Της Πωλίνας Άνιφτου* και του Κρις Κωνσταντινίδη**
Για την Κίνα και τη γεωοικονομία των επενδυτικών της στόχων η Ουκρανία είναι ο σταθμός για τη διαφύλαξη των ζωτικών της ορίων πριν από την έξοδο στη Δύση, ο δρόμος για την ανάπτυξη του Δρόμου του Μεταξιού χωρίς την εμπλοκή της Ρωσίας, αλλά και τα σύνορά της για τη διασφάλιση της εξωτερικής της πολιτικής ώστε η ίδια η Δύση να μην έχει άμεση διείσδυση στα τεκταινόμενα που την αφορούν.
Ήδη από το 2010, η Κίνα επενδύει στο γειτονικό Καζακστάν, προσπαθώντας να ελέγξει το εμπόριο και τις μεταφορές τόσο διά ξηράς όσο και διά της Κασπίας Θάλασσας. Οι επενδύσεις της κινούνται σύμφωνα με κρατικές κινεζικές εταιρείες και πολλάκις προκαλούν τόσο για τη αδιαφάνεια όσο και για τη στόχευσή τους. Άλλωστε, οι επενδύσεις στο Καζακστάν ήταν ένας από τους λόγους που προκάλεσαν τις αιματηρές εξεγέρσεις τον Ιανουάριο του 2022 και έχουν ήδη γίνει στόχος στο Ιράν από ιδιωτικές πρωτοβουλίες στήριξης των ανθρωπίνων και εργατικών δικαιωμάτων.
Η Ουκρανία συνοψίζει δύο στοιχεία που ενδιαφέρουν την Κίνα:
1. Τη γεωγραφική εγγύτητά της με την ΕΕ και το πλεονέκτημα ότι δεν είναι κράτος της ΕΕ ώστε να έχει τις ανάλογες δεσμεύσεις. Έτσι υπάρχει η δυνατότητα για επενδύσεις και για αποθήκευση και μετακίνηση προϊόντων στην Ευρασία και μετέπειτα στην Ευρώπη.
2. Η Ουκρανία έχει προσανατολίσει την εξωτερική και εσωτερική της πολιτική προς την Ευρώπη, ώστε να υπάρξουν αρκετά περιθώρια νέων επενδύσεων και από χώρες εκτός της πρώην ΕΣΣΔ, και δη μακριά από τη Ρωσία, που εξελίσσεται στον κύριο ανταγωνιστή της Κίνας στην περιοχή.
Ο δρόμος για την Ουκρανία περνά από τη Συρία του Άσαντ
Το 2010 είναι το έτος που μας φέρνει στο τέλος της Αραβικής Άνοιξης και σε όσα καθεστώτα στον αραβικό κόσμο δεν υπήρξε πολιτειακή αλλαγή, οδηγηθήκαμε σε μακροχρόνιους πολέμους, όπως στην Υεμένη και στη Συρία. Η Συρία από το 2008 ενεπλάκη στο αναπτυξιακό έργο της Κίνας και στην κάθοδό της στην αγορά της Δύσης διά της Μεσογείου. Μόνο μια ισχυρή Συρία θα μπορούσε να εγγυηθεί την Κίνα στο λιμάνι της Λαττάκειας και της Βηρυτού, χρησιμοποιώντας τις υπάρχουσες σιδηροδρομικές γραμμές από το Αφγανιστάν στην Τεχεράνη, τη Βαγδάτη και τη Δαμασκό, οδικώς προς τον Λίβανο.
Το 2010 το εμπόριο μεταξύ Κίνας και Συρίας ανήλθε σε $2,2 δισ. και κινήθηκε κυρίως προς μία κατεύθυνση, από την Κίνα στη Συρία. Σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη στη Στοκχόλμη, η Συρία αγόρασε από την Κίνα όπλα συνολικής αξίας $76 εκατ. από το 2000, ενώ η Ρωσία αγόρασε οπλισμό αξίας $2,1 δισ. την ίδια περίοδο.
