Του Μιχάλη Κασίνη*
Κατά την Εποχή των Ανακαλύψεων, κυβερνήσεις, τραπεζίτες και μεγάλοι έμποροι εισήγαγαν νέες μορφές πιστωτικού χρήματος για δική τους χρήση, υπονομεύοντας σταδιακά τα τοπικά συστήματα εμπιστοσύνης που επέτρεπαν στις μικρές κοινότητες να λειτουργούν αυτόνομα.
Μέχρι τα τέλη του 1958, η American Express κυκλοφόρησε την πρώτη πιστωτική κάρτα γενικής χρήσης, ενώ το σύγχρονο σύστημα πιστωτικών καρτών εδραιώθηκε μια δεκαετία μετά, με την εμφάνιση της Visa και της MasterCard. Οι χρεωστικές κάρτες, μεταγενέστερο δημιούργημα της δεκαετίας του 1970, συνέβαλαν στη διαμόρφωση της σημερινής, σε μεγάλο βαθμό «χωρίς μετρητά» (cashless) οικονομίας που πήρε μορφή τη δεκαετία του 1990. Αυτή η μετάβαση σηματοδότησε τον περιορισμό των διαπροσωπικών σχέσεων εμπιστοσύνης, δίνοντας προτεραιότητα σε οικονομικά συμφέροντα που επικεντρώνονται στην κερδοφορία.
Απότοκο ήταν η ενίσχυση της κυριαρχίας των μεγάλων τραπεζών στις πληρωμές και η απομάκρυνση από τις παραδοσιακές μορφές συναλλαγών που βασίζονται στην ανθρώπινη αλληλεπίδραση. Στις δυνάμεις των χρηματοοικονομικών κολοσσών (Big Finance) συντάχθηκαν ιδιωτικά συμφέροντα τεχνολογικών εταιρειών (Big Tech) δημιουργώντας ένα «εκρηκτικά αρμονικό συνδυασμό». Η ενοποίηση ισχύος των δύο και η αυξημένη συνύφανση συνέστησαν μια πρωτοφανή εξουσία σε κλίμακα που δεν έχει ξαναδεί η ανθρώπινη ιστορία.
Η συγχώνευση αυτή παρέχει πρωτοφανή έλεγχο στα δεδομένα των συναλλαγών, ενώ οι μορφές συναλλαγών συνεχίζουν να εξελίσσονται, οι προσδοκίες από την πλευρά των καταναλωτών επίσης και νέοι παίκτες εισέρχονται στο παιχνίδι. Οι τράπεζες, οι εταιρείες ψηφιακών πληρωμών όπως η Visa, νεοφυείς εταιρείες, ιδρύματα πληρωμών, καθώς και «challenger banks» μπαίνουν σφήνα στην πράξη της συναλλαγής λειτουργώντας ως μεσάζοντες «φύλακες» τής οικονομικής δραστηριότητας. Η εξάρτηση από τους μεσάζοντες, σύγχρονους «εισπράκτορες διοδίων» που εδραίωσαν τη θέση τους στις συναλλαγές, διαταράσσει την τελετουργία της ελεύθερης αγοράς – δηλαδή, τη μεταφορά αξίας που επιτρέπει τη διεκπεραίωση συναλλαγών, με ένα μέρος κάθε συναλλαγής να καταλήγει σε αυτούς.
Ο έλεγχος των συναλλαγών έχει εξελιχθεί σε σημαντική πηγή κερδοφορίας και αλληλεπίδρασης με τους χρήστες, παρέχοντας πολύτιμα δεδομένα σε τράπεζες και εταιρείες πληρωμών. Οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι αλλαγές στα συστήματα πληρωμών διαμόρφωσαν τη βάση για την επόμενη φάση της οικονομίας, οδηγώντας στον καπιταλισμό της επιτήρησης, όπου η συλλογή δεδομένων και η παρακολούθηση των συναλλαγών αποτελούν κεντρικό στοιχείο. Αυτή η εξέλιξη φέρνει επαναστατικές αλλαγές στον χρηματοοικονομικό τομέα και επηρεάζει βαθιά τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς.
Η εξελικτική ιστορία που κυριαρχεί τη σφαίρα των ψηφιακών οικονομικών παρουσιάζει μια κοινωνία χωρίς μετρητά, η οποία είναι αναπόφευκτο επακόλουθο των προτιμήσεων των χρηστών που αναγνωρίζουν την αξία της αυξανόμενης ταχύτητας, της αυτοματοποίησης, της συνδεσιμότητας και ταυτόχρονα την ανάλογη ανταπόκριση της ελεύθερης αγοράς που προσπαθεί να ικανοποιήσει τις επιθυμίες που έχουν επιβληθεί.
