Πατάει φρένο η ταχύτερα αναπτυσσόμενη μεγάλη οικονομία του κόσμου;

Πολλοί μιλούσαν τελευταία για μια «νέα Κίνα», αλλά μια σειρά παραγόντων φαίνεται να έχει ανακόψει την πορεία θριάμβου της χώρας, με τα στοιχεία του ΑΕΠ να είναι απογοητευτικά.

Η Ινδία ως η ταχύτερα αναπτυσσόμενη από τις μεγάλες οικονομίες του κόσμου έως σήμερα, στόχευε ψηλά, καθώς πολλοί μιλούσαν τελευταία για μια «νέα Κίνα». Αυτή την πορεία θριάμβου της χώρας, όμως, φαίνεται να έχει ανακόψει μια σειρά παραγόντων, με τα στοιχεία του ΑΕΠ να είναι απογοητευτικά: Μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου, η ανάπτυξη της οικονομίας της Ινδίας υποχώρησε σε χαμηλό επτά τριμήνων, στο 5,4%, πολύ κάτω από την πρόβλεψη της Κεντρικής Τράπεζας της Ινδίας (RBI) για 7%.

Παρά το γεγονός ότι η ινδική οικονομία εξακολουθεί να εμφανίζει πολύ καλές επιδόσεις σε σύγκριση με τις ανεπτυγμένες χώρες, ο ρυθμός αυτός σηματοδοτεί επιβράδυνση.

Σε ποιους παράγοντες οφείλεται

Οι οικονομολόγοι αποδίδουν την επιβράδυνση αυτή σε διάφορους παράγοντες. Η καταναλωτική ζήτηση έχει αποδυναμωθεί, οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι υποτονικές εδώ και χρόνια και οι κρατικές δαπάνες – ένας βασικός μοχλός ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια – έχουν υποχωρήσει. Οι εξαγωγές αγαθών της Ινδίας παρά τις προσπάθειες εδώ και καιρό, κατείχαν μερίδιο μόλις το 2% σε παγκόσμιο επίπεδο το 2023.

Οι εταιρείες ταχέως κινούμενων καταναλωτικών αγαθών (FMCG) εμφανίζουν χλιαρές πωλήσεις, ενώ οι μισθοδοσίες στις εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες συρρικνώθηκαν το τελευταίο τρίμηνο. 

Πιο αισιόδοξη εμφανίζεται η υπουργός Οικονομικών Nirmala Sitharaman που αποδίδει τη χαμηλή ανάπτυξη στη μείωση των κρατικών δαπανών κατά τη διάρκεια ενός τριμήνου όπου οι εκλογές βρέθηκαν στο επίκεντρο. Η ίδια εκτιμά ότι η ανάπτυξη του τρίτου τριμήνου θα αντισταθμίσει την πρόσφατη πτώση. Η Ινδία θα παραμείνει πιθανότατα η ταχύτερα αναπτυσσόμενη μεγάλη οικονομία παρά τις προκλήσεις όπως οι στάσιμοι μισθοί που επηρεάζουν την εγχώρια κατανάλωση, η επιβράδυνση της παγκόσμιας ζήτησης και οι διαταραχές στη γεωργία από το κλίμα, δήλωσε η Sitharaman.

Ο ρόλος της Κεντρικής Τράπεζας

Ορισμένοι οικονομολόγοι και ένα πρώην μέλος της ομάδας νομισματικής πολιτικής της RBI υποστηρίζουν ότι το να εστιάζει η Κεντρική Τράπεζα στη συγκράτηση του πληθωρισμού έχει οδηγήσει σε υπερβολικά περιοριστικά επιτόκια, γεγονός που ενδεχομένως να καταπνίξει την ανάπτυξη.

Τα υψηλά επιτόκια καθιστούν ακριβότερο τον δανεισμό για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές και ενδεχομένως μειώνουν τις επενδύσεις και αποδυναμώνουν την κατανάλωση, πλήττοντας τα δύο βασικά κίνητρα της οικονομικής ανάπτυξης. Η RBI έχει διατηρήσει τα επιτόκια αμετάβλητα για σχεδόν δύο χρόνια, κυρίως λόγω της αύξησης του πληθωρισμού.

Ο πληθωρισμός της Ινδίας εκτινάχθηκε στο 6,2% τον Οκτώβριο, ξεπερνώντας το ανώτατο όριο του στόχου της κεντρικής τράπεζας (4%) και φθάνοντας σε υψηλό 14 μηνών, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία. Οι τιμές των λαχανικών, για παράδειγμα, αυξήθηκαν άνω του 40% τον Οκτώβριο. 

