμα με τους Ευρωπαίους ομολόγους τους. Για μια χώρα που βασίζεται στη δύναμη της εξαγωγικής της βάσης, η ισοτιμία 2 προς 1 μεταξύ του μάρκου και του ευρώ ήταν πολύ γενναιόδωρη για τους εξαγωγείς, κάνοντας τα προϊόντα τους να φαίνονται φθηνότερα στις ευρωπαϊκές αγορές. Η ανάπτυξη της Κίνας, που επιταχύνθηκε με την ένταξή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001, έφερε τεράστια ζήτηση για βιομηχανικά προϊόντα «Made in Germany».
Αυτό αύξησε το χαρακτηριστικό εμπορικό πλεόνασμα της γερμανικής οικονομίας, δηλαδή η χώρα εξάγει περισσότερα από όσα εισάγει. Οι ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες ζήτησαν γερμανικά προϊόντα υψηλής ποιότητας και ενδιάμεσες προμήθειες.
Τα χρυσά χρόνια
Αυτό το οικονομικό μοντέλο εξαγωγής μεταποιητικών προϊόντων λειτούργησε για σχεδόν δύο δεκαετίες και κατέστησε τη Γερμανία την ατμομηχανή της οικονομίας της ευρωζώνης και την «άγκυρα» του ενιαίου νομίσματος. Άλλες χώρες μέλη όμως οδηγήθηκαν σε κρίση το 2008. Κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης δημόσιου χρέους, η οποία διήρκεσε αρκετά χρόνια, η Γερμανία -που επωμίζεται περισσότερο από το ένα τέταρτο του ευρωπαϊκού λογαριασμού- ισχυριζόταν ότι κουράστηκε να διασώζει αυτό που οι κυβερνώντες συντηρητικοί της Μέρκελ θεωρούσαν ως κράτη που ζούσαν αλόγιστα πέρα από τις δυνατότητές τους. Η Γερμανία απαίτησε αυστηρά μέτρα λιτότητας σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ιταλία και η Ισπανία. Η λιτότητα άφησε ένα ανεξίτηλο σημάδι στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, με περικοπές στην εκπαίδευση, την υγεία και τις κοινωνικές παροχές. Μια νέα γενιά πτυχιούχων δεν μπόρεσε να βρει δουλειά σε χώρες όπως η Ισπανία ή η Ιταλία, όπου η ανεργία των νέων ξεπέρασε το 50%.
Το τέλος της φθηνής ενέργειας
Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια υπήρχαν εξελίξεις που υπονόμευαν το γερμανικό οικονομικό μοντέλο. Το πρώτο χτύπημα ήρθε με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία: Η Γερμανία είχε γίνει υπερβολικά εξαρτημένη από τις ρωσικές εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, και το 2022 οι τιμές της ενέργειας εκτοξεύτηκαν. Επιπλέον, ο τελευταίος πυρηνικός σταθμός στη Γερμανία έκλεισε το 2023, περιορίζοντας τις διαθέσιμες επιλογές ως εναλλακτική λύση στα ρωσικά καύσιμα.
Οι εμπορικοί δασμοί
Η αλματώδης αύξηση των τιμών δυσκόλεψε τη γερμανική βιομηχανία να παραμείνει ανταγωνιστική, ιδίως όσον αφορά τις ενεργοβόρες δραστηριότητες. Το 2023 σημειώθηκε πτώση της παραγωγής στους ενεργοβόρους τομείς κατά 20%. Η ενεργειακή κρίση επιδείνωσε την πτώση που είχε ξεκινήσει στη βιομηχανική παραγωγή στα τέλη του 2017.
Το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας είχε και μια άλλη εξάρτηση που έγινε η αχίλλειος πτέρνα της: η εξάρτησή της από τις εξαγωγές, ιδίως προς την Κίνα. Παρόλο που η Γερμανία επωφελήθηκε σημαντικά από τις εξαγωγές προς τη μεγαλύτερη οικονομία της Ασίας και την εξωτερική ανάθεση στην οικονομία έντασης εργασίας, η Κίνα ανέβαινε ποιοτικά για να εξελιχθεί σε έναν σκληρό ανταγωνιστή. Και υπήρχαν επίσης ενδείξεις ότι η ισχυρή ανάπτυξη της Κίνας των προηγούμενων ετών είχε αρχίσει να επιβραδύνεται, επιβαρύνοντας τη ζήτησή της για γερμανικές εισαγωγές. Η Γερμανία έχει επίσης ένα σημαντικό εμπορικό πλεόνασμα με τις ΗΠΑ, το οποίο έφτασε στο ρεκόρ των 70 δισεκατομμυρίων ευρώ πέρυσι και θα μπορούσε τώρα να τεθεί σε κίνδυνο εάν ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ εφαρμόσει τους δασμούς που απείλησε. Σε έναν εμπορικό πόλεμο μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης, η μέχρι πρότινος αξιοζήλευτη βιομηχανική ισχύς της Γερμανίας θα γινόταν ευάλωτη. Περίπου το ένα τέταρτο αυτού του πλεονάσματος, το οποίο έφθασε σε νέο υψηλό το 2024, προέρχεται από την αυτοκινητοβιομηχανία.