Αυτό το αφήγημα συνοδεύει σχεδόν κάθε προϊόν που προωθείται από εταιρείες χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και τεχνολογίας, παρουσιάζοντας τα εμπορικά τους συμφέροντα ως φυσικές, ασταμάτητες και ωφέλιμες δυνάμεις για το ευρύ κοινό. Το αποτέλεσμα είναι η καλλιέργεια της αίσθησης μιας αναπόφευκτης προόδου. Στην πραγματικότητα, όμως, η μετάβαση προς την ψηφιοποίηση και την οικονομία χωρίς μετρητά εξυπηρετεί κυρίως επιχειρηματικά συμφέροντα, τα οποία συχνά αποφεύγουν να αναδείξουν τους κινδύνους που κρύβονται πίσω από τη φαινομενική απλότητα των ψηφιακών πληρωμών.
Η ψηφιακή κινούμενη άμμος της οικονομίας της παρακολούθησης
Η μετάβαση σε μια οικονομία χωρίς μετρητά σηματοδοτεί μια βαθύτερη αλλαγή. Δεν πρόκειται απλώς για την αντικατάσταση παραδοσιακών τρόπων πληρωμής, όπως οι επιταγές και τα χαρτονομίσματα. Αντίθετα, ολόκληρη η υποδομή πληρωμών αναδιαμορφώνεται με την εμφάνιση νέων επιχειρηματικών μοντέλων.
Οι νέες γενιές μεγαλώνουν σε έναν κόσμο βυθισμένο στην ψηφιακή κινούμενη άμμο της οικονομίας της παρακολούθησης, ο οποίος ξεκίνησε με την εξαγορά του Android από την Google. Η εξέλιξη αυτή έδωσε το έναυσμα στη Σίλικον Βάλεϊ να μεταμορφώσει τη δομή της οικονομίας, μέσω της «εφαρμογοποίησης» κάθε στοιχείου της ζωής μας. Αυτό προώθησε μια νέα αντίληψη ότι οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες πρέπει να είναι άμεσα προσβάσιμες μέσω εφαρμογών, αγνοώντας συχνά τις συνέπειες της συνεχούς παρακολούθησης και την ενίσχυση της εξάρτησης από τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες.
Στη νέα οικονομία της παρακολούθησης, τα επιχειρηματικά μοντέλα που επικεντρώνονται στην εξαγωγή και εκμετάλλευση δεδομένων μέσω της παρακολούθησης σιγά-σιγά αποδεικνύονται πιο επικερδή και αξιόπιστα σε σύγκριση με τα παραδοσιακά μοντέλα ανάπτυξης και βελτίωσης προϊόντων και υπηρεσιών. Αντί να εστιάζουν στην παροχή καλύτερων προϊόντων, αυτές οι εταιρείες επωφελούνται από τη συλλογή και αξιοποίηση των προσωπικών δεδομένων των χρηστών, μετατρέποντας την παρακολούθηση σε κύρια πηγή εσόδων. Τα μοντέλα αυτά επωφελούνται από την τροφοδότηση δισεκατομμυρίων χρηστών που εντάσσονται συνεχώς σε διασυνδεδεμένα συστήματα που επιτρέπουν επίπεδα παρακολούθησης και εξόρυξης δεδομένων που μέχρι πρόσφατα ήταν αδιανόητα.
Αυτή η νέα πραγματικότητα ενέχει σοβαρούς κινδύνους όπως ο αποκλεισμός, η χειραγώγηση και παραπλάνηση των πολιτών. Ο καπιταλισμός της παρακολούθησης, ένας όρος που επινοήθηκε από την Shoshana Zuboff, επίτιμη καθηγήτρια στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Χάρβαρντ, οικειοποιείται και εκμεταλλεύεται προσωπικές και ιδιωτικές εμπειρίες ως πρώτη ύλη. Σύμφωνα με τη Zuboff, τα πλούσια προγνωστικά δεδομένα που συλλέγουν οι εταιρείες για να εκπαιδεύσουν μοντέλα συμπεριφοράς, - τους επιτρέπουν να προβλέπουν τις προτιμήσεις και τις συμπεριφορές συγκεκριμένων ομάδων και ατόμων ή ακόμα και να επηρεάσουν επιλογές παρά την εσφαλμένη αντίληψη που έχουμε για την ελεύθερη βούληση.
