Η γερμανική οικονομία βρίσκεται μπροστά σε υπέρογκες προκλήσεις. Ο μεγάλος «ευρωπαίος ασθενής» μετά από δύο χρόνια στασιμότητας, οδεύει σε ένα τρίτο, χωρίς ελπίδα για ανάκαμψη, με βάση τις προβλέψεις όλων των μακροοικονομικών ινστιτούτων της Γερμανίας.
Οι κατά 7 μήνες πρόωρες εκλογές, καλούνται να ανατρέψουν τα σημερινά αρνητικά δεδομένα και να οδηγήσουν τη χώρα σε τροχιά ανάπτυξης, βελτίωσης της ευημερίας του κοινωνικού συνόλου, και διατήρησης των θέσεων εργασίας.
Ο αναγκαίος προεκλογικός διάλογος μεταξύ των κομμάτων δυστυχώς, όχι μόνο δεν έδωσε απαντήσεις για το περιεχόμενο της οικονομικής πολιτικής, που κάθε φορέας προτείνει να εφαρμόσει, ώστε να βγει η χώρα από το αδιέξοδο. Αντίθετα μάλιστα, αναλώθηκε μεταξύ ξενοφοβικού συνδρόμου και απλοϊκών λαϊκιστικών προτάσεων, υπό την απειλή της δημοσκοπικής ανόδου του ακροδεξιού κόμματος AfD στη δεύτερη θέση στις προτιμήσεις των πολιτών.
Στην ατζέντα κυριάρχησαν το μεταναστευτικό, το οικονομικό και ολίγον από τα ζητήματα ασφαλείας που προέκυψαν μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αλλά και τις αλλοπρόσαλλες δηλώσεις αξιωματούχων της νέας κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Σε κάθε περίπτωση τελικά, όλα τα ζητήματα ανάγονται στο οικονομικό περιβάλλον που θα δημιουργηθεί με τις παρεμβάσεις της νέας κυβέρνησης που θα προκύψει από τις κάλπες.
Μεταναστευτικό και αγορά εργασίας
Μόλις πριν από δύο εβδομάδες το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα CDU, το οποίο προηγείται στις δημοσκοπήσεις και το πιθανότερο να είναι εκείνο που θα κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση, κατάφερε να ψηφίσει, μαζί με το ακροδεξιό AfD, νόμο για την αυστηροποίηση του ασύλου και την άμεση απέλαση των αιτούντων.
Οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις θα κριθούν νομικά εν τέλει από το συνταγματικό δικαστήριο καθώς και για τη συμβατότητά τους με το ευρωπαϊκό δίκαιο από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Όμως τα κόμματα που ψήφισαν το νόμο, αγνόησαν την οικονομική διάσταση του προβλήματος, αφού φαίνεται αδυνατούν να κατανοήσουν τις αρνητικές συνέπειες τις οποίες θα επιφέρει μια τέτοια επιπόλαια πολιτική.
Όπως επισημαίνεται σε πρόσφατη δημοσίευση του Ομοσπονδιακού Γραφείου Εργασίας, η γερμανική οικονομία έχει ανάγκη την επόμενη τετραετία από εισροή 1,6 εκατομμυρίων μεταναστών στη χώρα, δηλαδή 400.000 άτομα το χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι η απαιτούμενη μεταναστευτική πολιτική αντί να δυσχεραίνει θα έπρεπε να διευκολύνει τη μετανάστευση με συγκεκριμένες πολιτικές, οι οποίες θα καταστήσουν τη Γερμανία ελκυστικό εργασιακό προορισμό για ξένα στελέχη, κάτι που σήμερα δε συμβαίνει. Αυτό είναι απολύτως αναγκαίο, με δεδομένο ότι με βάση τα στοιχεία της Γερμανικής Στατιστικής Υπηρεσίας σήμερα υπάρχουν 1,7 εκατομμύρια ανοιχτές θέσεις εργασίας, ενώ σε δέκα χρόνια, λόγω του δημογραφικού προβλήματος, το έλλειμμα αυτό θα ανέλθει στα 5 εκατομμύρια. Αυτό το κενό δε μπορεί να καλυφθεί παρά μόνο με αυξημένες ροές στελεχών από το εξωτερικό.
