Της Χάρις Βωβού
«Εάν θες να βρεις προσωπικό, βελτίωσε τις συνθήκες εργασίας», θα μπορούσε να είναι το κύριο σύνθημα του τρέχοντος θέματος. Η διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού αποτελεί ένα διαχρονικό ζήτημα για την κυπριακή αγορά. Ένα από τα πιο συχνά φαινόμενα είναι η έλλειψη προσωπικού σε συγκεκριμένες θέσεις εργασίας όπως είναι για παράδειγμα στον τουριστικό τομέα, στον τομέα της βιομηχανίας, της γεωργίας και σε διάφορους άλλους τομείς. Τι φταίει λοιπόν που δεν υπάρχει διαθέσιμο προσωπικό στην αγορά; «Δεν επιθυμεί να εργαστεί ο κόσμος» ή δεν δέχεται να εργαστεί υπό τις προσφερόμενες συνθήκες;
Το Economy Today επικοινώνησε με τους κοινωνικούς εταίρους και ειδικούς για το φλέγον θέμα της διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού σε περιόδους όπου καταγράφεται σημαντική έλλειψη εργαζομένων στο παζάρι. Μπορεί η εφαρμογή του κατώτατου μισθού στα 870 ευρώ, στην πρώτη πρόσληψη από την 1η Ιανουαρίου 2023, να ανοίξει τον δρόμο στην εργοδότηση ή υπάρχουν άλλοι παράγοντες που χρειάζονται περισσότερη βελτίωση στα εργασιακά;
Απαιτούν πιο απλές διαδικασίες και γρήγορες άδειες
Αρχικά, όπως εξηγεί ο διευθυντής του Tμήματος Εργασιακών Σχέσεων του Κυπριακού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου (ΚΕΒΕ) Αιμίλιος Μιχαήλ, η έλλειψη εργατικού δυναμικού που παρατηρείται στην αγορά εργασίας θα μπορούσε να αμβλυνθεί εφαρμόζοντας πιο αποτελεσματικά κριτήρια πρόσληψης ώστε να καταφέρουν οι επιχειρήσεις να βρουν υπαλλήλους. Συγκεκριμένα, προτείνει την κατάργηση του ποσοστού 30% των εργατών από τρίτες χώρες που εργοδοτούνται στην Κύπρο, καθώς και πιο απλοποιημένες διαδικασίες εισαγωγής μεταναστών, παρέχοντας πιο γρήγορα άδειες στο νέο εργατικό δυναμικό που θέλει να εργαστεί στη χώρα μας.
Σύμφωνα με τον κ. Μιχαήλ, βασικά στοιχεία για να λυθεί το ζήτημα της έλλειψης προσωπικού είναι η διασύνδεση του επιχειρηματικού κόσμου με τα σχολεία. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με επαγγελματικό προσανατολισμό στους σχολικούς χώρους, πληροφορώντας τους μαθητές για τις ευκαιρίες που έχουν να εργαστούν σε διάφορα επαγγέλματα, όπως στην τουριστική βιομηχανία, σε βιομηχανίες και στο λιανικό εμπόριο. Κληθείς να απαντήσει πώς θα μπορούσαν οι επιχειρήσεις να δώσουν λύση στη δυσκολία εύρεσης προσωπικού σημειώνει ότι θα μπορούσαν να εστιάσουν στις ανάγκες της αγοράς και αν χρειαστεί στην επανεκπαίδευση του προσωπικού για να αναπληρώσει μια κενή θέση που υπάρχει στην επιχείρηση.