Όλα αυτά ενώ η μονοκρατορία των ΗΠΑ κατέρρεε στην περιοχή, με την αποχώρηση των στρατευμάτων της το 2021 από το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Η Κίνα χρηματοδοτούσε ανοικοδομήσεις στη Συρία, επένδυε σε αστικές και εμπορικές συγκοινωνίες, ενώ χρησιμοποιούσε υπό ρωσική σκέπη το λιμάνι της Λαττάκειας για την αποθήκευση προϊόντων, το οποίο όμως η Ρωσία δεν κατάφερνε ποτέ να «προστατέψει» από τις ισραηλινές επιθέσεις, με αποτέλεσμα απώλειες εκατομμυρίων δολαρίων για τους Κινέζους.
Στις 10 Ιουλίου 2018, ο Κινέζος Πρόεδρος Xi υποσχέθηκε ένα πακέτο $20 δισ. σε δάνεια και περίπου $106 εκατ. οικονομική βοήθεια σε χώρες της Μέσης Ανατολής ως μέρος του ούτω καλούμενου μοντέλου «oil and gas plus» για την αναζωογόνηση της οικονομικής ανάπτυξης στην περιοχή. Δεν είναι σαφές ποιο ποσοστό του δανείου προοριζόταν για τη Συρία, αλλά μόνο $91 εκατ. έχουν διατεθεί ως σήμερα για την Ιορδανία, τον Λίβανο, τη Συρία και την Υεμένη. Περαιτέρω, ο Πρόεδρος Xi εν καιρώ πολέμου δήλωσε έτοιμος το 2016 να αναπτύξει τις στρατιωτικές σχέσεις με τη Συρία σε εξοπλισμούς, αλλά και να παράσχει $1 τρισ. που ενδέχεται να χρειαστούν σε μια πιθανή ανοικοδόμηση της Συρίας. Όλα αυτά με εμπορικά και στρατηγικά ανταλλάγματα σε λιμάνια, τηλεπικοινωνίες και ενεργειακά έργα. Νοουμένου, πάντα, ότι η κυβέρνηση Άσαντ, το Ιράν και το κόμμα της Χιζμπολάχ θα εγγυόνταν Βηρυτό και Λαττάκεια για την εξαγωγή των κινεζικών προϊόντων στη Δύση, διά της 25ετούς συμφωνίας Ιράν-Κίνας που τελικώς υπογράφηκε το 2021. Η συμφωνία αυτή δημιουργεί βέβαια στρατιωτικό ανταγωνισμό στη Μεσόγειο από την αντιπαλότητα Ιράν-Ισραήλ, με χτυπήματα στο Ιράκ, σε πλοία στη Μεσόγειο και στην Αραβική Θάλασσα, αλλά και με την ανατίναξη του λιμανιού της Βηρυτού.
Bypassing Russia: Απο-σοβιετοποίηση του εμπορίου στην Ευρασία
Η Κίνα χρησιμοποιεί τη γεωοικονομία ως ένα εργαλείο για την καθιέρωσή της στο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα, αλλά και για την ανάπτυξη σχέσεων που στηρίζονται στη διεύρυνση του ζωτικού της χώρου. Η Κίνα ναι μεν ιδεολογικά προσεγγίζει τη Ρωσία, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ όμως ήταν αυτή που υποβοήθησε το 1992 το Ιράν, στην απο-σοβιετοποίηση του Τατζικιστάν και στην είσοδο των αγγλικών επενδύσεων στο Ουζμπεκιστάν. Πέρυσι απέστειλε βοήθεια στην Αρμενία της κυβέρνησης Πασιανιάν εναντίον του Πούτιν.
