Το 2024 που δύει σε λίγες ώρες, ήταν μια περίπλοκη χρονιά και για την παγκόσμια οικονομία. Ωστόσο, με δύο μεγάλους πολέμους σε εξέλιξη -στην Ουκρανία και τη Γάζα- οι αγορές παρέμειναν ήρεμες, χωρίς πρακτικά να βλάψουν την πρόοδο της οικονομίας.
Παρ’ όλες τις αβεβαιότητες, πολλά χρηματιστήρια κατέγραψαν μεγάλη άνοδο, με αποκορύφωμα τη Wall Street, όπου οι δείκτες S&P 500, Dow Jones και Nasdaq, σημείωσαν νέα υψηλά όλων των εποχών.
Οι επενδυτές περιμένουν με ανυπομονησία τη νέα χρονιά, η οποία αναμφίβολα θα έχει ως βασικό στοιχείο την οικονομική και εμπορική πολιτική του νέου προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, για την εισαγωγή δασμών και χαμηλότερων φόρων.
Ο αναλυτής Μαρκ Πίντο, διαχειριστής περιουσιακών στοιχείων της «Janus Henderson» πιστεύει ότι οι αμερικανικές μετοχές θα συνεχίζουν να αποτελούν καλή επένδυση. Ο Τραμπ θεωρείται υποστηρικτής των χαμηλών εταιρικών φορολογικών συντελεστών, της απορρύθμισης και μιας βιομηχανικής πολιτικής που προωθεί την εγχώρια ανάπτυξη. «Αυτό θα μπορούσε να δώσει περαιτέρω ώθηση στην οικονομία των ΗΠΑ και να ωφελήσει περιουσιακά στοιχεία κινδύνου όπως οι μετοχές», λέει ο Πίντο.
Δολάριο και επιτόκια
Ωστόσο, πολλοί οικονομολόγοι φοβούνται ότι αυτά τα μέτρα θα οδηγήσουν σε υψηλότερο πληθωρισμό στις ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, αναμένουν ότι τα περιθώρια της Fed για νέες μειώσεις επιτοκίων θα περιοριστούν δραστικά, με τους αναλυτές να εκτιμούν ότι η Fed θα προχωρήσει σε μία μόλις περικοπή.
Την ίδια στιγμή, το δολάριο έχει ανατιμηθεί μετά τη νίκη του Τραμπ στις εκλογές. Ένα ισχυρό δολάριο θα μπορούσε όμως να επιβαρύνει τις εξαγωγές των αμερικανικών εταιρειών και να μειώσει τα κέρδη τους, κάτι που με τη σειρά του θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στους τριμηνιαίους ισολογισμούς. «Οι στρατηγικές του Τραμπ και της Federal Reserve κινδυνεύουν να πάνε σε αντίθετες κατευθύνσεις, δημιουργώντας προβλήματα στις αγορές», τονίζουν στη Ναυτεμπορική, παράγοντες της αγοράς. Κανείς δεν ξέρει ακριβώς πόσοι και ποιοι θα είναι οι δασμοί. «Αυτό που είναι σίγουρα γνωστό είναι ότι οι διακηρυγμένες ενέργειες του Τραμπ είναι δυνητικά πληθωριστικές και, επομένως, αυτό είναι γνωστό και στον Πάουελ και στα υπόλοιπα μέλη της Fed. Αν οι αγορές δεν ανέβουν και αρχίσουν να πέφτουν, ένας από τους κινητήρες που μέχρι στιγμής εγγυάται τη σταθερότητα της αμερικανικής κατανάλωσης παρά τις αυξήσεις τιμών, κινδυνεύει να χαλάσει. Οι Αμερικανοί επενδύουν πολύ περισσότερο στο χρηματιστήριο από τους Ευρωπαίους και η άνοδος των τιμών τροφοδοτεί το φαινόμενο του πλούτου».
Κόντρα Τραμπ-Πάουελ
Η απόδοση του αμερικανικού δεκαετούς ομολόγου έκλεισε κοντά στα υψηλά των τελευταίων 12 μηνών. Η αγορά ενός δεκαετούς αμερικανικού κρατικού ομολόγου αποδίδει 4,6% ,ενώ μόλις πριν από τρεις μήνες η απόδοση ήταν 3,6%. Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ το 2025 αναμένεται στο 2,5% έναντι του 2,2% που αναμενόταν προηγουμένως, τονίζουν οι ίδιες πηγές.
Εάν η Fed καθορίσει τη νομισματική της πολιτική με στόχο την μείωση του πληθωρισμού στο 2%, ενεργώντας ενόψει των φόβων για πιθανή άνοδό του και πριν τεθούν σε ισχύ τα σχέδια βιομηχανικής ανάκαμψης του Τραμπ, ο κίνδυνος είναι μεγάλος για βραχυκύκλωμα στις αγορές.