Η οικονομία χωρίς μετρητά
Αυτό που παρατηρείται σήμερα είναι η σταδιακή αυτοματοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας, με την αντικατάσταση του φυσικού χρήματος που έχουμε στα πορτοφόλια μας με ψηφιακά χρήματα, τα οποία ελέγχει ο τραπεζικός τομέας. Αυτή η νέα πραγματικότητά ευφημιστικά αποκαλείται «κοινωνία χωρίς μετρητά» (cashless society) και «ψηφιακή οικονομία».
Ανεξάρτητα από τις πολιτικές προτεραιότητες ή τα κίνητρα που οδηγούν στην σταδιακή κατάργηση των μετρητών και την έκδοση ψηφιακών νομισμάτων από τις κεντρικές τράπεζες (CBDCs), όλες διακηρύττουν ένα κοινό στόχο - να διασφαλίσουν τη σταθερότητα των τιμών και να παρέχουν αξιόπιστο και ασφαλές χρήμα, ενισχύοντας έτσι τη νομισματική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα στις δικαιοδοσίες τους.
Η χρηματοπιστωτική βιομηχανία και σε κάποιες περιπτώσεις οι κυβερνήσεις– έχουν καταβάλει συντονισμένες προσπάθειες για την κατάργηση των μετρητών και την προώθηση του ψηφιακού ευρώ. Η πανδημία του Covid-19 επιτάχυνε αυτή τη διαδικασία, με τις εταιρείες του ηλεκτρονικού χρήματος και του τεχνολογικού τομέα να εκμεταλλεύονται τις ανησυχίες για την υγιεινή, προωθώντας ακόμη περισσότερο αυτό το αφήγημα.
Τα θεωρητικά πλεονεκτήματα ολοκληρωτικής μετάβασης στο ψηφιακό ευρώ περιλαμβάνουν τη βελτίωση των αγορών πληρωμών, την ενίσχυση της νομισματικής πολιτικής, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τη χρηματοοικονομική ενσωμάτωση. Σήμερα, το 90% των κεντρικών τραπεζών παγκοσμίως ασχολείται είτε με την έρευνα είτε με την εφαρμογή ψηφιακών νομισμάτων, γεγονός που υποδηλώνει τη σημασία αυτής της τεχνολογίας ως μελλοντικού εργαλείου για την παγκόσμια οικονομία.
Ωστόσο, παραλείπεται να διευκρινιστεί επαρκώς ότι η μετάβαση σε μια κοινωνία χωρίς μετρητά και η προώθηση του ηλεκτρονικού χρήματος, όπως το ψηφιακό ευρώ (CBDCs), σε βάρος του φυσικού χρήματος, ενέχει σημαντικούς κινδύνους που δεν πρέπει να παραβλέπονται.
Οι υποστηρικτές των υποτιθέμενων θαυμάτων της τεχνολογικής προόδου, επιδεικνύουν αξιοσημείωτη αδιαφορία απέναντι στις πιθανές δυστοπικές συνέπειες, ενώ ταυτόχρονα προβάλλονται ως προφήτες μιας αναπόφευκτης εξέλιξης. Η εξάπλωση της τεχνολογίας παρουσιάζεται ως ασταμάτητη και η ρητορική γύρω από αυτήν ενισχύεται από ομάδες πίεσης που προωθούν τα συμφέροντα εταιρειών, αποσιωπώντας τις ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις. Τη δυνατότητα επιλογής και του διαλόγου, αντικαθιστά το αφήγημα ότι η τεχνολογική πρόοδος είναι αναπόφευκτη, κάτι που μειώνει την αίσθηση ότι μπορούμε να έχουμε πραγματική επιρροή στον τρόπο με τον οποίο εξελίσσονται οι ζωές μας.
Το αφήγημα των κεντρικών τραπεζών και εταιρειών ηλεκτρονικών πληρωμών
Τα αφηγήματα που προωθούν την αναπόφευκτη πρόοδο του ψηφιακού χρήματος και της ψηφιακής οικονομίας, δηλαδή οι ιστορίες που διηγούνται οι τραπεζίτες και ο ασταμάτητος θόρυβος της βιομηχανίας τεχνολογίας πληρωμών συχνά υπερτονίζουν τα υποτιθέμενα οφέλη της μετάβασης στο ψηφιακό χρήμα, ενώ αποκρύπτουν τους κινδύνους εστιάζοντας μόνο σε επιφανειακά πλεονεκτήματα.
Η σύγκριση μεταξύ μετρητών και ψηφιακών πληρωμών συνήθως εστιάζει στην εμπειρία του χρήστη, με αναφορές σε παράγοντες όπως η ταχύτητα, η ευκολία, η ασφάλεια, καθώς και η κοινωνική αποδοχή και συμπερίληψη. Συχνά, οι ανησυχίες που αναδεικνύονται είναι ψυχολογικής φύσεως, με έμφαση στις επιπτώσεις των ψηφιακών πληρωμών που ενδέχεται να ενθαρρύνουν τον υπερκαταναλωτισμό, καθώς οι συναλλαγές με ψηφιακά μέσα φαίνονται «λιγότερο πραγματικές» και ενδεχομένως να ωθούν σε αυξημένες δαπάνες.
