Η πολιτική προσαρμογής της ΕΕ κινδυνεύει να μείνει πίσω σε σχέση με την κλιματική αλλαγή. Αυτό είναι το συμπέρασμα της έκθεσης που δημοσίευσε το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ).
Ακραία κλιματικά φαινόμενα, όπως καύσωνες, ξηρασία και πλημμύρες, χτυπούν πλέον συχνότερα και με αυξημένη δριμύτητα, αφήνοντας πίσω τους, πέραν όλων των άλλων, και σοβαρότατες οικονομικές συνέπειες. Και ενώ το πλαίσιο της ΕΕ για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής είναι άρτιο, οι πολιτικές προσαρμογής συναντούν προβλήματα όταν εφαρμόζονται στην πράξη. Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει το ΕΕΣ.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αυτό που παρατηρούμε στην ΕΕ είναι απότομη αύξηση τόσο του αριθμού των φυσικών καταστροφών λόγω κλιματικής αλλαγής όσο και της σοβαρότητας των ζημιών που προκαλούνται, όπως είδαμε να συμβαίνει πρόσφατα φέτος με τις ξηρασίες, τους καύσωνες και τις καταστροφικές πλημμύρες.
Την τελευταία δε δεκαετία, οι οικονομικές απώλειες λόγω ακραίων κλιματικών φαινομένων στην ΕΕ ανέρχονταν κατά μέσο όρο ετησίως στα 26 δισ. ευρώ. Η αδράνεια έχει και αυτή το τίμημά της: η έκθεση της ενωσιακής οικονομίας, ως έχει σήμερα, στο φαινόμενο της υπερθέρμανσης του πλανήτη κατά 1,5 έως 3 °C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα –μια συντηρητική μάλιστα εκτίμηση– θα σήμαινε ετήσιες οικονομικές απώλειες μεταξύ 42 και 175 δισ. ευρώ.
«Εξετάσαμε με ποιον τρόπο η ΕΕ αντιμετωπίζει την κατεπείγουσα ανάγκη προσαρμογής στα επαναλαμβανόμενα ακραία κλιματικά φαινόμενα», δήλωσε ο Klaus-Heiner Lehne, Μέλος του ΕΕΣ και αρμόδιος για τον έλεγχο. «Εντοπίσαμε προβλήματα στον τρόπο εφαρμογής των σχετικών πολιτικών στην πράξη. Εάν δεν βελτιωθεί η υλοποίηση της ενωσιακής δράσης, υπάρχει κίνδυνος οι φιλοδοξίες της ΕΕ για προσαρμογή να μην μπορέσουν να ανταποκριθούν στους ρυθμούς της κλιματικής αλλαγής.»
Γενικά, το πλαίσιο της ΕΕ που υπόσχεται να της εξασφαλίσει ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή είναι στέρεο. Το κλιμάκιο ελέγχου του ΕΕΣ εξέτασε τις πολιτικές προσαρμογής της Γαλλίας, της Εσθονίας, της Αυστρίας και της Πολωνίας, και τις έκρινε σε γενικές γραμμές συνεπείς με τη σχετική ενωσιακή στρατηγική. Ωστόσο, εξετάζοντας τα εθνικά έγγραφα της στρατηγικής για την προσαρμογή έπεσε επίσης πάνω σε περιπτώσεις παρωχημένων επιστημονικών δεδομένων, όπως και σε υποεκτιμήσεις ή παραλείψεις του κόστους των μέτρων προσαρμογής. Η μεταφορά των ενωσιακών και των εθνικών πολιτικών προσαρμογής στους τοπικούς κανόνες είναι δύσκολη διαδικασία.
Παρόλο που η ΕΕ θεωρεί ότι «το τοπικό επίπεδο αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της προσαρμογής», από έρευνα που πραγματοποίησε το κλιμάκιο του ΕΕΣ σε 400 δήμους των ελεχθέντων κρατών μελών διαπίστωσε ότι, σε μεγάλο βαθμό, όσοι απάντησαν στην έρευνα δεν γνώριζαν τις στρατηγικές και τα σχέδια προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, ούτε χρησιμοποιούσαν τα εργαλεία προσαρμογής που τους παρείχε η ΕΕ (πλατφόρμα Climate-ADAPT, Copernicus και Σύμφωνο των Δημάρχων της ΕΕ).
