Τέσσερα χρόνια μετά την υιοθέτησή του ο γαλλικός νόμος για τη φορολόγηση των αμερικανικών – αλλά και των γαλλικών – γιγάντων της υψηλής τεχνολογίας έχει πάψει πλέον να είναι τόσο αμφιλεγόμενος, γράφει ο Σεμπαστιάν Ντιμουλέν στον «Figaro». Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, ο «φόρος επί της παροχής ψηφιακών υπηρεσιών» αναμένεται να αποφέρει φέτος στα δημόσια ταμεία της χώρας περίπου 700 εκατ. ευρώ, δηλαδή δυόμισι φορές από την αρχική του απόδοση το 2019.
Είναι μια επιτυχία της κυβέρνησης του Παρισιού και του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν προσωπικά, κατά το γάλλο ρεπόρτερ, καθώς ο νέος Προϋπολογισμός για το 2024 προβλέπει ακόμα μεγαλύτερα έσοδα για το δημόσιο κορβανά. Ο περίφημος «φόρος GAFA» αναμένεται να αποφέρει 800 εκατ. ευρώ. «Με την αναμενόμενη αύξηση των 100 εκατ. σε ένα χρόνο και με βάση τη θεαματική αποδοτικότητα του φόρου τα χρόνια που εφαρμόζεται, τα έσοδα σύντομα θα περάσουν το συμβολικό πήχη του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ», γράφει ο Ντιμουλέν.
Τέσσερα χρόνια πριν τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά για το «φόρο GAFA». Η πολεμική που είχε πυροδοτήσει στα γαλλικά μέσα ενημέρωσης είχε φτάσει στο απόγειό της. Δεν ήταν λίγοι οι πολιτικοί και οι επιχειρηματικοί παράγοντες της Γαλλίας που προειδοποιούσαν ότι η χώρα θα έδειχνε προς τη διεθνή επενδυτική κοινότητα ένα πρόσωπο διόλου φιλικό προς το επενδύει και το επιχειρείν.
Οι φόβοι τους δεν επιβεβαιώθηκαν. Τα κρατικά έσοδα αυξάνονται με υψηλό ρυθμό, ενώ ο αριθμός των επιχειρηματικών ομίλων των οποίων ο τζίρος ξεπερνά το «κατώφλι» φορολόγησης των 750 εκατ. ευρώ παγκοσμίως (εκ των οποίων τα 25 εκατ. στην εσωτερική, γαλλική αγορά), που έθεσε ο γάλλος νομοθέτης, ολοένα και αυξάνεται. Εξάλλου η γαλλική κυβέρνηση δεν είναι η μοναδική που φορολογεί τους αμερικανικούς ψηφιακούς γίγαντες. Ακόμα και οι Συντηρητικοί της Βρετανίας το κάνουν.
Διεύρυνση φορολογικής βάσης
Για να αντιμετωπίσει τις περίφημες «επιθετικές πρακτικές φορολογικής βελτιστοποίησης», που εφαρμόζουν οι ψηφιακοί κολοσσοί μεταφέροντας από χώρα σε χώρα τα κέρδη αναζητώντας τους χαμηλότερους συντελεστές φορολόγησης (η φύση των δραστηριοτήτων τους ευνοεί και διευκολύνει παρόμοιες πρακτικές), η κυβέρνηση του Παρισιού επέλεξε να φορολογήσει τον κύκλο εργασιών τους στη γαλλική επικράτεια, ανεξάρτητα από τα κέρδη του που καταγράφουν.
Πρόκειται ασφαλώς για μια ανορθόδοξη πρακτική, γι’ αυτό και βρέθηκε στο στόχαστρο αρχικά της GAFA και στη συνέχεια πάμπολλων εταιρειών της παγκόσμιας ψηφιακής αγοράς. Παρά ταύτα φορολόγησε με συντελεστή 3% τα έσοδα από τις διαδικτυακές διαφημίσεις των τεχνολογικών ομίλων, τα έσοδα από την εμπορική εκμετάλλευση προσωπικών δεδομένων και επίσης τις υπηρεσίες διαμεσολάβησης που παρέχουν οι υπερεθνικές εταιρείες στην εσωτερική αγορά.