Ωστόσο, ακόμη και σε αυτό το επίπεδο της εμπειρίας, οι απόψεις του κοινού παραμένουν διχασμένες σχετικά με το ποια μέθοδος πληρωμής είναι πραγματικά πιο εύκολη. Οι ψηφιακές πληρωμές είναι αναμφίβολα πιο πρακτικές για συναλλαγές από απόσταση, όπως σε ηλεκτρονικές αγορές, αλλά η εισαγωγή κέντρων δεδομένων (data centers) στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται πρόσωπο με πρόσωπο δεν είναι τίποτα λιγότερο από υπερβολική.
Οι κεντρικές τράπεζες υπογραμμίζουν συνεχώς τη δυνατότητα των CBDCs να ενισχύσουν τη χρηματοπιστωτική ένταξη, προσφέροντας ασφαλείς και προσβάσιμες ψηφιακές εναλλακτικές λύσεις στα μετρητά, οι οποίες θα είναι διαθέσιμες σε όλους, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων που συνήθως αποκλείονται από το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Παρά τις υποσχέσεις για ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής ένταξης μέσω των CBDCs, η αποτελεσματικότητά τους παραμένει αμφίβολη. Προβλήματα πρόσβασης και η περιορισμένη αποδοχή στις πρώτες εφαρμογές, όπως το e-CNY στην Κίνα, το DCash στην Καραϊβική το eNaira στη Νιγηρία και η e-krona της σουηδικής κεντρικής τράπεζας, αναδεικνύουν τις σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Για παράδειγμα, στη Νιγηρία, η προσπάθεια προώθησης της οικονομίας χωρίς μετρητά συνοδεύτηκε από αυστηρούς περιορισμούς στις αναλήψεις μετρητών, προκαλώντας επιπλέον επιβαρύνσεις για μεγαλύτερες αναλήψεις. Αυτά τα μέτρα καταδεικνύουν τις δυσκολίες και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η υιοθέτηση των CBDCs στην καθημερινή χρήση.
Η συμπερίληψη, δηλαδή η δυνατότητα όλων των κοινωνικών ομάδων να χρησιμοποιούν τα CBDCs για πληρωμές, προβάλλεται ως βασικός λόγος για την ανάπτυξή τους. Η συμπερίληψη είναι έννοια ευρύτερη από τη χρηματοπιστωτική ένταξη και περιλαμβάνει την κοινωνική και ψηφιακή ένταξη. Για παράδειγμα, σε περιπτώσεις όπου άτομα δεν έχουν πρόσβαση σε συνήθη ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, μέσω έξυπνων συσκευών ή σύνδεσης στο διαδίκτυο, πρέπει να υπάρχουν διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις που θα επιτρέπουν τη συμμετοχή στην ψηφιακή οικονομία.
Παρά τις διαβεβαιώσεις και συνεχείς διακηρύξεις ότι η αντιμετώπιση του οικονομικού αποκλεισμού αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο των κεντρικών τραπεζών, η αποτελεσματικότητα των CBDCs στην επίτευξη χρηματοπιστωτικής ένταξης παραμένει αμφίβολη. Για να μπορέσουν τα CBDCs να συμβάλουν ουσιαστικά στη χρηματοπιστωτική ένταξη, απαιτούνται περαιτέρω έρευνες και πρακτικές βελτιώσεις.
Η ευρωπαϊκή στρατηγική, αν και προωθεί έντονα την ψηφιοποίηση των υπηρεσιών, αποκαλύπτει ένα παράδοξο, το σημαντικό ψηφιακό χάσμα. Περισσότεροι από το 40% των Ευρωπαίων πολιτών δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν τα απαραίτητα ψηφιακά εργαλεία και τεχνολογίες για την πρόσβαση σε διαδικτυακές υπηρεσίες. Αυτή η πραγματικότητα ενέχει τον κίνδυνο να υπονομευθούν θεμελιώδεις αξίες όπως η προσβασιμότητα, η καθολική πρόσβαση και η ίση μεταχείριση.
