Υπάρχουν περιστατικά τυχαία που χαρακτηρίζουν θετικά ή αρνητικά τη θητεία των πολιτικών ηγετών. Στη Γαλλία, ο Εμανουέλ Μακρόν δυστύχησε να συμβεί επί των ημερών του, δύο χρόνια αφότου εκλέχθηκε πρόεδρος της Γαλλίας, μια άνευ προηγουμένου καταστροφή στην Παναγία των Παρισίων.
Ευτύχησε, ωστόσο, να εκλεγεί για μια δεύτερη πενταετία και να εγκαινιάσει ως εν ενεργεία πρόεδρος την αποκατάσταση των εκτεταμένων ζημιών που προκάλεσε η φωτιά στο εμβληματικό αυτό μνημείο της γαλλικής πρωτεύουσας.
Δεν θα μείνει στην Ιστορία ο Μακρόν ως ο πρόεδρος που επί των ημερών του κάηκε η Παναγία των Παρισίων. Κινδυνεύει να μείνει όμως ως ο πρόεδρος που με μια δική του πολιτική απόφαση, έναν υποτίθεται στρατηγικό πολιτικό ελιγμό, άνοιξε την πόρτα της Κολάσεως για να μπει η γαλλική οικονομία και μαζί μ’ αυτήν περίπου 70 εκατομμύρια συμπολίτες του. Μιλάμε για τη διάλυση του γαλλικού Κοινοβουλίου για τη διεξαγωγή πρόωρων εθνικών εκλογών μετά το ατυχές για την παράταξή του αποτέλεσμα των ευρωεκλογών.
Ο εκβιασμός στους ψηφοφόρους δεν έπιασε και η σύνθεση του νέου Κοινοβουλίου, έτσι όπως διαμορφώθηκε από τη βούληση του γαλλικού λαού, αποτέλεσε την τέλεια συνταγή για ακυβερνησία διαρκείας. Η ακυβερνησία όμως είναι ό,τι απεχθάνεται περισσότερο ο κόσμος της οικονομίας, των επιχειρήσεων και των αγορών. Η εμπιστοσύνη των επενδυτών έναντι της δεύτερης (μετά τη γερμανική που επίσης παραπαίει) ευρωπαϊκής οικονομίας, σε μια μεταπανδημική συγκυρία κατά την οποία είναι και εξόχως ελλειμματική και υπερχρεωμένη, έχει κλονιστεί. Και η εμπιστοσύνη, όπως πολύ πρόσφατα η ελληνική κρίση γι’ άλλη μια φορά έδειξε, είναι κάτι που εύκολα χάνεται και δύσκολα ανακτάται.
«Ιμαλάια»
Η κατάσταση των πραγμάτων (των δημοσιονομικών) στη Γαλλία, έτσι όπως καταγράφεται στην αλλαγή του χρόνου, φέρνει ίλιγγο. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας κλείνει την χρονιά στα 162,4 δισ. ευρώ ή στο 6,2% του ΑΕΠ (αλλά ο απελθών αστέρας του υπουργείου Οικονομικών και προαλειφόμενος για διάδοχος του Μακρόν στην προεδρία Μπρουνό Λεμέρ κατά δήλωσή του «έσωσε τη χώρα») και το δημόσιο χρέος έχοντας φτάσει στα 3,303 τρισ. ευρώ μοιάζει να έχει μπει σε μια τροχιά ανεξέλεγκτη.
Σε λιγότερο από 10 χρόνια το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά περισσότερο από 1 τρισ. ευρώ και έφθασε πλέον στο 113,7% του ΑΕΠ. Αυξήθηκε κατά περισσότερο από 71 δισ. ευρώ τους τελευταίους τρεις μήνες (τους μήνες της ακυβερνησίας μετά την προκήρυξη των εκλογών και την αδυναμία σχηματισμού βιώσιμης κυβέρνησης από την κατακερματισμένη Εθνοσυνέλευση). Το προηγούμενο τρίμηνο, το τρίτο του 2024, είχε αυξηθεί κατά 69 δισ. ευρώ.