Η παρουσία της Κίνας στην περιοχή έχει άμεση σχέση με την επέκταση της πολιτικής και οικονομικής της επιρροής στην Ευρώπη και σχετίζεται με όλες τις πολιτειακές αλλαγές που έγιναν στην Ουκρανία από το 2010. Ήδη τον Σεπτέμβριο του 2009 ο τότε Πρόεδρος της Ουκρανίας, Βίκτορ Γιανουκόβιτς, επισκέφθηκε την Κίνα, όπου υπογράφηκαν 13 διμερείς συμφωνίες. Παράλληλα, οι δύο χώρες συμφώνησαν η Κίνα να δανείσει στην Ουκρανία $1,5 δισ. για επενδύσεις στη γεωργία. Η Ουκρανία έπρεπε να αποπληρώσει σε εξαγωγές καλαμποκιού και με την είσοδό της στις χώρες του Μεταξιού και στον μεγάλο γεωστρατηγικό χάρτη συμμάχων της Κίνας.
Η Κίνα μέχρι το 2013 είχε εκδώσει δάνεια συνολικού ύψους περίπου $10 δισ. για να βοηθήσει την ουκρανική οικονομία. Θέλοντας να δεσμεύσει την Ουκρανία αλλά και την υφήλιο ολόκληρη, ανέλαβε τεράστιες επενδύσεις στον αγροτικό τομέα της χώρας για τα επόμενα 50 χρόνια, έτσι ώστε να ελέγξει την παραγωγή αγροτικών προϊόντων και δη σιτηρών. Η Ουκρανία είναι από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς σιτηρών παγκοσμίως και ένας από τους ανερχόμενους παραγωγικούς πόλους γεωργικών συσκευών και αγροτεχνολογίας σε συνεργασία με το Ισραήλ.
Η Κίνα μπορεί να επέμεινε στην προσέγγιση με την Ουκρανία, διαφάνηκε όμως η αδυναμία των Κινέζων διπλωματών να αξιολογήσουν με ακρίβεια ποια επιρροή θα μπορούσε να έχει η Κίνα μακροχρόνια στην Ουκρανία, αλλά και να αντιληφθούν την εμπορική μεθοδολογία της Δύσης σε πολιτικό επίπεδο. Αυτό έγινε εμφανές με τη θεαματική πτώση του Γιανουκόβιτς στις αρχές του 2014, μερικές εβδομάδες μετά την επίσκεψή του στην Κίνα και τη σύναψη της συνθήκης φιλίας μεταξύ των δύο χωρών, για τη διασφάλιση $8 δισ. από κινεζικά δάνεια συμφωνημένα από το 2013.
Οι μαζικές διαδηλώσεις κυρίως στην κεντρική πλατεία του Κιέβου από φιλοευρωπαϊστές, με δολοφονίες διαμαρτυρομένων και από το στρατόπεδο των Ανατολικο-Ουκρανών και των φιλοευρωπαϊστών, πράγμα που πιθανολογείται ότι ήταν «προϊόν» false flag attack, οδήγησε στην πτώση του φιλορώσου Ουκρανού Προέδρου και στον διορισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης.
Ως επακόλουθο των πιο πάνω γεγονότων ήταν η κατάληψη και προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία με μεμονωμένα επεισόδια, χωρίς φυσικά την παγκόσμια κατακραυγή όπως συμβαίνει με τη σημερινή σύρραξη στην Ουκρανία. Το κομμάτι του παζλ δένει με την ανταλλαγή «έδαφος στη Ρωσία έναντι πολιτικής επιρροής στις ΗΠΑ στην Ουκρανία». Το Πεκίνο το 2014 βρέθηκε προ τετελεσμένων. Αν και οι κινεζικές κρατικές τράπεζες έχουν καλό ιστορικό συμμόρφωσης με τις κυρώσεις των ΗΠΑ, οι υπάρχοντες μηχανισμοί απο-δολαριοποίησης προσέφεραν, τότε, κάποια ανακούφιση για τη Ρωσία. Η Μόσχα από το 2014 έχει χρησιμοποιήσει τις γραμμές ανταλλαγής πολλές φορές και περίπου $77 δισ. από τα αποθέματά της είναι σε περιουσιακά στοιχεία που εκφράζονται στο εθνικό νόμισμα της Κίνας, δίνοντάς της έναν πρόσθετο λόγο στη ρωσική οικονομική σταθερότητα.