Μια ρεαλιστική προσέγγιση και όχι ιδεολογικοκομματική, απαιτεί για να κλίσει το μεγάλο κενό στην αγορά εργασίας την εφαρμογή ευνοϊκών ενεργητικών πολιτικών, εργασιακής και κοινωνικής ενσωμάτωσης, ώστε η χώρα να καταστεί επιθυμητός προορισμός για εγκατάσταση αλλοδαπών στελεχών υψηλής κατάρτισης, κάτι που αποφεύγουν μέχρι σήμερα. Εμπόδια, τα οποία δυσχεραίνουν τη μακρόχρονη παραμονή και τις συνθήκες διαβίωσης των αλλοδαπών θα πρέπει άμεσα να καταργηθούν και η γερμανική κοινωνία να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά φιλικότητας προς τους ξένους, που αρμόζουν σε μια μεγάλη χώρα με εξαγωγικό προσανατολισμό, που διαθέτει την τρίτη ισχυρότερη οικονομία του κόσμου.
Μεγάλο επενδυτικό κενό 600 δισ. ευρώ
Είναι προφανές, ότι η γερμανική οικονομία δεν αντιμετωπίζει κάποιο συγκυριακό πρόβλημα, το οποίο θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με επεκτατικά μέτρα ενίσχυσης της ζήτησης. Το πρόβλημά της είναι καθαρά διαρθρωτικό, η λύση του οποίου συνεπάγεται γενναίες παρεμβάσεις που για να αποδώσουν χρειάζονται χρόνο και κεφάλαια. Με βάση τους κοινούς υπολογισμούς δύο κορυφαίων ινστιτούτων μακροοικονομικής πολιτικής (Institut der deutschen Wirtschaft & Institut fuer Makrooekonomie und Marktforschung) η χώρα την επόμενη δεκαετία χρειάζεται να επενδύσει 600 δις Ευρώ, μόνο για να καλυφθεί η κρατική συμμετοχή, στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού και ανάκτησης του απαιτούμενου επιπέδου ανταγωνιστικότητας για τη γερμανική οικονομία.
Σήμερα η κατάσταση στον τομέα των υποδομών, όπως δρόμοι, σιδηρόδρομοι, γέφυρες, σχολεία, κατοικίες, δίκτυα ύδρευσης, μεταφοράς ρεύματος και θέρμανσης καθώς και το ιντερνέτ υψηλών ταχυτήτων, είναι σε απαράδεκτη κατάσταση για μια χώρα η οποία φιλοδοξεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Το επίπεδο ανταγωνιστικότητας, οι ερευνητικές και εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις καθώς και οι σύγχρονες κυκλοφοριακές υποδομές, αποτελούν ζωτικά προαπαιτούμενα για την προσέλκυση επενδύσεων και την ανάδειξή της σε ελκυστικό προορισμό εγκατάστασης επιχειρήσεων. Και αυτά είναι υποχρέωση του κράτους να τα προσφέρει.
Ταυτόχρονα, διαπιστώνεται μεγάλη υστέρηση στην προσαρμογή των επιχειρήσεων, σε ότι αφορά στον ψηφιακό μετασχηματισμό, στην αξιοποίηση της καινοτομίας και τη συμμετοχή τους στην αξιοποίηση της οικονομίας της γνώσης. Δυστυχώς, το πρόβλημα αυτό δεν προέκυψε πρόσφατα με τη βύθιση της οικονομίας στην ύφεση, αλλά είναι αποτέλεσμα κακών επιλογών του παρελθόντος. Να θυμίσουμε, ότι η ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας στηρίχτηκε βασικά στο χαμηλό επίπεδο των μισθών, στην αποδόμηση του κοινωνικού κράτους (Ατζέντα 2010) καθώς και στην προμήθεια φτηνής ρωσικής ενέργειας. (Βλ. Χαρ. Γκότσης στο «ΒΗΜΑ» 23/9/2013: «Οι δύο όψεις του γερμανικού μοντέλου»).
Στη συνέχεια τη σκυτάλη της στασιμότητας πήρε η πολιτική των μηδενικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων των Merkel και Schaeuble, με αποτέλεσμα οι όποιες αναγκαίες επενδύσεις σε υποδομές να αναβάλλονται στο διηνεκές, κυρίως λόγω της αποστροφής τους σε μια αναγκαία αύξηση του δημόσιου δανεισμού.
Για τη χρηματοδότηση των αναγκαίων επενδύσεων απαιτούνται κεφάλαια ύψους 60 δις Ευρώ το χρόνο. Αυτά μπορούν να προκύψουν από δανεισμό χωρίς αναγκαστικά να αυξηθεί το χρέος της χώρας που να εμπνέει ανησυχίες. Με βάση τους υπολογισμούς των προαναφερθέντων ινστιτούτων η αύξηση του δημοσίου χρέους κατά 1,8% το έτος δεν θα διαταράξει το λόγο χρέος προς ΑΕΠ, αρκεί τα κεφάλαια να δεσμευτούν για την υλοποίηση προγραμματισμένων επενδύσεων. Θα απαιτούσε βέβαια την αναθεώρηση της συνταγματικής πρόβλεψης για το «φρένο χρέους», όμως και αυτή η χρονοβόρος διαδικασία θα μπορούσε να παρακαμφθεί με το σχηματισμό ενός Επενδυτικού Ταμείου το οποίο θα εξαιρεθεί από το φρένο χρέους ως δαπάνη για έκτακτο γεγονός, όπως εκείνη για την κατασκευή των αποθηκευτικών χώρων για την εισαγωγή του φυσικού αερίου LNG.