Μ’ αυτά και με τα άλλα το γαλλικό δημόσιο χρέος έχει φθάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα ως απόλυτη αξία και στο υψηλότερο επίπεδο ως ποσοστό του ΑΕΠ από τις αρχές του 2022, όταν άρχισε να νικιέται η Covid-19. «Τα Ιμαλάια που καλείται να ανεβεί ο νέος πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού ψηλώνουν όλο και περισσότερο», γράφει στη «Le Figaro» ο Ζιλ Μπουτέν αναλύοντας τα στοιχεία που ανακοίνωσε την περασμένη Παρασκευή η επίσημη στατιστική υπηρεσία της Γαλλίας, το ινστιτούτο Insee.
Ο Εμανουέλ Μακρόν κινδυνεύει να μείνει στην Ιστορία ως ο πρόεδρος που με μια δική του πολιτική απόφαση, έναν υποτίθεται στρατηγικό πολιτικό ελιγμό, άνοιξε την πόρτα της Κολάσεως για να μπει η γαλλική οικονομία και μαζί μ’ αυτήν περίπου 70 εκατομμύρια συμπολίτες του.
Ο γκρεμός
Μιλώντας για την κατάσταση των δημοσίων οικονομικών στη γαλλική τηλεόραση ο Φρανσουά Μπαϊρού έδειξε να αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα των στιγμών. «Αν δεν τα καταφέρουμε σε αυτή τη δοκιμή, τότε είναι ο τελευταίος σταθμός πριν από τον γκρεμό», προειδοποίησε. Αλλά πώς θα δράσει ως πρωθυπουργός αν δεν εξασφαλίσει το συντομότερο ψήφο εμπιστοσύνης από την Εθνοσυνέλευση, κάτι που μόνο προφανές δεν είναι;
Τουλάχιστον ο νέος πρωθυπουργός ξεκίνησε τις προσπάθειες κατευνασμού των αγορών. Η μοναδική οικονομική εξαγγελία που έχει κάνει προσώρας είναι η αποκάλυψη της πρόθεσής του να «μην υπερφορολογήσει τις επιχειρήσεις». Ο Μπαϊρού αναφέρθηκε βέβαια και στο φλέγον θέμα των συντάξεων που είναι κομβικό για την εξασφάλιση ψήφου εμπιστοσύνης δεδομένου ότι ζητούν αναθεώρηση της μεταρρύθμισης Μακρόν τόσο η ακροδεξιά της Λεπέν όσο και ο συνασπισμός της Αριστεράς, που έχει τη μεγαλύτερη δύναμη στην Εθνοσυνέλευση αλλά δεν πρόκειται να στηρίξει την όποια κυβέρνησή του.
Σημειωτέον ότι το ανεξάρτητο Ινστιτούητο Montaigne έχει εκτιμήσει ότι η ακύρωση της μεταρρύθμισης που προβλέπει την σταδιακή αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης των Γάλλων από τα 62 στα 64 έτη θα κόστιζε 8,2 δισ. ευρώ. Κατά τα άλλα, οι αναλυτές συμφωνούν ότι με τα ευνοϊκότερα σενάρια και τις λιγότερο χρονοβόρες διαδικασίες ο νέος προϋπολογισμός της Γαλλίας δεν πρόκειται να ψηφιστεί πριν από τα μέσα Φεβρουαρίου.
300 δισ. ευρώ για το 2025
«Σε αυτό το σημείο που έχουν φτάσει τα δημόσια οικονομικά και με το έλλειμμα να έχει εκτιναχθεί στα ύψη, αν συνεχιστεί η κυβερνητική αστάθεια, μια υποβάθμιση του γαλλικού χρέους από τους οίκους S&P, Moody’s και Fitch από το ΑΑ- στο Α+ θα έρθει δίχως χρονοτριβή», προειδοποιεί ο οικονομολόγος Νορμπέρ Γκαγιάρ μιλώντας στον «Figaro».
