Του Χρίστου Πέτρου
Σε ενημέρωση προς τους δημοσιογράφους για τα τεκταινόμενα στην ξενοδοχειακή βιομηχανία, μέλη του Δ.Σ του Συνδέσμου Τουριστικών Επιχειρήσεων Κύπρου (ΣΤΕΚ), ανέφεραν ότι μέχρι μέσα Ιουνίου αναμένεται να λειτουργήσουν όλες οι ξενοδοχειακές μονάδες της Κύπρου.
Σημαντικό για την πορεία της τουριστικής σεζόν θα είναι το άνοιγμα μεγάλων αγορών όπως του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά και της Γερμανίας. «Αναφορικά με τη Ρωσία, βλέπουμε ότι σιγά σιγά άρχισαν μαζικές αφίξεις» και αυτό, όπως ανέφερε ο Πρόεδρος του ΣΤΕΚ Άκης Βαβλίτης, οφείλεται εν πολλοίς στην αποδοχή (για ταξιδιωτικούς σκοπούς) του ρωσικού εμβολίου Sputnik-V. Ως γενικό συμπέρασμα τους ΣΤΕΚ είναι ότι η τρέχουσα χρονιά θα είναι καλύτερη από το 2020, αλλά υπό την αίρεση της πανδημίας δεν μπορούν να γίνουν ακριβής προβλέψεις.
Δισταγμός ξενοδοχοϋπαλλήλων στο εμβόλιο
Ψηλά στην ατζέντα των θεμάτων που απασχολούν τον ξενοδοχειακό κόσμο, βρίσκεται και ο εμβολιασμός των πελατών άλλα κυρίως των εργαζομένων της «πρώτης γραμμής του τουρισμού». Η θωράκιση των ξενοδοχοϋπαλλήλων αλλά και γενικώς των τουριστών που επισκέπτονται ξενοδοχεία, είναι ζήτημα που εκτείνεται πέραν από την ανάκτηση της εμπιστοσύνης και στην ομαλή και απόρσκοπτη λειτουργία των ξενοδοχειακών μονάδων.
Ο ΣΤΕΚ όπως επεσήμανε ο κ. Βαβλίτης «ετοίμασε επιστολή προς το συνδικαλιστικό κίνημα προκειμένου να παροτρύνει τους εργαζόμενους στον εμβολιασμό».
Αυτή τη στιγμή τα ποσοστά εμβολιασμένων εργαζομένων στον ξενοδοχειακό και τουριστικό γενικότερα τομέα είναι αντίστοιχα με αυτά που υπάρχουν και για τον γενικό πληθυσμό. Ωστόσο όσο οι εμβολιασμοί απευθύνονται σε νεαρότερες ηλικίες, αυτό συνεπάγεται πως θα υπάρξει αύξηση των εμβολιασμένων στις τάξεις των εργαζομένων στον τουρισμό. Όπως σημείωσαν και ο κ. Βαβλίτης αλλά και η αντιπρόεδρος του ΣΤΕΚ κα. Καραντώκη, είναι κρίσιμο οι εργαζόμενοι στα ξενοδοχεία να πειστούν για τη σημαντικότητα και τα πολλαπλά οφέλη του εμβολιασμού. «Αρκετοί εργαζόμενοι στα ξενοδοχεία αυτή τη στιγμή είναι κάπως διστακτικοί, όπως εξάλλου συμβαίνει και με τον γενικό πληθυσμό».
Αυξημένο κόστος λειτουργίας λόγω πρωτοκόλλων
Ζήτημα που απασχολεί επίσης τους ξενοδόχους είναι και το αυξημένο κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεών τους λόγω της εφαρμογής των πρωτοκόλλων. Έτσι και αλλιώς τα πλείστα ξενοδοχεία είναι προσαρμοσμένα με τα πρωτόκολλα από πέρυσι, αλλά και όσα δεν είναι, προσαρμόζονται γοργά. Αν και ο ακριβής υπολογισμός για την αύξηση του κόστους λειτουργίας δεν είναι εύκολο να γίνει, υπολογίζεται ότι πρόκειται για «σημαντικό ποσοστό» όπως σημειώθηκε αν αναλογιστεί κανείς επί παραδείγματι τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν συγκριτικά με άλλες σεζόν «στο κομμάτι της παραγωγής όπως η Κουζίνα, τα μπαρ κλπ».
Σύμφωνα με τον κ. Βαβλίτη, τα ξενοδοχεία πέραν των άλλων ζητημάτων που καλούνται να αντιμετωπίσουν στις ιδιάζουσες συνθήκες της πανδημίας, «δέχονται και πιέσεις από ξένους ταξιδιωτικούς πράκτορες για μείωση τιμών». Επιπλέον οι «πιέσεις» αφορούν και διεύρυνση των πακέτων παροχής υπηρεσιών όπως για παράδειγμα «δωρεάν PCR test» από τα ξενοδοχεία, για πελάτες των οποίων οι χώρες προέλευσης το απαιτούν.