Αρχικά στο στόχαστρο του Παρισιού μπήκαν οι αμερικανικοί κολοσσοί του κλάδου, όπως η Google, η Amazon και το Facebook. Αλλά στη συνέχεια και άλλες εταιρείες πιάστηκαν στο δίχτυ των γαλλικών φορολογικών αρχών. Η «Le Figaro» αναφέρει ως παράδειγμα τη γαλλική διαδικτυακή διαφημιστική εταιρεία Criteo και, πιο πρόσφατα, το νορβηγικό όμιλο Adevinta (μητρική εταιρεία του δημοφιλούς γαλλικού ιστότοπου δημοσίευσης μικρών αγγελιών Leboncoin.fr).
Αναζητώντας διεθνή συναίνεση
Τα έσοδα των υπερεθνικών τεχνολογικών κολοσσών αυξάνονται εκθετικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες και δεν «θολώνουν» ούτε διασχίζουν εύκολα τα σύνορα, όπως συμβαίνει συστηματικά με τα κέρδη. Φορολογώντας ως εκ τούτου τον κύκλο εργασιών εκτινάσσονται στα ύψη και οι εισροές φόρων στα γαλλικά δημόσια ταμεία.
Ο «φόρος GAFA» επιβάλλεται βάσει ενός νόμου που η Γαλλία οφείλει να καταργήσει μόλις τεθεί σε εφαρμογή μια διεθνής φορολογική μεταρρύθμιση για τον ψηφιακό κλάδο. Αλλά οι διαπραγματεύσεις για μια παρόμοια φορολογική μεταρρύθμιση καρκινοβατούν εδώ και πολλά χρόνια στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ – πρόκειται για το φορολογικό σχέδιο «Πυλώνας 1» του διεθνούς Οργανισμού.
Η κυβέρνηση του Παρισιού και τέσσερις ακόμα ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (της Βρετανίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Αυστρίας), που επίσης επιβάλλουν προσωρινά και μέχρι νεωτέρας «φόρο GAFA», υποσχέθηκαν προ διετίας να επιστρέψουν στις φορολογούμενες επιχειρήσεις τυχόν υπερβάλλουσες καταβολές φόρων οι οποίες θα προκύψουν μετά την έναρξη της ισχύος του καθολικού, διεθνούς φόρου στις ψηφιακές υπηρεσίες.
«Η υπόσχεση αυτή δόθηκε για να κατευναστεί η οργή της Ουάσιγκτον, η οποία απείλησε με αυστηρά εμπορικά αντίποινα τις πέντε χώρες που φορολόγησαν τους εδρεύοντες στις ΗΠΑ τεχνολογικούς κολοσσούς», γράφει ο «Figaro».
Το σκέπτεται και ο Καναδάς
Όμως ο χρόνος περνά. Και σε αντίθεση με την ιστορική συμφωνία που επιτεύχθηκε στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ για την επιβολή κατώτατου φόρου 15% επί των εταιρικών κερδών (πρόκειται για τον «Πυλώνα 2» που το 2024 θα αναμένεται να ενσωματωθεί στο εσωτερικό δίκαιο πολλών κρατών), οι συζητήσεις για τον «Πυλώνα 1» έχουν βαλτώσει.
Έχοντας κουραστεί να περιμένει μια διεθνή συμφωνία, η κυβέρνηση του Καναδά δημοσιοποίησε το περασμένο καλοκαίρι την πρόθεσή της να γίνει η έκτη χώρα-μέλος του ΟΟΣΑ (μετά τη Γαλλία, τη Βρετανία, την Ιταλία, την Ισπανία και την Αυστρία), που θα υιοθετήσει έναν «εθνικό φόρο GAFA». Ο πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντό σκοπεύει να προωθήσει τη σχετική νομοθεσία το 2024.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Στον «αέρα» η κατάργηση του εταιρικού τέλους των €350