Του Ξένιου Μεσαρίτη
Ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Google, Eric Schmidt έχει κάνει για απόκτηση κυπριακής ιθαγένειας, σύμφωνα με δημοσίευμα της Vox.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο Eric Schmidt είναι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Αμερικής και έχει υποβάλει, μαζί με την οικογένεια του, αίτηση για να πάρει έγκριση για να γίνει πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ποιος είναι ο Eric Schmidt
Ο Eric Emerson Schmidt (γεννημένος στις 27 Απριλίου 1955) είναι Αμερικανός επιχειρηματίας και προγραμματιστής.
Έγινε κυρίως γνωστός λόγω της θητείας του ως Διευθύνων Σύμβουλος της Google από το 2001 έως το 2011 και αργότερα ως εκτελεστικός πρόεδρος της Google από το 2011 έως το 2015.
Επίσης διετέλεσε εκτελεστικός πρόεδρος της Alphabet Inc από το 2015 έως το 2017, και Τεχνικός Σύμβουλος της Alphabet από το 2017 έως το 2020.
Το 2017, η Forbes κατέταξε τη Schmidt ως το 119ο πλουσιότερο άτομο στον κόσμο, με εκτιμώμενο πλούτο 11,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ασκούμενος προγραμματιστής στο Bell Labs
Ως ασκούμενος στο Bell Labs, ο Schmidt το 1975 ήταν συνδημιουργός του Lex, ένα λογισμικό για το λειτουργικό σύστημα υπολογιστών Unix. Από το 1997 έως το 2001, διετέλεσε διευθύνων σύμβουλος (CEO) της Novell.
Έχει υπηρετήσει σε διάφορα άλλα διοικητικά συμβούλια σε ακαδημαϊκούς και βιομηχανικούς κλάδους, συμπεριλαμβανομένων των Διοικητικών Συμβουλίων για το Πανεπιστήμιο Carnegie Mellon, της Apple, του Πανεπιστημίου του Princeton και της Mayo Clinic.
Ενεργή δράση στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ
Ο Schmidt είχε ενεργό ρόλο στα πολιτικά δρώμενα στις ΗΠΑ, κάτι που δεν είναι ξεκάθαρο πως θα επηρεάσει την αίτηση πολιτογράφησής του.
Το 2008 ήταν ένας άτυπος σύμβουλος και σημαντικός δωρητής της προεδρικής εκστρατείας του Μπαράκ Ομπάμα ξεκινώντας την προεκλογική εκστρατεία την εβδομάδα της 19ης Οκτωβρίου 2008, εξ ονόματος του υποψηφίου.
Αναφέρθηκε ως πιθανός υποψήφιος για τη θέση του Διευθυντή Τεχνολογίας, την οποία ο Ομπάμα δημιούργησε κατά τη θητεία του, με δημοσιεύματα να αναφέρουν ότι ο Ομπάμα τον προόριζε για υπουργό Εμπορίου.
Αφού ο Ομπάμα κέρδισε το 2008, ο Schmidt έγινε μέλος του συμβουλευτικού συμβουλίου για τη μετάβαση του Προέδρου Ομπάμα και στη συνέχεια μέλος του Συμβουλίου Συμβούλων Επιστήμης και Τεχνολογίας των Προέδρων των Ηνωμένων Πολιτειών (PCAST).
Ο Schmidt έχει υπηρετήσει στην ομάδα κυβερνητικών σχέσεων της Google.
Ο Υπουργός Άμυνας Άμυνας Ash Carter διόρισε τον Schmidt ως πρόεδρο του Συμβουλίου Αμυντικής Καινοτομίας που ιδρύθηκε στις 2 Μαρτίου 2016. Θα διαμορφωθεί σαν το επιχειρηματικό συμβούλιο άμυνας και θα διευκολύνει το Πεντάγωνο να γίνει πιο καινοτόμο και πιο προσαρμοστικό. Αποχώρησε από το συμβούλιο τον Σεπτέμβριο του 2020.
Η Schmidt είναι επενδυτής στο The Groundwork, μια νεοσύστατη εταιρεία που σχετίζεται με την προεδρική εκστρατεία της Χίλαρι Κλίντον το 2016 ενώ φαίνεται να χρηματοδότησε την προεκλογική εκστρατεία του Joe Biden.
Το δημοσίευμα του Vox
Η Vox αναφέρει ότι μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει ξεκάθαρο γιατί ο πρώην CEO της Google επιδίωξε να γίνει κύπριος πολίτης αλλά το νέο του διαβατήριο του δίνει την δυνατότητα να ταξιδέψει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχοντας ενδεχομένως ευνοϊκότερο καθεστώς φορολογίας.
Η κίνηση αυτή, σύμφωνα πάντα με το δημοσίευμα, ανοίγει ένα παράθυρο, ώστε δισεκατομμυριούχοι να μπορούν να κινούνται με τη μέγιστη ελευθερία σε χώρες που δεν ζουν. Μάλιστα, το δημοσίευμα επικαλείται το παράδειγμα ενός άλλου δισεκατομμυριούχου του τομέα της τεχνολογίας του, Peter Τhiel, ο οποίος το 2011 κατάφερε να εξασφαλίσει υπηκοότητα της Νέας Ζηλανδίας.
Γίνεται αναφορά στο ενδιαφέρον πολλών Αμερικανών για άλλες υπηκοότητες, ενδιαφέρον που μεγιστοποιήθηκε κατά την περίοδο της πανδημίας όπου είχε περιοριστεί η δυνατότητα τους για ταξίδια, ενώ ειδικοί συνδέουν στους παράγοντες την πολιτική αβεβαιότητα που επικρατεί στις ΗΠΑ.
Η Vox αναφέρει ότι είναι ασυνήθιστο Αμερικανοί να κάνουν αίτηση για το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα, σύμφωνα με στοιχεία που προκύπτουν από συμβούλους που δουλεύουν στην χώρα, προσθέτοντας ότι το πρόγραμμα είναι πιο δημοφιλές σε ολιγάρχες από πρώην Σοβιετικές χώρες και κράτη τη Μέσης Ανατολής, ενώ δεν παραλείπεται η αναφορά σε σκάνδαλα, τα οποία ανάγκασαν τελικά το κλείσιμό του.