Το εμπόδιο στην ανάπτυξη των εμπορικών δρόμων της ασιατικής χώρας έπρεπε να περάσει από μακρές διαδικασίες και να υπάρχουν διέξοδοι προς την αγορά της Δύσης. Ο πιο εύκολος δρόμος, διαμέσου της Ρωσίας, παρά τη μακρά φιλία και τις ιδεολογικές σχέσεις των δύο χωρών, δεν σήμαινε πως θα εξάλειφε και τον ανταγωνισμό. Η ύπαρξη δύο μεγάλων δυνάμεων στον ίδιο γεωγραφικό, οικονομικό και πολιτικό χώρο δημιουργεί προστριβές. Μοιράζονται, μάλιστα, την ίδια γεωοικονομική επιρροή.
Αντιλαμβανόμενη η Κίνα ένα πιθανό αδιέξοδο στις σχέσεις της με τη Ρωσία, παρείχε στα τέλη Ιανουαρίου 2016 την επίσημη υποστήριξή της για ένα εμπορευματικό (cargo) τρένο από την Ουκρανία προς το Καζακστάν και την Κίνα, παρακάμπτοντας τη Ρωσία. Το τρένο θα αναχωρεί από το λιμάνι Illichivsk της Μαύρης Θάλασσας κοντά στην Οδησσό, με προορισμό τη Γεωργία, το Αζερμπαϊτζάν, το Καζακστάν και τελικά την Κίνα. Περιλαμβάνει πορθμεία σε όλη τη Μαύρη Θάλασσα και την Κασπία Θάλασσα (Illichivsk-Batumi και το λιμάνι Alat-Aktau) και αποτελεί μέρος της Trans-Caspian International Transport Route. Ολόκληρη η διαδρομή προς την Κίνα είναι 5.475 χλμ. Η πρώτη δοκιμαστική διαδρομή έφυγε από την Ουκρανία στις 15 Ιανουαρίου 2016 και σε 15 ημέρες έφτασε στα σύνορα Καζακστάν-Κίνας.
Η ένταση όμως στις σχέσεις μεταξύ των χωρών, ειδικότερα μετά την απόφαση για παράκαμψη της Ρωσίας από τη μεταφορά πολλών κινεζικών προϊόντων, άφησε εκτεθειμένη την ίδια την Ουκρανία απέναντι σε ΕΕ και Ρωσία. Το 2019, η Ουκρανία εξήγαγε αγαθά αξίας $3,59 δισ. στην Κίνα και εισήγαγε αγαθά αξίας $9,2 δισ. Περαιτέρω, η συνεχιζόμενη σύγκρουση μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας οδήγησε σε πτώση 65% το εμπόριο Ουκρανίας-Ρωσίας. Από $31 δισ. το 2013 περιορίστηκε στα $11,6 δισ. το 2018. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των κινεζικών εξαγωγών στην Ουκρανία. Από την άλλη, η ίδια η ΕΕ έθεσε προβληματισμούς για την πολιτική σταθερότητα στην Ουκρανία, αφού οι κινεζικές κρατικές εταιρείες επικεντρώνονται σε έργα υποδομής στη χώρα, προσφέρουν χαμηλότοκα δάνεια και δεν θέτουν όρους σχετικά με τη χρηστή διακυβέρνηση και τις διαδικασίες τους.