Πάνω από τα μισά έργα που ελέγχθηκαν πρότειναν αποτελεσματικές λύσεις για την αντιμετώπιση των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής, ενώ δεν ήταν λίγες και οι ορθές πρακτικές που εντοπίστηκαν. Το κλιμάκιο συνάντησε επίσης περιπτώσεις αλληλοσυγκρουόμενων προτεραιοτήτων, με τους στόχους της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή να πρέπει να συνυπάρχουν με άλλους, όπως η ανταγωνιστικότητα ή η περιφερειακή ανάπτυξη.
Εντόπισε, για παράδειγμα, έργα που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες αυξημένης άρδευσης και που κινδύνευαν να μεγεθύνουν τη συνολική κατανάλωση νερού, ή ένα έργο αντιπλημμυρικής προστασίας στην ίδια ζώνη κινδύνου όπου εκδίδονταν ακόμη άδειες για την κατασκευή νέων κατοικιών.
Βρήκε ακόμη και δύο έργα που μπορεί να οδηγήσουν σε στρεβλή προσαρμογή, δηλαδή σε αύξηση της ευπάθειας ή της έκθεσης στην κλιματική αλλαγή, αντί για τη μείωσή της. Ως παραδείγματα στρεβλής προσαρμογής μπορούν να αναφερθούν η προώθηση της άρδευσης υδροβόρων καλλιεργειών αντί της στροφής σε άλλες, που δεν απαιτούν τόσο νερό, ή οι επενδύσεις σε κανόνια τεχνητού χιονιού που εγγυώνται την εξοικονόμηση ενέργειας αντί της έμφασης σε τουριστικές δραστηριότητες που δεν έχουν συγκεκριμένο εποχικό χαρακτήρα. Επιπλέον, ορισμένα έργα, όπως η αναπλήρωση της άμμου σε παραλίες, δεν προσφέρουν παρά μια βραχυπρόθεσμη λύση στο πρόβλημα της προσαρμογής.
Ως προς τη χρηματοδότηση, επισημαίνεται ότι η προσαρμογή είναι οριζόντιο ζήτημα και τα σχετικά ενωσιακά κονδύλια προέρχονται από διάφορες χρηματοδοτικές πηγές, όπως η γεωργία, η συνοχή και η έρευνα. Δυσχεραίνεται έτσι η παρακολούθησή της. Οι αναφορές σχετικά με την προσαρμογή πρέπει να βελτιωθούν: σύμφωνα με το κλιμάκιο ελέγχου, τα υπάρχοντα στοιχεία δεν επιτρέπουν την αξιολόγηση της πρόοδο που σημειώνουν τα κράτη μέλη ως προς την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, καθώς οι αναφορές είναι κατά κόρον περιγραφικές, χωρίς να περιέχουν ποσοτικοποιήσιμα δεδομένα.
Με τον όρο «προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή» δεν εννοούμε την άπαξ απόκριση σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αλλά μια σειρά μέτρων πρόληψης, προστασίας και ετοιμότητας που βοηθούν την προσαρμογή μας σε πραγματικά ή σε αναμενόμενα κλιματικά φαινόμενα και την αντιμετώπιση των συνεπειών τους. Η ΕΕ δημοσίευσε την πρώτη της στρατηγική προσαρμογής το 2013. Μια δεύτερη ακολούθησε το 2021, επιβεβαιώνοντας την ιδιαίτερη ευπάθειά της στην κλιματική αλλαγή. Τα κράτη μέλη αποφασίζουν τα ίδια για την προσέγγιση που θα υιοθετήσουν ως προς την υλοποίηση της στρατηγικής αυτής.
Η ειδική έκθεση 15/2024, με τίτλο «Προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή στην ΕΕ – Όταν η δράση δεν συμβαδίζει με τη φιλοδοξία», είναι διαθέσιμη στον ιστότοπο του ΕΕΣ.
Πηγή: newmoney.gr
Διαβάστε επίσης: ΕΚΤ: Αναμένεται να προχωρήσει σήμερα σε νέα μείωση επιτοκίων