Η πλήρης ψηφιοποίηση οδηγεί στον αποκλεισμό όσων δεν έχουν πρόσβαση σε ψηφιακές υπηρεσίες. Απομονωμένες ομάδες του πληθυσμού, οικονομικά ευάλωτοι και όσοι ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές ή επιλέγουν να περιορίζουν τη χρήση της τεχνολογίας ενδέχεται να αντιμετωπίσουν δυσκολίες στην πρόσβαση σε ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, οδηγώντας σε κοινωνική και οικονομική απομόνωση. Μικρές επιχειρήσεις πλήττονται επίσης σημαντικά από αυτή τη μετάβαση, καθώς το αυξημένο κόστος για την εγκατάσταση και τη συντήρηση των συστημάτων ηλεκτρονικών πληρωμών, σε συνδυασμό με τις υψηλές προμήθειες, αποτελούν σημαντικό οικονομικό βάρος. Αυτό μειώνει την ανταγωνιστικότητά τους και θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά τους, ειδικά σε σύγκριση με μεγαλύτερες επιχειρήσεις που έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα προσαρμογής στις νέες τεχνολογικές απαιτήσεις.
Η ερευνήτρια Nathalie Maréchal αναλύει αυτό το φαινόμενο στην ακαδημαϊκή της εργασία ««Πρώτα ήρθαν για τους φτωχούς: Η επιτήρηση των δικαιούχων πρόνοιας ως αδιαμφισβήτητη πρακτική». Η Maréchal δείχνει πώς η επιτήρηση στρέφεται αρχικά σε ευάλωτες ομάδες, όπως οι δικαιούχοι κοινωνικών επιδομάτων, χωρίς ένδειξη αντίστασης η αμφισβήτησης από την κοινωνία. Αυτή η μορφή επιτήρησης εστιάζει σε ομάδες που θεωρούνται «αδύναμες» ή «ριψοκίνδυνες», γεγονός που ανοίγει τον δρόμο για πιο εκτεταμένη παρακολούθηση.
Επιπρόσθετα, η βιβλιογραφία και οι αναλύσεις πολιτικών προθέσεων αναφορικά με τα CBDCs αναγνωρίζουν ότι οι πραγματικές ανάγκες και προτιμήσεις των καταναλωτών δεν εξετάζονται επαρκώς. Όσον αφορά τις απαιτήσεις σχεδιασμού για την εκπλήρωση των πολιτικών στόχων, πολλές προσεγγίσεις παραμένουν ασαφείς, με αναφορές ότι τα CBDCs πρέπει να είναι «καινοτόμα», «ανταγωνιστικά» και «αποτελεσματικά», χωρίς όμως να παρέχεται εις βάθος ανάλυση που να επιβεβαιώνει αν τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά σχεδιασμού ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των χρηστών. Εξ ου και η αυξανόμενη τάση στη βιβλιογραφία, η οποία εξετάζει τους παράγοντες και τα εμπόδια που επηρεάζουν την πιθανή υιοθέτηση των CBDCs.
Ενώ οι ατζέντες των κεντρικών κυβερνήσεων συγκλίνουν με την παρακολούθηση των πολιτών και τα συμφέροντα ιδιωτικών εταιρειών παρατηρούνται διάφοροι θύλακες αντίστασης σε δημοκρατικές χώρες που ασκούν πίεση για την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών μέσω νομοθεσιών που αφορούν την προστασία του καταναλωτή, τους κανόνες ανταγωνισμού, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ιδιωτικότητα και την ένταξη. Αρκετές πρωτοβουλίες έχουν αντιταχθεί στην κυριαρχία της βιομηχανίας ηλεκτρονικών πληρωμών και έχουν προωθήσει νόμους που υποχρεώνουν επιχειρήσεις να δέχονται μετρητά, ώστε να μην αποκλείονται όσοι δεν έχουν πρόσβαση σε τραπεζικούς λογαριασμούς.
Θα ήταν ιδιαίτερα βολικό για τις τράπεζες εάν οι πελάτες τους σταδιακά ξεκινούσαν να περιορίζουν ή εγκαταλείπουν τη χρήση μετρητών. Γι’ αυτό βλέπουμε συχνά τις τράπεζες να εφαρμόζουν διάφορες τακτικές για να αποθαρρύνουν τη χρήση μετρητών, διατηρώντας παράλληλα το αίσθημα της ηθικής ανωτερότητας επιβάλλοντας «ποινές» για τη χρήση τους. Το κίνητρο για την προώθηση των ψηφιακών πληρωμών παραμένει ισχυρό, καθώς οι βασικές πηγές εσόδων των τραπεζών βασίζονται στους τόκους και τις προμήθειες, με τις πιστωτικές κάρτες να προσφέρουν και τα δύο. Τα ψηφιακά τμήματα πληρωμών αποτελούν κερδοφόρα κέντρα και η ανάπτυξη αυτών των τμημάτων, παράλληλα με τη μείωση των φυσικών καταστημάτων και των δικτύων ΑΤΜ παραμένει στρατηγική προσήλωση των τραπεζών.