Οι κινεζικές εταιρείες, όπως και στο Καζακστάν, κατηγορούνται για αδιαφανείς πρακτικές δανεισμού και τα δάνεια είναι συχνά πολύ υψηλότερα από τα ποσά που αναφέρονται επίσημα. Αυτό οδηγεί σ’ ένα κρυφό χρέος, με αποτέλεσμα την απώλεια ζωτικών και στρατηγικών εγκαταστάσεων σε χώρες όπου επενδύουν οι κινεζικές κρατικές εταιρείες. Για παράδειγμα, το 2013 η China National Complete Engineering Corporation επιλέχθηκε ως ο κύριος ανάδοχος για την κατασκευή του σιδηροδρόμου υψηλής ταχύτητας που συνδέει το Διεθνές Αεροδρόμιο Κιέβου με το Boryspil, για περίπου $375 εκατ. Η κατασκευή είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσει τον Μάιο του 2013 από τον Πρόεδρο Γιανουκόβιτς. Ωστόσο, το 2017 το έργο σταμάτησε μετά από σκάνδαλα διαφθοράς, που έφεραν παραιτήσεις και δημόσια κατακραυγή. Από την άλλη, η Ουκρανία άρχισε από το 2010 να εξαρτάται ζωτικά από την Κίνα σε δάνεια για κατασκευαστικούς τομείς. Το 2017, ο Vitali Klitschko, δήμαρχος του Κιέβου, υπέγραψε συμφωνία με δύο κινεζικές εταιρείες για την κατασκευή μιας νέας γραμμής μετρό για $2 δισ. Επίσης, το 2017, η κατασκευαστική εταιρεία China Road and Bridge Corporation υπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας για την κατασκευή ενός δρόμου μεταξύ των πόλεων-λιμανιών της Οδησσού και του Μικολάιβ. Τον Ιανουάριο του 2018, η China Harbour Engineering Company ολοκλήρωσε τις εργασίες της με στόχο την εμβάθυνση του μεγαλύτερου εμπορικού λιμένα της Ουκρανίας, του διεθνούς θαλάσσιου λιμανιού Yuzhny, αφήνοντας πίσω τις διαμαρτυρίες από μέρους της Ρωσίας για το εν λόγω έργο που διεκδικεί σήμερα η Ρωσία.
Deep and Comprehensive Free Trade Agreement (DCFTA)
Η Κίνα είναι ο δεύτερος σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της ΕΕ μετά τις ΗΠΑ. Αντιπροσωπεύει το 14% του συνολικού εμπορίου της ΕΕ από το 2014. Οι εισαγωγές αγαθών της ΕΕ από την Κίνα αυξήθηκαν σημαντικά την τελευταία δεκαετία, από €129,2 δισ. ($141,7 δισεκατομμύρια δολάρια) το 2004 σε €302,5 δισ. το 2014. Οι εξαγωγές υπερτριπλασιάστηκαν το 2004-2014. Έφτασαν τα €164,7 δισ. το 2014, το χρονικό διάστημα που άρχισαν οι έντονες και αιματηρές προστριβές στην Ουκρανία με στόχο εργατικά και εμπορικά συνδικάτα και την ανακατανομή του πλούτου. Όλα αυτά μετά τις κινεζικές επενδύσεις.
H Ουκρανία και η ΕΕ υπέγραψαν την 1/1/2016 την Deep and Comprehensive Free Trade Agreement (DCFTA). Η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ουκρανίας: τους πρώτους 9 μήνες του 2015, το 32,9% όλων των ουκρανικών εξαγωγών αγαθών κατευθύνθηκε στην ΕΕ, η οποία με τη σειρά της παρείχε το 39,1% των εισαγωγών της Ουκρανίας. Οι κύριες αποστολές της Ουκρανίας προς την ΕΕ είναι σιδηρούχα μέταλλα, σιδηρομετάλλευμα, ηλεκτρικά μηχανήματα και δημητριακά. Οι κύριες εισαγωγές της από την ΕΕ είναι μηχανήματα, εξοπλισμός μεταφορών, χημικά, κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, ρούχα και γεωργικά προϊόντα. Ο όγκος του εμπορίου μεταξύ της Ουκρανίας και της ΕΕ ήταν €20,4 δισ. τους πρώτους εννέα μήνες του 2015, με σημαντικά περιθώρια αύξησης στο πλαίσιο της DCFTA.