«Τεράστιο πρόβλημα η έλλειψη νοσηλευτών»
Μπορεί η έλλειψη προσωπικού να καταγράφεται περισσότερο στον τομέα της φιλοξενίας και στην καλλιέργεια της γης, ωστόσο όπως τονίζει η διευθύντρια των Εργασιακών Σχέσεων της Ομοσπονδίας Εργοδοτών και Βιομηχάνων (ΟΕΒ) Λένα Παναγιώτου, τεράστιο πρόβλημα στην Κύπρο αποτελεί η έλλειψη νοσηλευτών, καθώς βασική προϋπόθεση, σύμφωνα με τη νομοθεσία, είναι η απαραίτητη γνώση της ελληνικής γλώσσας και αυτό περιορίζει την εύρεση νοσηλευτικού προσωπικού από άλλες χώρες. Μάλιστα προσθέτει ότι συνεχίζει να υπάρχει έλλειψη προσωπικού σε διάφορους τομείς της Οικονομίας, όπως είναι η μεταποίηση και η τουριστική βιομηχανία, και αυτό φαίνεται από τον αριθμό των αιτήσεων που υποβάλλουν οι εργοδότες στο Υπουργείο Εργασίας για αναζήτηση προσωπικού αλλά και από το χαμηλό ποσοστό των Κύπριων που είναι διατεθειμένοι να καλύψουν αυτό το κενό στην αγορά.
«Οι ελλείψεις είναι πολλές και προσπαθούμε να τις διαχειριστούμε και με μακροπρόθεσμο πλάνο, όπως με σωστό επαγγελματικό προσανατολισμό σε μαθητές, προτείνοντας επαγγέλματα τα οποία η οικονομία μας έχει ανάγκη, καθώς και με συστηματική συνεργασία με την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση ώστε να συνδέσουμε την εκπαίδευση με τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς. Είναι σημαντικό να δούμε ποια είναι τα επαγγέλματα του μέλλοντος, ποιες θέσεις χάθηκαν και πώς οι εργαζόμενοι που έχουν επηρεαστεί μπορούν να μετακυλήσουν σε έναν άλλον τομέα για να μείνουν χρήσιμοι και παραγωγικοί. Επίσης, επιδιώκουμε να έχουμε συστηματική επαφή με το Υπουργείο Παιδείας και τα Πανεπιστήμια της χώρας μας και να αξιοποιήσουμε τους συμβούλους επαγγελματικού προσανατολισμού για να γίνονται άμεσες και ποιοτικές προσλήψεις». Συμπληρώνει ότι γίνονται παράπονα για ελλείψεις προσωπικού από μέλη της Ομοσπονδίας που εργάζονται στα τμήματα του ανθρώπινου δυναμικού σε εταιρείες και αυτό θα μπορούσε να αμβλυνθεί με εκθέσεις καριέρας για να συνδέσουν την αγορά με το επιχειρείν, με αναζήτηση προσωπικού από το εξωτερικό και με κρατική βοήθεια ώστε να είναι λιγότερο χρονοβόρες οι διαδικασίες εισαγωγής προσωπικού από τρίτες χώρες.
Ερωτηθείσα για το αν καταγράφεται η ίδια έλλειψη ανάμεσα σε ανειδίκευτο και εξειδικευμένο προσωπικό απαντά ότι στο πιο υψηλόβαθμο προσωπικό είναι καλυτέρα τα πράγματα γιατί υπάρχει μεγαλύτερη προσφορά, για παράδειγμα υπάρχουν πολλοί απόφοιτοι σχολών Πληροφορικής διαθέσιμοι για να αξιοποιηθούν στην αγορά. Ωστόσο, συμπληρώνει ότι σημειώνεται τεράστια ανάγκη στον κλάδο της φιλοξενίας, στα ξενοδοχεία, από τον πιο ανειδίκευτο μέχρι τον πιο εξειδικευμένο υπάλληλο, όπως μάγειρες, υπεύθυνους προγραμμάτων ψυχαγωγίας, ναυαγοσώστες, καθώς και σε βιομηχανίες, αρτοποιούς, σε τεχνικά επαγγέλματα, μεταλλοβιομηχανίες, αλλά και στην εργασία από ύψος. Όσον αφορά στο ερώτημα για το αν οι μακροχρόνια άνεργοι θα μπορούσαν να καλύψουν αυτό το κενό του προσωπικού που καταγράφεται συστηματικά, απαντά ότι «όπως προκύπτει από τα στοιχεία οι εγγεγραμμένοι μακροχρόνια άνεργοι μπαινοβγαίνουν στη λίστα ανεργίας, άρα προκύπτει ότι δεν επιθυμούν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας».