Άμεσος δεσμός κεντρικής τράπεζας και πολίτη και το τέλος της ανωνυμίας
Σε αντίθεση με το φυσικό χρήμα, το ψηφιακό ευρώ αντιπροσωπεύει ένα άμεσο ψηφιακό δεσμό μεταξύ των πολιτών και της κεντρικής τράπεζας. Αυτή η προσέγγιση διαφέρει ριζικά από το σημερινό ψηφιακό ευρώ, το οποίο κυκλοφορεί μέσω εμπορικών τραπεζών χωρίς να προσφέρει την προστασία της ιδιωτικότητας και την τελικότητα που παρέχει το φυσικό χρήμα. Ιστορικά, οι κεντρικές τράπεζες εξέδιδαν χρήμα χωρίς να διαχειρίζονται την καθημερινή του χρήση, επιτρέποντας στις συναλλαγές να διατηρούνται σχετικά ανώνυμες και ιδιωτικές. Ωστόσο, με την εισαγωγή του ψηφιακού ευρώ αυτό το επίπεδο ανωνυμίας πιθανότατα θα εξαφανιστεί.
Η απώλεια ιδιωτικότητας και ο αποκλεισμός συναλλαγών αποτελούν σοβαρούς κινδύνους. Σε μια κοινωνία χωρίς μετρητά, κάθε συναλλαγή καταγράφεται ηλεκτρονικά, αφήνοντας ψηφιακά ίχνη που μπορούν να παρακολουθούνται και να αναλύονται.
Αυτό, αναπόφευκτα οδηγεί σε αυξημένη παρακολούθηση από κεντρικές αρχές και ιδιωτικά συμφέροντα, περιορίζοντας την ιδιωτικότητα και το δικαίωμα στην ανωνυμία συναλλαγών. Το ψηφιακό ευρώ θα επιτρέπει την παρακολούθηση, καταγραφή και ανάλυση κάθε οικονομικής συναλλαγής από κεντρικές αρχές και κυβερνήσεις, εκθέτοντας τους χρήστες σε πιθανό έλεγχο και στοχοποίηση βάσει των οικονομικών τους δραστηριοτήτων. Ποιος θα επέλεγε την πλήρη μετάβαση στο ψηφιακό ευρώ, γνωρίζοντας τις ενισχυμένες δυνατότητες επιτήρησης από κρατικούς και μη φορείς, σε συνδυασμό με μια λιγότερο ελκυστική νομισματική πολιτική, έναντι επιλογών που επιτρέπουν την απρόσκοπτη και αποκεντρωμένη πρόσβαση; Αντί να βασιζόμαστε τυφλά στις υποσχέσεις για ευκολία, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πώς αυτή η μετάβαση μπορεί να επηρεάσει την καθημερινή ζωή και την οικονομική αυτονομία.
Οι ανησυχίες για τη συγκέντρωση εξουσίας σε λίγες εταιρείες τεχνολογίας και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών δεν είναι καινούργιες. Ήδη από το 1968, ο Paul Armer, κορυφαίος επιστήμονας υπολογιστών, προειδοποίησε για τις επιπτώσεις των κοινωνιών χωρίς μετρητά σε θέματα ιδιωτικότητας. Παρόμοια ανησυχία εξέφρασε και ο κρυπτογράφος David Chaum το 1983, σε μια εργασία του για τα ψηφιακά συστήματα πληρωμών, τονίζοντας τον κίνδυνο παρακολούθησης και ανιχνευσιμότητας των πληρωμών.
Με ένα τεράστιο όγκο δεδομένων που διατίθεται στα χέρια της όποιας κεντρικής αρχής, το CBDC θα παρέχει αμέτρητες ευκαιρίες σε κυβερνήσεις για τον έλεγχο της οικονομικής δραστηριότητας των πολιτών, τη δέσμευση πόρων και την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων. Η δυνατότητα προγραμματισμού, δηλαδή ο ορισμός περιορισμών στη χρήση του ψηφιακού νομίσματος, καθιστά ευκολότερο και ταχύτερο το έργο της όποιας κυβέρνησης, δημιουργώντας μια απευθείας γραμμή πρόσβασης μεταξύ των πολιτών και της ίδιας της κυβέρνησης. Ακόμη κι αν αυτή η τεχνική δυνατότητα εποπτείας δεν συμπεριλαμβάνεται αρχικά, θα ήταν αφελές να πιστεύει κανείς ότι δεν μπορεί να προστεθεί αργότερα.