Οι οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι παρά τις πιστώσεις λιανικής που σημείωσαν ρεκόρ και τα αυξανόμενα δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις – που δείχνουν ότι οι άνθρωποι δανείζονται για να χρηματοδοτήσουν την κατανάλωση ακόμη και εν μέσω υψηλών επιτοκίων – η ζήτηση εξασθενεί. Η αγροτική ζήτηση είναι ένα φωτεινό σημείο, επωφελούμενη από τους καλούς μουσώνες και τις υψηλότερες τιμές των τροφίμων.

Σε τροχιά δύο ταχυτήτων

Η συνεχιζόμενη κρίση επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η οικονομία της Ινδίας λειτουργεί σε μια «τροχιά δύο ταχυτήτων», λόγω των αποκλινουσών επιδόσεων της «παλαιάς και της νέας οικονομίας», εξηγούν οι αναλυτές.

Η παλαιά οικονομία που περιλαμβάνει τον τεράστιο άτυπο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των μεσαίων και μικρών βιομηχανιών, της γεωργίας και των παραδοσιακών εταιρειών, εξακολουθεί να περιμένει τις μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούν από καιρό.

Αντίθετα, η νέα οικονομία, η οποία διαμορφώνεται από την έκρηξη των εξαγωγών υπηρεσιών μετά την Covid-19, παρουσίασε ισχυρή ανάπτυξη το 2022-23. Η Ινδία αναδείχθηκε ως ο μεγαλύτερος κόμβος για τα Global Capability Centers (GCC), τα οποία προσφέρουν offshore υπηρεσίες υψηλού επιπέδου.

Σύμφωνα με την Deloitte, πάνω από το 50% των GCC στον κόσμο εδρεύουν πλέον στην Ινδία. Τα κέντρα αυτά επικεντρώνονται στην έρευνα και ανάπτυξη, τον μηχανολογικό σχεδιασμό και τις συμβουλευτικές υπηρεσίες, δημιουργώντας έσοδα ύψους 46 δισ. δολαρίων και απασχολώντας έως και 2 εκατομμύρια εργαζόμενους υψηλής εξειδίκευσης. Το γεγονός αυτό τροφοδότησε την κατανάλωση υποστηρίζοντας τη ζήτηση για πολυτελή αγαθά, ακίνητα και ακριβά αυτοκίνητα. Για 2-2,5 χρόνια μετά την πανδημία, αυτό οδήγησε σε αύξηση των καταναλωτικών δαπανών. Με την εδραίωση των GCCs σε μεγάλο βαθμό και τη μετατόπιση των καταναλωτικών προτύπων, η άνοδος των δαπανών συρρικνώνεται.

Πλέον η παλαιά οικονομία φαίνεται να μην έχει αναπτυξιακό καταλύτη, ενώ η νέα οικονομία επιβραδύνεται. Οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι ζωτικής σημασίας, αλλά χωρίς ισχυρή καταναλωτική ζήτηση, οι επιχειρήσεις δεν θα επενδύσουν. Χωρίς επενδύσεις που θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και θα ενισχύσουν τα εισοδήματα, η καταναλωτική ζήτηση δεν μπορεί να ανακάμψει. 

Αύξηση δασμών

Οι μέσοι δασμοί της Ινδίας έχουν αυξηθεί από 5% το 2013-2014 σε 17%, υψηλότεροι σε σχέση με άλλες ασιατικές χώρες που συναλλάσσονται με τις ΗΠΑ, υπονομεύοντας την ανταγωνιστικότητα των ινδικών προϊόντων στις παγκόσμιες αγορές.

Οι αγοραστές πρέπει να πληρώσουν σε ρουπίες για να αγοράσουν δολάρια, γεγονός που μειώνει τη ρευστότητα στην αγορά. Η διατήρηση μιας ισχυρής ρουπίας μέσω παρεμβάσεων μειώνει την ανταγωνιστικότητα, καθιστώντας τα ινδικά προϊόντα ακριβότερα στις παγκόσμιες αγορές και οδηγώντας σε χαμηλότερη ζήτηση για εξαγωγές.

Με άλλα λόγια, η Ινδία χρειάζεται σημαντικά υψηλότερο και διατηρήσιμο ρυθμό ανάπτυξης για να δημιουργήσει περισσότερες θέσεις εργασίας και να αυξήσει τα εισοδήματα.

Πηγή: moneyreview.gr με πληροφορίες από το BBC

Διαβάστε επίσης: Το ξέφρενο ράλι της αμερικανικής αγοράς εγκυμονεί νέους κινδύνους

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