Η αργή εκκίνηση στην κούρσα της τεχνολογίας
Ενώ οι δύο κύριοι εμπορικοί εταίροι της, η Κίνα και οι ΗΠΑ, επένδυαν σημαντικά στην καινοτομία και προχωρούσαν γρήγορα για να γίνουν πρωταθλητές στην κούρσα της ηλεκτροκίνησης, η Γερμανία επικεντρώθηκε πλήρως στη διάσωση της προβληματικής βιομηχανίας της, αντί να επενδύσει στο μέλλον. Η χώρα που βρισκόταν στην πρώτη γραμμή της βιομηχανικής καινοτομίας για δεκαετίες, δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στην ψηφιακή εποχή.
Οι Γερμανοί είναι αρκετά απρόθυμοι να αγκαλιάσουν τις νέες τεχνολογίες. Τα φαξ εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στα τρία τέταρτα των γερμανικών επιχειρήσεων και μία στις τέσσερις επιχειρήσεις εξακολουθεί να τα χρησιμοποιεί συχνά ή πολύ συχνά, όπως έδειξε έρευνα της Bitkom το 2024. Το φρένο χρέους έχει περιορίσει τη δυνατότητα της Γερμανίας να επενδύσει στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας της. Η υιοθέτηση της τεχνολογίας υπήρξε ένα από τα θύματα αυτής της αυτοπροκαλούμενης λιτότητας.
Η ψηφιοποίηση δεν αποτέλεσε ποτέ προτεραιότητα, όπως δείχνει το παράδειγμα των οπτικών ινών. Η πρώην καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ υποσχέθηκε να επενδύσει δισεκατομμύρια ευρώ σε γρήγορο διαδίκτυο, αλλά τα χρήματα που προορίζονταν γι’ αυτό δεν έφτασαν. Η Γερμανία κατατάσσεται στην 36η θέση μεταξύ 38 βιομηχανικών οικονομιών όσον αφορά τις γρήγορες συνδέσεις στο διαδίκτυο. Δεν υπήρχε μόνο έλλειψη επενδύσεων στην καινοτομία και την τεχνολογία, αλλά και στις δημόσιες υποδομές. Οι καταρρέουσες γέφυρες της Γερμανίας και η αυξανόμενη έλλειψη αξιοπιστίας του σιδηροδρομικού της συστήματος είναι παραδείγματα του πώς οι δεκαετίες υποεπένδυσης γίνονται αισθητές από τους πολίτες στην καθημερινή τους ζωή. Μέχρι και 5.000 από τις 40.000 γέφυρες κατά μήκος των αυτοκινητοδρόμων της Γερμανίας βρίσκονται σε τόσο κακή κατάσταση που χρειάζονται επειγόντως επισκευή.
Το φρένο του χρέους
To συνταγματικό φρένο χρέους της Γερμανίας εμπόδισε τις διαδοχικές κυβερνήσεις να κάνουν ζωτικές επενδύσεις, από δημόσιες υποδομές έως εκπαίδευση δεξιοτήτων, που απαιτούνται για την αναμόρφωση του προβληματικού οικονομικού μοντέλου της Γερμανίας, υποστηρίζουν οικονομολόγοι. Το φρένο χρέους – μέρος της απάντησης της Γερμανίας στην οικονομική κρίση του 2009 υπό την πρώην Καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ – περιορίζει το έλλειμμα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης σε μόλις 0,35% του ΑΕΠ. Συγκριτικά, πέρυσι το έλλειμμα του προϋπολογισμού των ΗΠΑ ήταν περισσότερο από το 6% του ΑΕΠ. Ο Φρίντριχ Μερτς, ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών που είναι το φαβορί για να αναλάβει καγκελάριος μιας κυβέρνησης συνασπισμού μετά τις εκλογές, αφήνει αθόρυβα την πόρτα ανοιχτή για μεταρρυθμίσεις, ανέφεραν στο Reuters μέλη του κόμματος.