Προτεραιότητα στις αμυντικές δαπάνες
Μετά το ξέσπασμα του Ρώσο-Ουκρανικού πολέμου, πριν τρία χρόνια, η Γερμανία αντέδρασε άμεσα στην απρόσμενη εξωτερική απειλή με αποφάσεις για την εξασφάλιση της αμυντικής θωράκισης της χώρας και στόχο τη διασφάλιση της αποτρεπτικής της ισχύος. Έτσι, αποφασίστηκε στο πλαίσιο της περίφημης Zeitenwende (αλλαγή εποχής), ο σχηματισμός ειδικού ταμείου 100 δις Ευρώ για πρόσθετες επενδύσεις σε αμυντικά συστήματα και λοιπές στρατιωτικές δαπάνες.
Το μεγαλύτερο μέρος που διατέθηκε στο ταμείο αυτό έχει ήδη δαπανηθεί, με αποτέλεσμα η Γερμανία να προσεγγίζει τη νατοϊκή δέσμευση για συνεισφορά με το 2% του ΑΕΠ στις αμυντικές δαπάνες. Με δεδομένο όμως, ότι οι γεωστρατηγικές συνθήκες στην περιοχή έχουν αλλάξει προς το χειρότερο και ακόμη τις απαιτήσεις της νέας Διοίκησης των ΗΠΑ για πολύ μεγαλύτερη συνεισφορά των ευρωπαϊκών χωρών στο ΝΑΤΟ, φαίνεται ότι τα ποσά αυτά δεν επαρκούν. Έτσι, μια περεταίρω αύξηση της συμμετοχής της Γερμανίας κατά 1%, δηλαδή στο 3%, θα απαιτούσε κατά τους υπολογισμούς του ινστιτούτου “Dezernat Zukunft” το υπέρογκο ποσό των 334,3 δις Ευρώ μέχρι το 2030.
Συμπερασματικά, από την παράθεση των χρηματοδοτικών αναγκών για την αντιμετώπιση των παραπάνω τριών βασικών προβλημάτων της χώρας, τα οποία οι πολίτες ενόψει των εκλογών αξιολογούν ως σημαντικότερα, φαίνεται, ότι η Γερμανία βρίσκεται προ μεγάλου αδιεξόδου, αφού δε διαθέτει τα απαιτούμενα εργαλεία για να κινητοποιήσει τα τεράστια κεφάλαια, ώστε να επανέλθει σε τροχιά ανάπτυξης καλύπτοντας το ανταγωνιστικό της κενό. Η μόνη διέξοδος για να χρηματοδοτήσει τις μεγάλες παρεμβάσεις που απαιτούνται από το κράτος είναι ο κρατικός δανεισμός, αφού βέβαια λύσει πρώτα το πρόβλημα των συνταγματικών απαγορεύσεων. Αυτό για να γίνει απαιτούνται συνεργασίες και συναινέσεις ευρύτερων πολιτικών συστημικών δυνάμεων, κάτι που η Γερμανία έχει αποδείξει στο παρελθόν ότι διαθέτει. Προς το παρόν καταγράφονται προεκλογικές διακηρύξεις των κομμάτων περί φορολόγησης των εχόντων και κατεχόντων από τη μια πλευρά και του κοινωνικού συνόλου από την άλλη. Ακόμη όμως και αν υλοποιηθούν αυτές, αποτελούν απλά σταγόνα στον ωκεανό. Για περικοπές βέβαια, κάτι που έγινε με τις κοινωνικές δαπάνες την περίοδο της Ατζέντα 2010 ούτε λόγος να γίνεται, αφού οι ανάγκες και σε αυτούς τους τομείς δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για μειώσεις. Έτσι, ένα είναι βέβαιο. Η όποια κυβέρνηση κληθεί να χειρισθεί αυτά τα προβλήματα δεν θα έχει καθόλου εύκολο έργο.
Πηγή: naftemporiki.gr
Διαβάστε επίσης: Νέους δασμούς «περίπου» 25% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα εξήγγειλε ο Τραμπ