Η εξάρτηση από τους μεσάζοντες στις πληρωμές δημιουργεί επιπλέον μια νέα μορφή ελέγχου, καθώς οι εταιρείες που διαχειρίζονται τις πληρωμές μπορούν να αποκλείσουν ή να περιορίσουν τις συναλλαγές, είτε για εμπορικούς είτε για πολιτικούς λόγους. Αυτό σημαίνει ότι ο έλεγχος των πληρωμών μετατρέπεται σε εργαλείο εξουσίας, που επηρεάζει τον πυρήνα της οικονομικής δραστηριότητας.
Ψηφιακή εξάρτηση υπό την απειλή κυβερνοεπιθέσεων και η αναγκαιότητα συναλλαγών εκτός σύνδεσης
Η έλλειψη προστασίας της ιδιωτικότητας και το κυβερνοέγκλημα αποτελούν σοβαρές ανησυχίες που δεν αναδεικνύονται αρκετά στις δημόσιες συζητήσεις. Παρόλο που η ασφάλεια των συναλλαγών έχει βελτιωθεί, τα εγκληματικά δίκτυα προσαρμόζονται συνεχώς, βρίσκοντας νέους τρόπους εκμετάλλευσης των κενών στα συστήματα ηλεκτρονικών πληρωμών. Ως αποτέλεσμα, οι χρήστες αντιμετωπίζουν κλοπές προσωπικών δεδομένων και πολλαπλές μορφές ηλεκτρονικής απάτης, οδηγώντας σε οικονομικές απώλειες. Η κεντρική αποθήκευση οικονομικών πληροφοριών σε συνδυασμό με πιθανές επιτυχημένες κυβερνοεπιθέσεις στην υποδομή του CBDC μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο ολόκληρο το σύστημα και τους πολίτες.
Η αποκλειστική εξάρτηση από την τεχνολογία δημιουργεί πρόσθετους κινδύνους. Τεχνικές βλάβες στις υποδομές, κυβερνοεπιθέσεις και διακοπές ρεύματος μπορούν να διακόψουν τις συναλλαγές και να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα σε καταναλωτές και επιχειρήσεις. Το 2018, μια δεκάωρη διακοπή στα συστήματα της Visa στην Ευρώπη, λόγω αποτυχίας στο κεντρικό τους κέντρο δεδομένων, οδήγησε σε μπλοκάρισμα εκατομμυρίων συναλλαγών, αφήνοντας τους χρήστες που είχαν εξαρτηθεί από τις πληρωμές με κάρτα να αναζητούν ΑΤΜ
Αυτός είναι και ο λόγος που το 98% των κεντρικών τραπεζών θεωρεί τη δυνατότητα πραγματοποίησης πληρωμών εκτός σύνδεσης ζωτικής σημασίας για την ευρεία υιοθέτηση του ψηφιακού ευρώ.
Παρά τη διάδοση των ψηφιακών πληρωμών, οι συναλλαγές εκτός σύνδεσης παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ακατόρθωτες. Τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα εξακολουθούν να είναι τα μόνα αξιόπιστα μέσα πληρωμής όταν δεν υπάρχει πρόσβαση στο διαδίκτυο ή μια σταθερή πηγή ενέργειας. Μέχρι σήμερα, δεν έχει αναπτυχθεί μια αξιόπιστη μέθοδος που να επιτρέπει απρόσκοπτες συναλλαγές τόσο διαδικτυακά όσο και εκτός σύνδεσης, δημιουργώντας έτσι δύο διακριτούς κόσμους στις πληρωμές.
Τέλος, η διαχείριση των προσωπικών οικονομικών και δεδομένων γίνεται ολοένα και πιο περίπλοκη και επικίνδυνη, απαιτώντας αυξημένη προσοχή, γνώση και εκπαίδευση από τους χρήστες. Οι τράπεζες και τα ιδρύματα πληρωμών εξελίσσονται σε σημαντικούς φορείς επιτήρησης, όπως παρατηρείται σε μεγάλο βαθμό ήδη σήμερα, καθώς κάθε χρηματοπιστωτική συναλλαγή πλέον απαιτεί την ταυτοποίηση του αποστολέα και του παραλήπτη, στο όνομα του AML (anti-money laundering) / CFT (counter financing of terrorism) / KYC (Know your customer). Η εκτεταμένη ταυτοποίηση όμως δεν εξαλείφει το έγκλημα, τη διαφθορά και τη φοροδιαφυγή. Αντιθέτως, το οικονομικό κυβερνοέγκλημα ακμάζει, ενώ οι ίδιες οι τράπεζες που υποστηρίζουν τις υποδομές ψηφιακών πληρωμών προσφέρουν παράλληλα υπηρεσίες σε οντότητες για να διευκολύνουν τη μαζική φοροδιαφυγή μέσω υπεράκτιων δομών.