Η επίσημη θέση του είναι ότι το φρένο χρέους πρέπει να παραμείνει στο σύνταγμα και ότι δεν υπάρχουν σχέδια για μεταρρύθμιση. Πράγματι, ο Μερτς απέρριψε τις πιέσεις πέρυσι το καλοκαίρι από ανώτερα μέλη του κόμματός του CDU να αναφέρουν ρητά τη μεταρρύθμιση του φρένου του χρέους στο προεκλογικό του μανιφέστο, εστιάζοντας στους συντηρητικούς ψηφοφόρους που προσανατολίζονται στη λιτότητα. Η αντιμετώπιση των δομικών προκλήσεων της Γερμανίας – από τις ενεργειακές της ανάγκες και τις κλιματικές της υποχρεώσεις έως τις πολυαναμενόμενες βελτιώσεις στη στέγαση, τις μεταφορές και την εκπαίδευση – θα απαιτήσει 600 δισεκατομμύρια ευρώ μέσα στην επόμενη δεκαετία, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Οικονομίας IW.
Παρά το υψηλό αυτό κόστος, η Γερμανία έχει μεγαλύτερα δημοσιονομικά περιθώρια από τις περισσότερες χώρες, καθώς το χρέος της ανήλθε στο 63% του ΑΕΠ το 2023. Συγκριτικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν εθνικό χρέος στο 123% του ΑΕΠ.
Για την παραδοσιακή γερμανική δεξιά, η διατήρηση του «φρένου χρέους» (debt brake) θεωρείται αδιαπραγμάτευτη αρχή – τουλάχιστον μέχρι τώρα. Ωστόσο, οι αυξανόμενες οικονομικές ανάγκες αναγκάζουν πολλούς να επανεξετάσουν τη στάση τους. Μία πιθανή μεταρρύθμιση θα μπορούσε να αφορά την άρση του ορίου δαπανών που έχει επιβληθεί στα 16 ομόσπονδα κρατίδια της Γερμανίας, καθώς οι περιφερειακοί προϋπολογισμοί καλύπτουν κρίσιμους τομείς, όπως η κοινωνική στέγαση και η πράσινη μετάβαση. Το δημοσιονομικό «φρένο» είναι ακόμη αυστηρότερο σε επίπεδο κρατιδίων, καθώς δεν επιτρέπει ετήσιο έλλειμμα. «Μια προσθήκη στο δημοσιονομικό φρένο για τα ομόσπονδα κρατίδια είναι εφικτή», δήλωσε στο Reuters ο Ματίας Μίντελμπεργκ, βασικός οικονομικός σύμβουλος του Φρίντριχ Μερτς. «Αυτό θα μπορούσε σίγουρα να διορθωθεί».
Οικονομία προς τα κάτω, λαϊκισμός προς τα πάνω
Όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των Γερμανών, οι οποίοι στρέφονται σε λαϊκιστικά κόμματα για λύσεις στην οικονομική δυσπραγία, οδηγώντας σε κατακερματισμό του πολιτικού τοπίου.
Η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και το αριστερό κόμμα Buendnis Sahra Wagenknecht (BSW) αναμένεται να κερδίσουν συνολικά περίπου το ένα τέταρτο των ψήφων στις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου.
Δημοσκοπήσεις για την πρόθεση ψήφου
CDU/CSU 31%
SPD 15%
AfD 19%
Δύο δεκαετίες αργότερα, η συζήτηση για το αν η Γερμανία είναι και πάλι ο «ασθενής της Ευρώπης» έχει επιστρέψει. Ενώ η οικονομία της παλεύει υπό το βάρος διαρθρωτικών προκλήσεων, η Γερμανία εξακολουθεί να έχει πολλά πλεονεκτήματα: τη φημισμένη «Mittelstand» των μεσαίου μεγέθους κατασκευαστών της, τα υψηλά επίπεδα απασχόλησης που σημειώνουν ρεκόρ, το σταθερό εμπορικό πλεόνασμα και τα σταθερά δημόσια οικονομικά. Η νέα κυβέρνηση θα κληθεί να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την αξιοποίηση του δυναμικού της Γερμανίας και για να ξεφύγει η οικονομία από τη στασιμότητα.
Πηγή: newmoney.gr
- Διαβάστε επίσης: Ποια χαρτονομίσματα ευρώ είναι πιθανότερο να είναι πλαστά