Σημαντικός αλλά όχι «καταλύτης» ο εσωτερικός τουρισμός
Σε ότι αφορά τον εσωτερικό τουρισμό και κατά πόσον αυτός μπορεί να «σώσει την παρτίδα» τουλάχιστον για το 2021, αναφέρθηκε ότι «είναι σημαντική η συμβολή του εγχώριου τουρισμού ωστόσο τα μικρά μεγέθη επί του συνόλου, δεν μπορούν να κρατήσουν από μόνα τους τον ξενοδοχειακό τομέα».
Μπορεί οι «ντόπιοι τουρίστες» να έχουν αρκετά πιο ψηλά κατά κεφαλήν έξοδα, ωστόσο όπως ήδη επισημάνθηκε, λόγω του μικρού ποσοστού επί του συνόλου των επισκεπτών (περίπου 7%) στα ξενοδοχεία δεν μπορεί να «σωθεί αποκλειστικά από τους κύπριους, η παρτίδα».
Αναφορικά με τους διάφορους ισχυρισμούς που υπάρχουν από Κύπριους σχετικά με το γεγονός ότι «οι τιμές για τους ντόπιους είναι ανεβασμένες συγκριτικά με αυτές που υπάρχουν για τους ξένους» ο κ. Βαβλίτης εξήγησε ότι αυτό απαντάται σε δύο κυρίως αιτίες.
Αρχικά σημείωσε επειδή οι «Κύπριοι είμαστε της τελευταίας στιγμής» οι κρατήσεις γίνονται σε περιόδους αυξημένης ζήτησης και πολύ κοντά χρονικά ή ακόμη και κατά την διάρκεια της αιχμής της τουριστικής σεζόν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι τιμές να είναι αυξημένες. Επιπλέον σημείωσε, ότι οι πλείστοι ξένοι τουρίστες κάνουν πακέτα κρατήσεων μέσω τουριστικών γραφείων κλπ, τα οποία εκ των πραγμάτων έχουν «χονδρικές» τιμές με αποτέλεσμα να μπορούν να κάνουν εκπτώσεις στους πελάτες τους. Είναι συνεπώς διαφορετικό εκτός των άλλων και σε επίπεδο κόστους, να γίνονται μαζικές κρατήσεις (όπως κάνουν οι ξένοι τουριστικοί πράκτορες) και μεμονωμένες.
Προοπτικές για οφέλη στα ξενοδοχεία, από τις κρουαζιέρες
Αναφορικά με τις κρουαζιέρες σημειώθηκε πως η όλη κινητικότητα που παρατηρείται κάνει καλό για την οικονομία του τόπου γενικά. «Για τους ξενοδόχους δεν είναι άμεσο το όφελος από τις κρουαζιέρες αλλά είναι γενικό το όφελος για την οικονομία του τόπου».
«Υπάρχουν δύο ειδών κρουαζιέρες. Είναι αυτές που σταματούν για μερικές μόνο ώρες στο λιμάνι. Είναι όμως και αυτές για τις οποίες μάλιστα υπάρχει και διαχρονική προσπάθεια από το κράτος να προσελκύει. Αφορά κρουαζιερόπλοια τα οποία θα σταθμεύουν για κάποιες μέρες στον τόπο μας πριν την αναχώρηση τους να διαμένουν κάποιες μέρες οι επιβάτες στα ξενοδοχεία ως μέρος ενός πακέτου ενδεχομένως». σημειώθηκε. Ωστόσο όπως υπογράμμισε ο κ. Βαβλίτης, μια τέτοια προοπτική θα είχε ιδιαίτερο νόημα αν γινόταν πέρα από τις περιόδους αιχμής που έτσι και αλλιώς υπάρχει σχετική πληρότητα στα ξενοδοχεία.
Στρατηγικά ζητήματα
Πέραν από τα τρέχοντα ζητήματα, αναφορά κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης από μέλη του ΣΤΕΚ έγινε και για στρατηγικής σημασίας πτυχές του τουρισμού. Συγκεκριμένα επισημάνθηκε η σημαντικότητα της αλλαγής μοντέλου από τον μαζικό τουρισμό στον ποιοτικό. Αν και πρόκειται για ζήτημα το οποίο τίθεται ως στόχος στο «στρατηγικό πλάνο» που είναι σε εξέλιξη με ορίζοντα το 2030, στοιχεία μαρτυρούν ότι μάλλον δεν υπάρχει η δέουσα πρόοδος σε αυτό το ζήτημα.
Αν και δεν αποτελούν απόλυτους δείκτες, ο χρόνος παραμονής των τουριστών αλλά και τα κατά κεφαλήν έξοδα τους τα οποία είναι μειωμένα, μαρτυρούν ότι δεν σημειώθηκε βελτίωση στο κομμάτι που αφορά την ποιότητα του τουρισμού.
Εξάλλου όπως επισημάνθηκε υπάρχουν ζητήματα που χρίζουν ουσιώδους μελέτης για το πώς θα επιτευχθεί ο στόχος της μεταβολής του τουρισμού από μαζικό σε ποιοτικό. Επί παραδείγματι, κατά πόσον είναι εφικτό από τη στιγμή που υπάρχει στόχος μέχρι το 2030 να έχουμε αφίξεις 6.000.000 τουριστών, αυτοί να είναι επισκέπτες που να "καταναλώνουν" κάτι πέραν από τον "ήλιο και τη θάλασσα" με τα συμπαρωματούντα του υφιστάμενου τουριστικό μοντέλου.