Η τουρκική εισβολή του 1974 παραμένει ακόμη το μεγαλύτερο πλήγμα που αντιμετώπισε η Κυπριακή Δημοκρατία, με τα αποτυπώματα να είναι ευδιάκριτα και οι πληγές να παραμένουν ακόμα ανοικτές.
Η οικονομική κρίση του 1974 άλλαξε άρδην την μετέπειτα πορεία της κυπριακής οικονομίας όπως η τουρκική εισβολή του 1974 άλλαξε άρδην την πορεία που θα ακολουθούσε ο κάθε πολίτης αυτού του νησιού.
Η Τουρκική Εισβολή του 1974
Η πρόοδος της οικονομίας των προηγούμενων χρόνων ανακόπηκε απότομα από την τουρκική εισβολή τον Ιούλη και τον Αύγουστο του 1974 με την συνολική συρρίκνωση του ΑΕΠ να φτάνει περίπου στο 23% (7,7% το 1974 και 15,6% το 1975).
Ο Υπουργός Οικονομικών Ανδρέας Πατσαλίδης, το 1977, στην ομιλία του στο Διεθνές Δημοσιογραφικό Συμπόσιο αναφέρθηκε στο σύνολο των γεωργικών περιοχών που κατελήφθησαν από τον τουρκικό στρατό κατοχής που αναλογούσαν στο 80% της συνολικής παραγωγής εσπεριδοειδών και καπνοκαλλιέργειας των κυριότερων εξαγώγιμων αγαθών, ενώ αντιπροσώπευαν περίπου το 50% της συνολικής γεωργικής παραγωγής.
Χάθηκε το λιμάνι της Αμμοχώστου μέσω του οποίου εκτελούνταν πάνω από το 80% του συνολικού εμπορίου της χώρας όπως επίσης διακόπηκε από τότε η λειτουργία του Διεθνούς Αεροδρομίου της Λευκωσίας, του μόνου αεροδρομίου της Κύπρου, με τη πλήρη διακοπή των αεροπορικών συνδέσεων της Κύπρου με τον υπόλοιπο κόσμο μεταξύ Ιουλίου του 1974 και Φεβρουαρίου του 1975.
Επιπρόσθετα, οι τουριστικές μονάδες Αμμοχώστου και Κερύνειας, που αντιπροσώπευαν το 70% της τουριστικής βιομηχανίας είχαν καταληφθεί από τον τουρκικό στρατό κατοχής.
Διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι από τις κατεχόμενες περιοχές εκδιώχθηκαν και έμειναν χωρίς στέγαση και είδη πρώτης ανάγκης κάτι το οποίο μεταφράζεται σε ένα αφόρητο δημοσιονομικό έλλειμμα για το κράτος του οποίου τα έσοδα ήταν σχεδόν μηδενικά λόγω της παύσης της οικονομικής δραστηριότητας.
Ο τότε Υπουργός Οικονομικών σημείωνε ότι η ανεργία είχε προσλάβει τρομακτικές διαστάσεις με την ανεργία να ανέρχεται στο 35% του οικονομικώς ενεργού πληθυσμού.
Όπως σημειώνει ο οικονομολόγος Συμεών Μάτσης στην 3η Ημερίδα Ιστορικού Αρχείου της Τράπεζας Κύπρου «Τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Κύπρος φάνταζαν ανυπέρβλητα και σίγουρα δεν αναμενόταν να ξεπεραστούν εύκολα».
Το «οικονομικό θαύμα» μετά την εισβολή
Για τον όρο για τον οποίο γινόταν αναφορά από τους ξένους σχετικά με την ανάκαμψη της κυπριακής οικονομίας ο Ανδρέας Πατσαλίδης αναφέρει στην ομιλία του το 1977, «Εάν με τον όρο οικονομικό θαύμα εννοούμε την επιτυχία αποτροπής της πλήρους κατάρρευσης, η οποία φαινόταν να επέρχεται την επόμενη μέρα της εισβολής, και την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, τότε ο όρος είναι ακριβής».
Για την αντιμετώπιση της κρίσης καταρτίστηκε το 1975 το πρώτο Διετές Έκτακτο Σχέδιο Οικονομικής Δράσης για να ακολουθήσουν ακόμα τρία αργότερα.
Τα Σχέδια είχαν ως στόχο τους «την δημιουργία προϋποθέσεων για την αυτοδύναμο οικονομική ανέλιξη και βαθμιαία επάνοδο εις τα προ της εισβολής βιοτικά επίπεδα διά της πλέον ενεργού κινητοποιήσεως και ορθολογιστικότερης αξιοποίησης των εναπομεινάντων οικονομικών πόρων εις τας υπό του Κράτους ελεγχόμενες περιοχές».
Κυριότεροι πυλώνες των σχεδίων ήταν η ανακούφιση και η προσωρινή στέγαση των εκτοπισμένων, η δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης, η αναπλήρωση της χαμένης παραγωγής και η επανέναρξη των επενδύσεων.
Ακολουθήθηκε επιθετική επεκτατική δημοσιονομική πολιτική με την δημιουργία ελλειμμάτων που κυμαίνονταν κατά μέσο όρο για την περίοδο 1975-85 στο -5,7% με ορθή κατανομή των κεφαλαίων για τις παραγωγικές δομές της οικονομίας, όπως η αναβάθμιση των λιμανιών Λεμεσού και Λάρνακας και δημιουργία του Νέου Αεροδρομίου Λάρνακας.
Σημαντική ήταν επίσης και η ξένη βοήθεια για την στήριξη των δημοσιονομικών πολιτικών που όπως αναφέρει ενδεικτικά ο Συμεών Μάτσης από την Ελλάδα περίπου 126 εκατομμύρια λίρες για την δεκαετία που ακολούθησε ενώ στα 45 εκατομμύρια λίρες από τις ΗΠΑ. Ουσιώδης ήταν για την ανάκαμψη η μετανάστευση των Κυπρίων στο εξωτερικό, μειώνοντας αφενός τα ποσοστά ανεργίας που το 1977 κατέβηκε στο 3,1%, αφετέρου δημιουργώντας νέες σχέσεις, οικονομικές ευκαιρίες και διείσδυση σε νέες αγορές, όπως στην αραβική αγορά της Μέσης Ανατολής όπου συγκυριακά συνέπεσε ακριβώς μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973 και την ραγδαία ανάπτυξη της περιοχής.
Ενδεικτικά αξίζει να αναφερθεί ότι τα εμβάσματα των προσωρινά απασχολουμένων εργατών στο εξωτερικό τα χρόνια 1976-85 ανήλθαν σε 255 εκατομμύρια λίρες ξεπερνώντας την ξένη συνολική οικονομική βοήθεια. Με την δημιουργία νέων ξενοδοχειακών μονάδων και καταλυμάτων ο τουρισμός ανέκαμψε ξανά το 1978 φτάνοντας τον αριθμό αφίξεων του 1973.
Αξιοσημείωτο μέτρο που αναγράφεται στο Δεύτερο Έκτακτο Σχέδιο Οικονομικής Δράσεως του 1977, ένεκα και της πρόσφατης δημόσιας συζήτησης για το θέμα είναι «Η διατήρηση, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, των σχεδίων παροχής Κυβερνητικών εγγυήσεων δια δάνεια εκδομένα εκ μέρους των εμπορικών Τραπεζών προς τον ιδιωτικό τομέα σε τομείς προτεραιότητας.
Την δεκαετία που ακολούθησε, από το 1976 μέχρι το 1985 ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ ξεπερνούσε το 15%.