Ευρωεκλογές: Ποιοι κερδίζουν από το «οικονομικό άγχος» των πολιτών

Τα σενάρια για μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ - Η «μάχη» με την ακρίβεια και το κόστος των μισθολογικών αυξήσεων - Δείτε γραφήματα

Το χαρτί της οικονομίας δεν αναμένεται να είναι το πιο δυνατό για τους Ευρωπαίους ηγέτες, οι οποίοι προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την άνοδο των λαϊκιστικών κομμάτων ενόψει και των Ευρωεκλογών του 2024, ακόμη και αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μειώσει τα επιτόκια.

Όπως σημειώνει το Bloomberg, με τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να διεξάγονται τον Ιούνιο, το 2024 ξεχωρίζει για μεγάλο μέρος της καθιερωμένης πολιτικής τάξης της ηπείρου καθώς αναδεικνύεται ο κίνδυνος να κερδίσουν έδαφος κόμματα όπως ο Εθνικός Συναγερμός στη Γαλλία ή το ακροδεξιό AfD της Γερμανίας. Οι εκλογές στα γερμανικά κρατίδια τον Σεπτέμβριο αποτελούν μια άλλη αιτία ανησυχίας.

Το χρονοδιάγραμμα συμπίπτει με την προβλεπόμενη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας και της ανάπτυξης της ευρωζώνης, την υποχώρηση του πληθωρισμού και την την προοπτική μείωσης του υψηλού κόστους δανεισμού. Αλλά τα παραπάνω δεν είναι πιθανό να αποφέρουν καρπούς.

Οι εκλογές θα διεξαχθούν σε τρία ανατολικά κρατίδια όπου το κόμμα αυτό προηγείται σήμερα κατά πολύ στις δημοσκοπήσεις, και όπου η κυβέρνηση ρίχνει χρήματα σε επιδοτήσεις για να τονώσει τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Απεργιακές κινητοποιήσεις

Βαριά σκιά στο πολιτικό σκηνικό ρίχνουν και οι απεργιακές κινητοποιήσεις, πρώτα από τους μηχανοδηγούς, στη συνέχεια στα αεροδρόμια και στις τοπικές μεταφορές.

Οι αγρότες επίσης διαμαρτύρονται στη Γερμανία και αλλού, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, όπου το κόμμα του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν βρίσκεται πίσω από τον Εθνικό Συναγερμό της Μαρίν Λεπέν εδώ και σχεδόν ένα χρόνο.

Τα καλά νέα είναι ότι δεν υπάρχουν πολλά σημάδια εξασθένησης της αγοράς εργασίας και οι οικονομίες της περιοχής πρόκειται να βελτιωθούν σε σχέση με πέρυσι. Ακόμα κι έτσι, οι προοπτικές είναι περιορισμένες – όπως αναγνώρισε τον περασμένο μήνα η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ.

«Τα στοιχεία συνεχίζουν να σηματοδοτούν αδυναμία βραχυπρόθεσμα», ακόμη και αν οι έρευνες «δείχνουν μια πιο γρήγορη ανάκαμψη της οικονομίας», δήλωσε η ίδια στις 25 Ιανουαρίου.

Αυτό συμβαδίζει με τις προοπτικές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, σύμφωνα με τις οποίες η επέκταση της ζώνης του ευρώ επιταχύνεται μέτρια στο 0,9% φέτος, από 0,5% το 2023.

Από τις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες, οι αξιωματούχοι του βλέπουν βελτιωμένες επιδόσεις μόνο στη Γαλλία και τη Γερμανία, αν και το δημοσιονομικό αδιέξοδο της χώρας αυτής εξακολουθεί να αποτελεί ερωτηματικό για τις προοπτικές της.

Επιτόκια

Ακόμη κι αν η ΕΚΤ μειώσει τα επιτόκια, ούτε αυτό μπορεί να κάνει μεγάλη άμεση διαφορά στην ανάπτυξη.
Χρησιμοποιώντας το μοντέλο SHOK που δημιούργησε το Bloomberg Economics, εξετάζουμε δύο σενάρια: ένα σενάριο όπου οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αρχίζουν να μειώνουν το κόστος δανεισμού κατά ένα τέταρτο της μονάδας τον Μάρτιο και σε κάθε απόφαση μετά από αυτό και ένα σενάριο βάσει του οποίου αρχίζει μειώσεις των επιτοκίων τον Ιούνιο.

Το πρώτο θα αύξανε το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν κατά περίπου 0,22% έως το τέλος του έτους σε σχέση με το δεύτερο – προσθέτοντας λίγο περισσότερο από 0,1 ποσοστιαία μονάδα στην ανάπτυξη το 2024. Αυτό συνεπάγεται μόνο μικρό αντίκτυπο για τους ψηφοφόρους. Επιπλέον, οι αξιωματούχοι έχουν λόγους για να παραμένουν επιφυλακτικοί, καθώς επικεντρώνονται στη διατήρηση υπό έλεγχο των τιμών.