«Αντίφαση εργοδοτών στο ζήτημα της απασχόλησης»
Στο ίδιο ερώτημα ο γενικός γραμματέας της Συνομοσπονδίας Εργαζομένων Κύπρου (ΣΕΚ) Ανδρέας Μάτσας απαντά ότι οι νέοι εργαζόμενοι πλέον αναζητούν ποιοτικές συνθήκες εργασίας με αξιοπρεπή μισθό, ωράρια και ώρες εργασίας, αφού αρκετές επιχειρήσεις προσφέρουν χαμηλούς μισθούς και αναζητούν προσωπικό από τρίτες χώρες. Τονίζει μάλιστα ότι «στην πορεία των επιχειρήσεων υπάρχει μια αδιανόητη αντίφαση, διότι από τη μία πλευρά αντιδρούν στη σταδιακή παραχώρηση της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ), αλλά την ίδια στιγμή τίθεται θέμα απασχόλησης.
Κληθείς να σχολιάσει αναφέρει ότι ενδεχομένως η θέσπιση του κατώτατου μισθού θα λειτουργούσε θετικά στην κάλυψη του κενού στην αγορά εργασίας. «Στόχος μας πέραν από τον κατώτατο είναι να διευρύνουμε τις συλλογικές συμβάσεις σε επιπλέον τομείς της Οικονομίας για να καλυφθεί το 80% των εργαζομένων και να δημιουργηθεί δυνατότητα και προοπτική για μια πιο ρυθμισμένη αγορά, με συνθήκες βελτίωσης των όρων εργασίας, που θα σπρώχνουν προς τα πάνω και τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Σήμερα καλύπτεται περίπου λίγο πιο κάτω από το 45% των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις, με το μεγαλύτερο ποσοστό να εργάζεται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ενώ το ποσοστό του ιδιωτικού τομέα είναι πιο χαμηλό».
«Οι απαιτήσεις των νέων δεν συμβαδίζουν με τις συνθήκες εργασίας»
Στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας εμμένει και ο γενικός οργανωτικός της ΣΕΚ Πανίκος Αργυρίδης, ο οποίος σημειώνει ότι η έλλειψη προσωπικού συνδέεται με τους όρους εργοδότησης, οι οποίοι θα έπρεπε να παρέχουν μηνιαίο μισθό τουλάχιστον 1.500 ευρώ για μια αξιοπρεπή διαβίωση καθώς και ένα υγιές εργασιακό περιβάλλον. Όσο πιο ποιοτικές είναι οι συνθήκες εργασίας τόσο πιο εύκολη είναι η εύρεση εργατικού δυναμικού, τονίζει. «Οι νέοι έχουν απαιτήσεις και αναμένουν λογικές ώρες εργασίας και αμοιβή που να ανταποκρίνεται στο κόστος ζωής. Θέλουμε τους νέους να μένουν στην Κύπρο και να εργάζονται, αλλά όχι να δέχονται την εκμετάλλευση». Μάλιστα προσθέτει ότι είναι προτιμότερη η πρόσληψη ντόπιου εργατικού δυναμικού και η κατάρτιση και εκπαίδευσή του στις σύγχρονες ανάγκες της αγοράς, ώστε να μπορεί να απορροφηθεί σε νέες θέσεις εργασίας και σε νέους τομείς όπως είναι τα πράσινα επαγγέλματα, αφού «οι ανειδίκευτοι εργάτες τρίτων χωρών είναι ό,τι χειρότερο για τη μετεξέλιξη της αγοράς».
Όσον αφορά στην εφαρμογή του κατώτατου μισθού από φέτος, ο κ. Αργυρίδης αναφέρει ότι μπορεί να διευκολύνει την εργοδότηση σε κάποιες περιπτώσεις, ωστόσο το πρόβλημα παραμένει. «Θα βοηθήσει σε κάποιο βαθμό αλλά δεν μπορούμε να προβλέψουμε πόσο», σημειώνοντας ότι θα προσελκύσει εργατικό δυναμικό από χώρες της Ε.Ε., όπως Βουλγαρία, Ρουμανία, Πολωνία, ενώ προσθέτει ότι σε υψηλές θέσεις εργασίας με ακαδημαϊκά προσόντα επικρατούν δυσανάλογοι όροι απασχόλησης και χαμηλά επίπεδα μισθοδοσίας. «Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να βελτιώσουν τους όρους εργασίας για να προσελκύσουν προσωπικό», διευκρινίζει ενώ συμπληρώνει ότι η εποχικότητα σε ορισμένα επαγγέλματα λειτουργεί αποτρεπτικά για αρκετούς υποψήφιους εργαζόμενους.