Ο Τραμπ και ο Πάουελ φαίνεται να βρίσκονται σε τροχιά σύγκρουσης στην οποία ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ θα προσπαθήσει να επιβάλει στον επικεφαλής της Fed μια νομισματική πολιτική που θα είναι επεκτατική ή επαρκής για να στηρίξει τις αγορές. «Ως εκ τούτου, μια σύγκρουση μεταξύ του Λευκοί Οίκου και της Federal Reserve είναι ένα από τα πιθανά σενάρια για το 2025. Είναι μια διαφωνία που ο Πρόεδρος πιθανότατα θα θέλει να επιλύσει στην αρχή της θητείας του με λαϊκή υποστήριξη», σημειώνουν παράγοντες της αγοράς.
Η απειλή των δασμών
Την ίδια ώρα, ο Τραμπ έχει στο στόχαστρό του να μειώσει το αμερικανικό εμπορικό έλλειμμα σε σχέση με τους ανταγωνιστές των Ηνωμένων Πολιτειών, που φτάνει στο 3% του ΑΕΠ. Οι ΗΠΑ είναι η λιγότερο ανοιχτή οικονομία προς τον έξω κόσμο μεταξύ των μεγάλων δυτικών δυνάμεων, με εμπορικό έλλειμμα 252 δισ. δολαρίων με την Κίνα και 125 δισ. με την Ευρώπη. Για αυτό άλλωστε οι δύο αυτές παγκόσμιες δυνάμεις βρίσκονται στον στόχο του Τραμπ.
Ο εκλεγμένος πρόεδρος υποσχέθηκε καθολικό φόρο μεταξύ 10% και 60% σε όλες τις εισαγωγές, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους. Η απειλή των δασμών είναι απτή. Απόδειξη αυτού είναι ότι οι αμερικανικές εταιρείες επιταχύνουν τις εισαγωγές και τους όγκους εμπορευμάτων, ιδιαίτερα αυτές από την Κίνα.
Όσον αφορά την Ευρώπη, υπάρχει ο κίνδυνος ο Τραμπ να σπάσει τη συμφωνία που επιτεύχθηκε το 2021 μεταξύ Ουάσιγκτον και Βρυξελλών που ανέστειλε τους αντισταθμιστικούς δασμούς στη διαμάχη Airbus-Boeing για πέντε χρόνια.
Ας θυμηθούμε ότι το 2019, η πρώτη διοίκηση Τραμπ επέβαλε αντισταθμιστικό δασμό 25% σε ένα ευρύ φάσμα ευρωπαϊκών προϊόντων διατροφής, ως αποτέλεσμα της διαμάχης Airbus-Boeing. Ο κατάλογος περιλάμβανε δασμούς σε ελαιόλαδο, κρασί, ελιές , τυριά, μανταρίνια ακόμη και μύδια. Τώρα το ελαιόλαδο και το κρασί βρίσκονται και πάλι στο μάτι του τυφώνα.
Πανικός στην Ευρώπη
Την ίδια ώρα οι δύο μεγάλες δυνάμεις της ΕΕ –Γερμανία και Γαλλία αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα: Η Γερμανία έχει εξαφανιστεί, όπως την ξέραμε. Δεν έχει αναπτυχθεί εδώ και έξι τρίμηνα και είναι πιθανό να συνεχίσει έτσι το 2025. Ενώ η Γαλλία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, με ένα δημοσιονομικό έλλειμμα κοντά στο 7% και δημόσιο χρέος 110% του ΑΕΠ. Τα πράγματα θα χειροτερέψουν, εάν ο Τραμπ κόψει τη βοήθεια για τον πόλεμο στην Ουκρανία ή αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ. Οι Ευρωπαίοι θα πρέπει τότε να επωμιστούν πολύ μεγαλύτερο αναλογικό μερίδιο στο αμυντικό κόστος, γεγονός που θα επιβαρύνει περαιτέρω τους καταπονημένους λογαριασμούς τους.
Η Ευρώπη θα υποφέρει και η άνοδος των PIGS -των λεγόμενων «γουρουνιών»- δεν αντισταθμίζει την πτώση των κολοσσών της Γερμανίας και της Γαλλίας.
Η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα και η Ιρλανδία είναι τώρα οι τέσσερις ευρωπαϊκές τίγρεις, αλλά η ανάπτυξή τους είναι ανεπαρκής για να αντισταθμίσει την πτώση των ευρωπαϊκών κολοσσών.
«Εάν ο Τραμπ επιβάλει πράγματι δασμούς 20% στις εισαγωγές από την ΕΕ και 60% στις εισαγωγές από την Κίνα, οι ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ θα μπορούσαν να μειωθούν κατά 15%», εκτιμά το Ινστιτούτο Ifo του Μονάχου.