Η πρεσβεία της Ουκρανίας στο Πεκίνο εκτιμά ότι από την 1η Οκτωβρίου 2015, παρά τις πολιτικές ταραχές, τις Συμφωνίες του Μινσκ, που επισκίασαν τις σχέσεις Ρωσίας-Ουκρανίας, τις διαδηλώσεις και το αιματοκύλισμα στη χώρα, ο όγκος των κινεζικών επενδύσεων στην ουκρανική οικονομία ήταν $22,6 εκατ.
Ποσοστό 31% διοχετεύθηκε στη βιομηχανία, 23% στη γεωργία, 15% στις μεταφορές και 14% στο λιανικό και χονδρικό εμπόριο. Θεωρείται ότι υποβοηθήθηκε από την DCFTA, όπου πλέον Κίνα και ΕΕ προσεγγίστηκαν μέσω Ουκρανίας, απειλώντας την ισχύ της Ρωσίας και των ΗΠΑ στις αγορές της Ευρώπης.
Πολυπολικό σύστημα στους εμπορικούς δρόμους, ο επίλογος του colpo grosso
Οι πιο πάνω εξελίξεις και η είσοδος της Κίνας στο βαθύ οικονομικό περιβάλλον της Δύσης οδήγησαν το 2016 την παγκόσμια οικονομία σε ένα μεταβατικό στάδιο, από τον διπολισμό ΗΠΑ-Ρωσίας στο νεοεισερχόμενο πολυπολικό σύστημα, με νέες ανερχόμενες υπερδυνάμεις έτοιμες να αδράξουν την ευκαιρία και να διεκδικήσουν θέση στην υπάρχουσα γεωπολιτική σκακιέρα που είναι μοιρασμένη στο δίπολο Ρωσίας-ΗΠΑ.
Ο τέως Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, έχοντας καθαρά οικονομικούς προσανατολισμούς, αγνοούσε μεν τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες γεωπολιτικές προεκτάσεις των αποφάσεών του, αλλά υπό την ιδιότητα του επιχειρηματία αναγνώριζε τον κίνδυνο της επεκτατικής κινεζικής οικονομικής δραστηριότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Προσπάθησε να μεταβάλει τις σχέσεις Ουάσινγκτον-Μόσχας, με άμεση ανάγκη την αναχαίτιση του νέου μεγάλου και επικίνδυνου παίκτη στον διαμοιρασμό της παγκόσμιας οικονομίας και χρέους. Μέχρι τα μέσα του 2017, το συνολικό ποσό του επίσημου χρέους που οφειλόταν από τις ομοσπονδιακές, πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ ήταν πάνω από $19,4 τρισεκατομμύρια, ενώ σήμερα είναι $30 τρισεκατομμύρια από την 1η Φεβρουαρίου 2022, έχοντας ως κύριους δανειστές Ιαπωνία και Κίνα.
Αποτέλεσμα της πιο πάνω τακτικής ήταν η επιδίωξη μιας πιο διευρυμένης συνεργασίας Ρωσίας και ΗΠΑ ώστε να αντιμετωπίσουν την Κίνα, που από το 2010, γαντζωμένη στους δρόμους της ενέργειας, προσέγγιζε Συρία, Ιράν, χώρες του Νείλου και Ουκρανία. Προσπάθησε με απλά λόγια να αποκτήσει όλες τις δυνατές διεξόδους στις μεγάλες αγορές της Δύσης. Η εν λόγω στρατηγική εδράζεται στο πλαίσιο επιχειρήσεων που δημιουργήθηκαν από ΗΠΑ και Ρωσία στο όλο θέμα και στη δημόσια τοποθέτηση του μεγαλύτερου δασκάλου της διπλωματίας, Χένρι Κίσινγκερ, (το 2017) που ανέφερε επί λέξει: «Η Ρωσία θα πρέπει να γίνει αντιληπτή ως ένα ουσιαστικό στοιχείο της νέας παγκόσμιας ισορροπίας». Εννοούσε την ανάγκη συνεργασίας των δύο χωρών και την απαγκίστρωση από το παρελθόν που απομόνωσε ΗΠΑ και Ρωσία σε εχθρικό εθνικό και κοινωνικό πεδίο. Από το 2010, η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας ξεπερνά τον υπόλοιπο κόσμο κατά 6,7%. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) βρισκόταν στα $10,9 τρισεκατομμύρια, μετά από αυτό των ΗΠΑ που ήταν στα $17,9 τρισεκατομμύρια. Η ίδια η Κίνα συμμετέχει σε οργανισμούς τους οποίους ελέγχει, όπως οι ASEAN, RCEP και Shanghai Cooperation Organisation, και διαθέτει τα μεγαλύτερα λιμάνια ανά το παγκόσμιο.