Τραβά το σχοινί από την ψηφιακή κινούμενη άμμο
Στον τομέα της ψηφιοποίησης και της αυτοματοποίησης της παγκόσμιας οικονομίας, οι άνθρωποι συχνά παραμένουν σιωπηλοί, καθώς επικρατεί η αίσθηση ότι αυτές οι αλλαγές θα επέλθουν, ανεξαρτήτως προθέσεων ή αντιδράσεων.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα είναι τόσο τεράστιο που υπερβαίνει κάθε άτομο. Οι περισσότεροι το βιώνουν ως κάτι στο οποίο πρέπει να προσαρμοστούν, παρά ως κάτι που μπορούν να διαμορφώσουν ενεργά. Κανείς δεν αισθάνεται ότι «οδηγεί» την παγκόσμια οικονομία, αλλά όλοι τη βιώνουν σαν κινούμενη άμμο. Όσο περισσότερο προσπαθούν να αντιδράσουν ή να προσαρμοστούν, τόσο βαθύτερα βυθίζονται μέσα σ’ αυτήν, με αποτέλεσμα να χάνουν ολοένα και περισσότερο τον έλεγχο. Αυτή η αίσθηση εντείνεται από την αύξηση της ισχύος των μεγάλων εταιρειών, την ενίσχυση της επιρροής τους και την αυξανόμενη πυκνότητα της ψηφιακής συνδεσιμότητας.
Πριν ξεκινήσει μια σοβαρή συζήτηση για το αν το ψηφιακό ευρώ μπορεί να συμπληρώσει ή ακόμα και να αντικαταστήσει το φυσικό χρήμα, πρέπει να κατανοήσουμε αν το ψηφιακό ευρώ αποτελεί απλώς μια νέα εξέλιξη των μέσων πληρωμής, όπως συνέβη στο παρελθόν με την εισαγωγή των αυτόματων ταμειακών μηχανών (ΑΤΜ) και των πιστωτικών καρτών ή αν είναι ένα ακόμα παράδειγμα του χρήματος ως εργαλείου ενίσχυσης της κρατικής και υπερεθνικής κυριαρχίας στην οικονομική σφαίρα.
Αντικρίζοντας το μέλλον των κοινωνιών χωρίς μετρητά, είναι σημαντικό να επισημαίνονται συνεχώς οι κίνδυνοι της παρακολούθησης και του ελέγχου. Η βασική διαφορά με τα υφιστάμενα συστήματα είναι ότι η κεντρική τράπεζα θα έχει τον απόλυτο έλεγχο των κανόνων που θα καθορίζουν τη χρήση αυτής της έκφρασης διατηρώντας την τεχνολογία για την επιβολή της. Η απειλή για την ελευθερία του χρήματος συνδέεται άμεσα με την απειλή για την ατομική κυριαρχία.
Οι μεγάλες θεσμικές οντότητες συχνά κρύβονται πίσω από αδιαφανείς νόμους περί εμπιστευτικότητας και μυστικές συμφωνίες, δημιουργώντας μια ανισορροπία όπου οι ισχυροί διατηρούν τον έλεγχο, ενώ οι πολίτες παρακολουθούνται χωρίς να έχουν αντίστοιχα ουσιαστικά δικαιώματα πρόσβασης και ελέγχου των αποφάσεων που τους επηρεάζουν. Η συνεχής απόκλιση από το μάντρα «διαφάνεια για τους ισχυρούς και ιδιωτικότητα για τους αδύναμους» αναδεικνύει αυτή τη διαρκή ανισορροπία.
Η κατάργηση των μετρητών δεν φαίνεται να ωφελεί τις κοινωνίες, ιδιαίτερα χωρίς αποκεντρωμένες εναλλακτικές. Όσοι χειροκροτούν την έλευση του ψηφιακού ευρώ είναι αφελείς αν πιστεύουν ότι αυτό δεν θα οδηγήσει σε έλεγχο του πληθυσμού μέσω των συναλλαγών, καθιστώντας το ηθικά αμφισβητήσιμο κατά την άφιξή του. Ακόμη και αν οι άνθρωποι σήμερα εμπιστεύονται τις κυβερνήσεις τους, πρέπει να σκέφτονται ότι μπορεί να μην τις εμπιστεύονται πάντα.
*Πολιτικού Οικονομολόγου, ειδικού σε θέματα Ψηφιακής Εμπιστοσύνης
Διαβάστε επίσης: Ψηφιακό ευρώ: Χρηματοοικονομική εξέλιξη ή οργουελική δυστοπία;