Για παράδειγμα, οι γερμανικές εταιρείες συνδέονται στενά με τις αλυσίδες εφοδιασμού της Βόρειας Αμερικής, εξηγεί ο Φόλκερ Τρέιρρ, επικεφαλής εξωτερικού εμπορίου στο Γερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο (DIHK). Πολυάριθμες γερμανικές εταιρείες παράγουν στο Μεξικό και τον Καναδά για την αγορά των ΗΠΑ. «Οι δασμοί που ανακοινώθηκαν, θα κάνουν τις εισαγωγές στις ΗΠΑ από γειτονικές χώρες πιο ακριβές και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μείωση των παραγγελιών», δήλωσε ο Τρέιερ.
Οι πρόσθετοι δασμοί κατά της Κίνας που ανακοίνωσε επίσης ο Τραμπ θα επηρεάσουν επίσης τις ευρωπαϊκές εταιρείες των οποίων τα ενδιάμεσα προϊόντα χρειάζονται συχνά κινεζικές πρώτες ύλες. Από ευρωπαϊκή προοπτική, ένας εμπορικός πόλεμος με τις ΗΠΑ είναι άσχημα νέα για εταιρείες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές, για παράδειγμα η αυτοκινητοβιομηχανία.
Ο «πόλεμος» με την Κίνα
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος βρίσκεται σε έναν ανοιχτό εμπορικό πόλεμο με την Κίνα. Η κυβέρνηση Μπάιντεν αποχαιρετά διατάζοντας μια έρευνα για την κινεζική βιομηχανία ημιαγωγών, η οποία εντείνει τις εμπορικές εντάσεις με το Πεκίνο λίγες εβδομάδες πριν από την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων του Τραμπ.
Η Κίνα εξέφρασε τη «σθεναρή αντίθεσή της» στο μέτρο και ανακοίνωσε ως αντίποινα, περιορισμούς στις εξαγωγές γαλλίου, γερμανίου, αντιμονίου και άλλων σπάνιων γαιών. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός αντιμονίου, που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία όπλων και στην κατασκευή μπαταριών, ημιαγωγών και ηλιακών συλλεκτών. Το 48% της παγκόσμιας παραγωγής και το 63% των αμερικανικών εισαγωγών αντιμονίου προέρχονται από το Πεκίνο, το οποίο καλύπτει επίσης το 52% της ευρωπαϊκής κατανάλωσης αντιμονίου. Οι τιμές του αντιμονίου διπλασιάστηκαν τους τελευταίους τρεις μήνες.
Ομοίως, η Κίνα προμηθεύει το 54% του γερμανίου που χρησιμοποιείται από την Ουάσιγκτον στην τεχνολογία υπέρυθρων και οπτικών ινών και το 26% του γάλλιου. «Εάν ο Τραμπ εκπληρώσει την υπόσχεσή του να ενισχύσει τους δασμολογικούς συντελεστές, η παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού, ειδικά για τις πρώτες ύλες, θα υποστεί σοβαρές εντάσεις, όπως συνέβη ήδη κατά τη διάρκεια της πανδημίας», λένε στη Ναυτεμπορική παράγοντες της αγοράς. «Μια εμπορική σύγκρουση θα ήταν θανατηφόρο πλήγμα για την κινεζική οικονομία, τη δεύτερη μεγαλύτερη στον πλανήτη, η οποία αυτή τη στιγμή πνίγεται στα χρέη, έχοντας να αντιμετωπίσει μια κρίση ακινήτων που εξάλειψε τρισεκατομμύρια δολάρια οικογενειακού πλούτου και στο χείλος του αποπληθωρισμού. Η ανάπτυξή της έχει επιβραδυνθεί, οι επενδύσεις έχουν πέσει κατακόρυφα και η καταναλωτική εμπιστοσύνη βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά. Μια κατάσταση που θα έσυρε στην άβυσσο και άλλες χώρες, μέσα και έξω από την ασιατική ήπειρο».
«Αποδιοπομπαίοι τράγοι»
Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ευρώπη θα είναι, μαζί με την Κίνα, από τους αποδιοπομπαίους τράγους των πολιτικών του Τραμπ το 2025. Οι εμπορικοί πόλεμοι μπορούν να έχουν δαπανηρή επιβάρυνση στην παγκόσμια οικονομία και να κάνουν τις αγορές να εγκαταλείψουν τον εφησυχασμό στον οποίο ζουν και να ανακαλύψουν τη σκληρή πραγματικότητα. Πολλοί αναλυτές μιλούν ήδη για «φούσκα», η οποία θα σκάσει εάν το κόστος του χρήματος δεν μειωθεί ή ακόμη γίνει ακριβότερο και οι πολυεθνικές δεν καταφέρουν να ανταποκριθούν στις απαιτητικές προβλέψεις κερδών τους. Το 2025 είναι γεμάτο αβεβαιότητες. Καλή χρονιά!
Πηγή: naftemporiki.gr
Διαβάστε επίσης: Ο εμπορικός πόλεμος, το χειρότερο σενάριο για την Ευρώπη