«Δεν νομίζουμε ότι ο κατώτατος θα κάνει τη διαφορά»
Ωστόσο, η γενική γραμματέας της Παγκύπριας Εργατικής Ομοσπονδίας (ΠΕΟ) Σωτηρούλα Χαραλάμπους σημειώνει ότι δεν είναι σίγουρη εάν η εφαρμογή του κατώτατου μισθού θα συμβάλει στη διευκόλυνση εύρεσης ανθρώπινου δυναμικού, γιατί αρκετοί κλάδοι εξαιρέθηκαν από την εφαρμογή του κατώτατου, όπως είναι οι γεωργοί ή οι οικιακές βοηθοί. Όπως εξηγεί, η θέσπιση του κατώτατου μισθού δεν αποδίδεται σε ωριαία βάση και δεν είναι σε ολοκληρωμένο πλαίσιο. «Το πιο σημαντικό είναι οι συνθήκες εργασίας. Οι εργοδότες φέρνουν φτηνό εργατικό δυναμικό από τρίτες χώρες και αρνούνται να συμμετέχουν σε συλλογικές συμβάσεις, γι’ αυτό θα εξακολουθεί να υπάρχει απορρύθμιση και φτηνή εργασία».
«Το κλειδί είναι η εκπαίδευση του προσωπικού»
Από την πλευρά της όπως αναφέρει η σύμβουλος διαχείρισης ανθρωπίνου δυναμικού Αίμη Μπάφα υπάρχει ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης στην κυπριακή αγορά και εισηγείται οι εταιρείες να επενδύσουν περισσότερο σε νεαρό κόσμο, σε αποφοίτους σχολών χωρίς προϋπηρεσία, κάνοντάς τους πιο σωστή εκπαίδευση, ώστε να είναι παραγωγικοί το συντομότερο δυνατόν. «Μ’ αυτόν τον τρόπο θα ενισχύσουν τις ικανότητες και τις δεξιότητες των νέων υπαλλήλων τόσο στον τεχνικό όσο και στον επικοινωνιακό τομέα». Ερωτηθείσα για το αν ισχύει αυτό το μέτρο τόσο σε εξειδικευμένο όσο και εξειδικευμένο προσωπικό, απαντά ότι και στις δύο περιπτώσεις θα πρέπει να δίνεται έμφαση στην εκπαίδευση του προσωπικού.
«Οι εταιρείες πρέπει να είναι σε θέση να εκπαιδεύουν. Όχι περιστασιακά αλλά να έχουν ένα σταθερό πλάνο, συγκεκριμένο χώρο και ένα πρόγραμμα με δομή, παρακολούθηση και στοχοθέτηση. Βέβαια παρόλο που κάθε είδους εκπαίδευση είναι χρονοβόρα και έχει υψηλό κόστος, διευκρινίζει ότι είναι προτιμότερη καθώς μ’ αυτόν τον τρόπο η εταιρεία θα κάνει σύντομα απόσβεση, αφού θα βρει ευκολότερα προσωπικό και θα αποφύγει τη μετέπειτα άσκοπη αναζήτηση. Κληθείσα να απαντήσει αναφέρει ότι μεγάλο κενό στην αγορά υπάρχει και για πολύ εξειδικευμένες θέσεις. Εξηγεί ότι κάθε επαγγελματικός τομέας έχει τον δικό του «πονοκέφαλο», ενώ οι πολλές ώρες εργασίας και το απαιτητικό ωράριο είναι ανασταλτικός παράγοντας για τους περισσότερους, οι οποίοι μάλιστα προτιμούν γραφειακές δουλειές, καθώς «είναι θέμα κουλτούρας».
Διαβάστε επίσης: Κωνσταντίνος Γιωρκάτζης: Χρειάζεται να δώσουμε χρόνο στη Μακαρίου