Η πιο πάνω επεκτατικότητα της Κίνας οδήγησε από το 2010 ΗΠΑ και Ρωσία στην ανάγκη να συνεργαστούν ώστε:
1. Να προλάβουν στον διαμερισμό της νέας γεωπολιτικής σκηνής με αποτέλεσμα να γίνονται πιο κτητικές απέναντι σε συμμάχους και αντιπάλους (βλ. αντιπαλότητα Τουρκίας-ΗΠΑ για την αγορά των S-400 από την Τουρκία).
2. Να συμμαχήσουν έως τον βαθμό που επιτρέπεται για την «αναχαίτιση» των νέων παικτών.
Τα πιο πάνω βέβαια δεν ανατρέπουν και τη στρατηγική των ΗΠΑ, που θέλουν, με αφορμή το θέμα της Ουκρανίας, να περιορίσουν την επιρροή της Ρωσίας. Έτσι, όταν ξεκαθαρίσει το όλο σκηνικό από τους «νέους παίκτες», θα υπάρχει η προεργασία στο θέμα της Ρωσίας και κατ’ επέκταση το «έργο» των ΗΠΑ θα είναι ευκολότερο. Διά τούτο και στον αθέατο κόσμο των κυρώσεων, η Δύση κινήθηκε αστραπιαία, με μέτρα που στην ουσία στόχευαν να πλήξουν τον Ρώσο Πρόεδρο και να δημιουργήσουν κλίμα έντασης στο εσωτερικό του μέτωπο. Στόχευσαν στον ξεσηκωμό του ρωσικού λαού «χτυπώντας» το κεφάλαιο και κατά συνέπεια στρέφοντας τους Ρώσους ολιγάρχες ενάντια στον Πούτιν. Όλα αυτά με τελικό σκοπό, όταν και αν τελικώς η Κίνα αναχαιτιστεί και μείνουν οι δύο υπερδυνάμεις, οι ΗΠΑ να έχουν απέναντι έναν διαχειρίσιμο αντίπαλο, τύπου Γέλτσιν, και όχι έναν απρόβλεπτο και δεινό σκακιστή όπως τον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Η επόμενη μέρα και τα aftershocks στην παγκόσμια οικονομία θα μετρηθούν πολύ μετά το 2022. Είναι η ανεργία, οι εταιρείες ασφάλισης που θα ακολουθήσουν διεργασίες μη αποπληρωμής ζημιών και διαφυγόντων κερδών, τα νομικά και οικονομικά μέτρα που δεν θα μπορέσουν να σταθεροποιήσουν την κατάσταση. Απομένει να δούμε η μέρα μετά τη λήξη του πολέμου πού θα βρει τη Ρωσία, η οποία μοιάζει με το εκκρεμές μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ. Θα διαφανεί εάν θα αποτελέσει μέρος της Δύσης και του colpo grosso ή εάν η πολιτική των ΗΠΑ θα την φέρει έστω και βραχυπρόθεσμα κοντά στον ανταγωνιστή της, την Κίνα.
*Αναλύτριας Εξωτερικής Πολιτικής και Επενδύσεων
**Οικονομικού Επιστήμονα