Γιατί η ΕΕ «πριονίζει το κλαδί» των αγροτών της

Τυχόν κυρώσεις στα ρωσικά λιπάσματα θα φέρουν έκρηξη των τιμών

Την ώρα που ο πρόεδρος Τραμπ διαπραγματεύεται συνάντησή του με τον Ρώσο ομόλογό του, Βλάντιμιρ Πούτιν για να σταματήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξετάζει την επιβολή νέων κυρώσεων στη Μόσχα με στόχο την απαγόρευση της εισαγωγής ρωσικών λιπασμάτων. Τα φθηνά ρωσικά λιπάσματα εξαιρούνταν μέχρι τώρα από τις κυρώσεις. Και φυσικά οι αγρότες και οι έμποροι ανησυχούν γιατί φοβούνται έκρηξη των τιμών, καθώς ένα τέτοιο μέτρο θα μπορούσε να πλήξει σκληρά τη γεωργία σε όλη την Ευρώπη.

Σύμφωνα με την ένωση Fertilizer Europe, περίπου το ένα τρίτο (28%) όλων των εισαγωγών λιπασμάτων στην ΕΕ προέρχονται μέχρι τώρα από τη Ρωσία. Την περίοδο 2022-23 η Ρωσία εξήγαγε  1,64 εκατομμύρια τόνους αζωτούχων λιπασμάτων στην ΕΕ .Τον τελευταίο χρόνο μάλιστα οι εισαγωγές αυξήθηκαν σε 1,78 εκατομμύρια τόνους,

«Στόχος μας είναι να αποδυναμώσουμε κι άλλο τη ρωσική πολεμική οικονομία, να μειώσουμε την εξάρτηση από την ΕΕ, να στηρίξουμε τη βιομηχανία μας και να διατηρήσουμε την παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια», υποστήριξε ο Επίτροπος Εμπορίου της ΕΕ, Μάρος Σέφκοβιτς. Το ερώτημα βέβαια είναι αν μπορεί να ανεξαρτητοποιηθεί η ΕΕ από τα ρωσικά λιπάσματα, με ενδο-ευρωπαϊκή παραγωγή, αλλά εδώ υπάρχουν μεγάλα προβλήματα.

Το κόστος των λιπασμάτων

Κατ’ αρχήν, όπως λένε οι γεωπόνοι, τα αζωτούχα λιπάσματα είναι πολύ σημαντικά για την ανάπτυξη των φυτών , καθώς το άζωτο είναι το θρεπτικό στοιχείο που αποτελεί συστατικό πολλών ενώσεων του φυτικού κυττάρου, στις οποίες περιλαμβάνονται τα αμινοξέα, οι ορμόνες, τα νουκλεϊκά οξέα και η χλωροφύλλη. Συνεπώς γίνεται κατανοητό ότι η έλλειψη αζώτου παρεμποδίζει  την ανάπτυξη των φυτών.

Ωστόσο, το αζωτούχο λίπασμα βασίζεται σε στοιχεία που παράγονται από φυσικό αέριο. Οι ειδικοί λένε ότι το 70 με 80% του λειτουργικού κόστους στην παραγωγή αζωτούχων λιπασμάτων αποδίδεται στο φυσικό αέριο. Η εγκατάλειψη του ρωσικού φυσικού αερίου από την ΕΕ ανέβασε τις τιμές της και κατέστησε την  ενεργοβόρο παραγωγή λιπασμάτων τόσο ακριβή, που ορισμένοι Ευρωπαίοι παραγωγοί αναγκάστηκαν να αναστείλουν την παραγωγή τους. Μόλις ένα μήνα μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι τιμές παραγωγού για τα λιπάσματα στην ΕΕ ήταν κατά μέσο όρο σχεδόν 90% υψηλότερες από το προηγούμενο έτος. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή,στην κορύφωση των τιμών του φυσικού αερίου στην ΕΕ τον Σεπτέμβριο του 2022, η αύξηση  των τιμών στα λιπάσματα ήταν σχεδόν 150%.

Σχεδόν τα δύο τρίτα της παραγωγής λιπασμάτων στην ΕΕ, την Ελβετία, τη Νορβηγία και τη Μεγάλη Βρετανία σταμάτησαν επειδή το κόστος δεν ήταν οικονομικά βιώσιμο. Το αποτέλεσμα ήταν να μειωθεί η αγορά λιπασμάτων από τους αγρότες, καθώς οι υψηλές τιμές μείωσαν τη ζήτηση. 

«Το 2022, η Ευρώπη γνώρισε πτώση 70% στην ικανότητα παραγωγής αζωτούχων λιπασμάτων», λέει η Μόνικα Μαρούτσι, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Λιπασμάτων, στο περιοδικό Agrar heute .

Η κατάσταση βελτιώθηκε το 2023 και μέχρι το 2024 η βιομηχανία είχε ήδη φτάσει στο 80% της συνήθους παραγωγικής της ικανότητας. Ωστόσο, στις αρχές του 2025, λόγω της αύξησης των τιμών του φυσικού αερίου πάνω από τα 50 ευρώ τη μεγαβατώρα, οι Ευρωπαίοι παραγωγοί λιπασμάτων μείωσαν ξανά την παραγωγή τους .

Ανησυχούν οι αγρότες

Οι αγρότες φοβούνται την έκρηξη των τιμών των λιπασμάτων. Σύμφωνα με αναλυτές της Argus Media, οι αγρότες έχουν εφοδιαστεί με σημαντικά λιγότερα λιπάσματα σε σχέση με τις προηγούμενες φορές. Το ενδιαφέρον των αγροτών για αγορές ήταν «απίστευτα χαμηλό», τονίζουν. Ως εκ τούτου, ορισμένοι χονδρέμποροι υποθέτουν ότι η ζήτηση για λιπάσματα θα συνεχίσει να είναι υποτονική, σε συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές παραγωγού στα σιτηρά και τη μείωση του αγροτικού εισοδήματος.

Σε αυτό το πλαίσιο, τα φθηνά λιπάσματα από τη Ρωσία θα μπορούσαν να στηρίξουν τους αγρότες στην Ευρώπη. Αλλά οι τιμές των λιπασμάτων ήδη αυξάνονται ξανά  και η επιβολή νέων κυρώσεων, πιθανότατα θα έκαναν την κατάσταση των αγροτών ακόμη πιο  δύσκολη. Ποιος νοιάζεται όμως; Ήδη, η συμφωνία της ΕΕ με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής(Mercosur) ανοίγει το δρόμο για αύξηση των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων, θα μπορούσε να μειώσει  κι άλλο τις τιμές  παραγωγού στην αγορά της ΕΕ. Οι Ευρωπαίοι αγρότες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν ακόμη μεγαλύτερη πίεση, καθώς μπορεί να μην είναι σε θέση να ανταγωνιστούν τις χαμηλότερες τιμές των γεωργικών προϊόντων από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Πηγή: naftemporiki.gr

Διαβάστε επίσης: Φρούτα - λαχανικά: Ποιες αλλαγές φέρνει ο κανονισμός της ΕΕ για τις συσκευασίες

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