Ήδη την τελευταία εβδομάδα πριν από αυτή των Χριστουγέννων τα δεκαετή κρατικά ομόλογα της Γαλλίας διαπραγματεύονταν με επιτόκιο 3,07%, ενώ δέκα ημέρες νωρίτερα το ποσοστό ήταν χαμηλότερο από 2,9%. Και οι δανειακές υποχρεώσεις της γαλλικής κυβέρνησης ανέρχονται σε περίπου 300 δισ. ευρώ το 2025. Είναι εύκολα αντιληπτό ότι ακριβότερη αποπληρωμή των χρεών της Γαλλίας καθιστά δυσκολότερη και την προσπάθεια βελτίωσης των δημοσιονομικών της.
Φυσικά ο στόχος της κυβέρνησης του Μισέλ Μπαρνιέ για μείωση του ελλείμματος το 2029 κάτω από το ανώτατο όριο 3% που ορίζει το Σύμφωνο Σταθερότητας είναι πλέον πολύ ξεπερασμένοι. Ξεπερασμένος είναι και ο στόχος για το χρέος, που προβλεπόταν ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται φθάνοντας στο 116,5% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2027, προτού πάρει την κατιούσα για να επιστρέψει στο 115,8% το 2029.
Μαζί τα φάγανε;
Οι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι εκτός από τη μείωση του χρέους, οι πολιτικές της επόμενης κυβέρνησης πρέπει επίσης να δώσουν έμφαση στη δημιουργία των συνθηκών για την παραγωγή περισσότερου πλούτου, αναφέρει στο ρεπορτάζ του ο Ζιλ Μπουτέν του «Figaro».
«Το να μειώσεις το χρέος αυξάνοντας για παράδειγμα τον ΦΠΑ δεν θα ήταν λύση, διότι δεν θα βελτιωνόταν η παραγωγικότητα και η ανάπτυξη», παρατηρεί ο Φρανσουά Ζερόλφ, στέλεχος του Γαλλικού Παρατηρηρίου Οικονομικής Συγκυρίας (OFCE). Κατά τον Ζερόλφ η αύξηση των αποταμιεύσεων των ιδιωτών και των επιχειρήσεων και ο φόβος για να ξοδέψουν και να επενδύσουν – φόβος που οφείλεται στην οικονομική ανασφάλεια που προκαλεί η πολιτική αστάθεια – αποτελούν εν προκειμένω τη μεγαλύτερη τροχοπέδη για την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Διότι, εκτός των άλλων, η γαλλική οικονομία αναπτύσσεται με πολύ χαμηλούς ρυθμούς.
Ο ρεπόρτερ του «Figaro» σημειώνει την «εντυπωσιακή μετεωρική άνοδο του δημοσίου χρέους από τις αρχές της δεκαετίας του 2000». Διότι στις αρχές του 2004 το χρέος της Γαλλίας ήταν 1,082 τρισ. ευρώ και σε μια 20ετία έχει υπερτριπλασιαστεί. Μόνο τα επτά χρόνια της προεδρίας Μακρόν αυξήθηκε κατά περισσότερο από 1 τρισ. ευρώ. Ο πρόεδρος όμως είχε κι άλλη μια ατυχία στη διπλή θητεία του: το ξέσπασμα της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, μιας φονικής πανδημίας που συμβαίνει «μια φορά στα 100 χρόνια».
Όλες οι ευρωπαϊκές οικονομίες υπέστησαν τις συνέπειες της πανδημίας. Ωστόσο, «η Γαλλία είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που δεν έχει καταφέρει να μειώσει το χρέος της μετά τον τερματισμό της υγειονομικής κρίσης», όπως παρατηρεί ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό.
Εν κατακλείδι, θα έλεγε κανείς ότι αν κάτι σώσει τη γαλλική οικονομία, αυτό θα είναι το ότι δεν είναι… ελληνική. Το ότι είναι δηλαδή «πολύ μεγάλη για να χρεοκοπήσει». Συν βεβαίως το γεγονός ότι είναι μια οικονομία που εξακολουθεί (ακόμα) να παράγει και να εξάγει. Δεν περιορίζεται μόνο στο να «τρώει».
Πηγή: ot.gr
Διαβάστε επίσης: Γιατί η Fed προσηλώνεται και πάλι στην καταπολέμηση του πληθωρισμού