«Αν η ΕΚΤ ήθελε να δώσει ώθηση στην οικονομία εγκαίρως ενόψει ευρωεκλογών, θα έπρεπε να έχει ήδη μειώσει τα επιτόκια», δήλωσε ο Guntram Wolff, επικεφαλής του Γερμανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων στο Βερολίνο. «Η ΕΚΤ δικαίως ανησυχεί περισσότερο καθώς ο πληθωρισμός ήταν πάνω από τον στόχο του 2% για μεγάλο χρονικό διάστημα και αυτό είναι που θυμάται ο κόσμος».

Ένα πράγμα που θα μπορούσε να χαροποιήσει τους ψηφοφόρους είναι η καταπολέμηση της ακρίβειας. Ενώ η αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων – οι μισθοί που προσαρμόζονται στον πληθωρισμό – ήταν αρνητική για χρόνια, τώρα είναι πιθανό να ανακάμψει.

Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου μέσω της αύξησης των μισθών και των σταθερότερων τιμών μπορεί να αλλάξει τη γνώμη των ψηφοφόρων, δήλωσε ο Schmieding της Berenberg. Αλλά προειδοποίησε ότι οι καταναλωτές είναι πιθανό να επικεντρωθούν περισσότερο στην πρόσφατη εμπειρία.

«Οι άνθρωποι είναι ακόμα θυμωμένοι για τις υψηλές τιμές», είπε. «Αναμένω ότι το πολιτικό κλίμα θα βελτιωθεί μακροπρόθεσμα, επειδή η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών με χαμηλότερο εισόδημα, τα οποία έχουν υποφέρει έντονα από τις υψηλότερες τιμές της ενέργειας, θα βελτιωθεί».

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, σε 22 χώρες, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων δήλωσε ότι το βιοτικό τους επίπεδο έχει μειωθεί, χωρίς να διαφαίνεται βελτίωση κατά το επόμενο έτος.

Εν τω μεταξύ, η Γερμανία αντιμετωπίζει τη συνεχιζόμενη πρόκληση ότι η αύξηση των τιμών καταναλωτή θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο για να φτάσει τον στόχο της ΕΚΤ για το 2% από ό,τι σε άλλες μεγάλες χώρες της ευρωζώνης, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Bundesbank.

Επιπλέον, δεν είναι μόνο ο πληθωρισμός και το κόστος ζωής που ωθεί τους ψηφοφόρους στα άκρα του πολιτικού φάσματος. Ενώ τα ζητήματα αυτά αποτελούν τις κορυφαίες πηγές ανησυχίας τους σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, η μετανάστευση και ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν οι μεγαλύτερες ανησυχίες για την περιοχή συνολικά. Αυτό δείχνει τα βαθύτερα συναισθήματα που τροφοδοτούν τη στροφή προς τα λαϊκιστικά κόμματα.

«Αυτό που έχει σημασία είναι το οικονομικό άγχος: ο φόβος να χάσει κανείς τη δουλειά του, να μην ανήκει σε έναν καλά αναγνωρισμένο τομέα ή επάγγελμα και να είναι λιγότερο ευκατάστατος σε σχέση με τους άλλους», δήλωσε η Cornelia Woll, πρόεδρος της Σχολής Hertie με έδρα το Βερολίνο και καθηγήτρια διεθνούς πολιτικής οικονομίας. «Η ακροδεξιά χρησιμοποιεί το οικονομικό άγχος και πυροδοτεί ανησυχίες για το μέλλον».

Τα κόμματα που τάσσονται κατά της ΕΕ θα μπορούσαν να διεκδικήσουν πάνω από το 25% των ψήφων στις εκλογές του Ιουνίου και να βρεθούν στην κορυφή των δημοσκοπήσεων σε εννέα από τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ, σύμφωνα με τον όμιλο Eurasia.

Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, οι κυβερνήσεις δεν έχουν πολλά περιθώρια να προσελκύσουν τους ψηφοφόρους βάζοντας μπροστά στην οικονομία, καθώς επικεντρώνονται στην εξυγίανση του χρέους για να μειώσουν τα δάνεια της ευρωζώνης που ανέρχονται συνολικά περίπου στο 90% της οικονομικής παραγωγής. Οι πολίτες της Ευρώπης δεν έχουν παρά να πάρουν το πικρό χάπι του να έχουν λιγότερα χρήματα στα χέρια τους.

«Οι κυβερνήσεις πρέπει να μειώσουν τις δαπάνες, ακόμη και όταν οι καταναλωτές εξακολουθούν να παλεύουν με το υψηλότερο κόστος των στεγαστικών δανείων και τις τιμές των καταστημάτων», δήλωσε η Lena Komileva, επικεφαλής οικονομολόγος της G Plus Economics. «Η σωρευτική αύξηση των μισθών θα είναι μικρότερη από την αύξηση του κόστους που αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές», πρόσθεσε.

Πηγή: newmoney.gr

Διαβάστε επίσης: Ο «οδικός χάρτης» των κεντρικών τραπεζών για μειώσεις επιτοκίων [γράφημα]

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