Του Κυριάκου E. Γεωργίου*
Αναμφίβολα η εφαρμογή του Γενικού Σχεδίου Υγείας (ΓεΣΥ) αποτελεί μια εκ των δύο μεγαλύτερων μεταρρυθμίσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η άλλη αφορά το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΤΚΑ). Αυτές μαζί με την κοινωνική σύνταξη και το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα αποτελούν ένα δίχτυ ασφαλείας για όλους τους κατοίκους της Κύπρου. Μετά από τέσσερα χρόνια λειτουργίας, το ΓεΣΥ έχει αγκαλιασθεί από το σύνολο της κοινωνίας των πολιτών που απολαμβάνουν υπηρεσίες υγείας στις οποίες δεν είχαν πρόσβαση προηγουμένως. Εξακολουθούν όμως να υπάρχουν προβλήματα όσον αφορά τους δύο δημόσιους Οργανισμούς η οποίοι εμπλέκονται στη διαχείριση του συστήματος και τους πάροχους υπηρεσιών υγείας οι οποίοι ανταγωνίζονται για μερίδια αγοράς και κέρδη.
Από τον σοσιαλισμό στον καπιταλισμό
Μια από τις κατηγορίες ενάντια στην εφαρμογή του ΓεΣΥ ήταν ότι το Σύστημα θα αποτελούσε μια συγκαλυμμένη μορφή σοσιαλισμού. Ως εκ του αποτελέσματος είναι μια κλασική περίπτωση άκρατου καπιταλισμού και δαρβινικής επιβίωσης του ισχυρότερου όπου οι πάροχοι του συστήματος αλλά και οι ασθενείς προσπαθούν να αποκομίσουν όσα περισσότερα γίνεται από το σύστημα. Οι πάροχοι παρέχουν υπηρεσίες που ξεπερνούν τον σφαιρικό προϋπολογισμό, με αποτέλεσμα να μειώνεται η τιμή μονάδας και να απαιτούν αυξημένο προϋπολογισμό. Βεβαίως υπάρχουν περιπτώσεις όπως των ειδικών ιατρών, των κλινικών εργαστηρίων, των φαρμακείων και των φυσιοθεραπευτών όπου η προκλητή ζήτηση προέρχεται από άλλους πάροχους και επομένως οι ίδιοι δεν έχουν ευθύνη. Από την άλλη όμως τα έσοδα της συγκεκριμένης κατηγορίας αυξάνονται..
Οι οικονομολόγοι αναφέρονται σε αυτό το πρόβλημα ως την τραγωδία των κοινών (tragedy of the commons) για τη σύγκρουση των ιδιωτικών συμφερόντων και του κοινού καλού στη διεκδίκηση πόρων. Αποτελεί ένα οικονομικό πρόβλημα στο οποίο κάθε άτομο έχει κίνητρο να καταναλώσει έναν πόρο, αλλά εις βάρος κάθε άλλου ατόμου – χωρίς τρόπο να αποκλείσει κανέναν από την κατανάλωση. Αν οι πάροχοι καταχρώνται το σύστημα με αυξημένες και αχρείαστες ιατρικές πράξεις αυτή η προκλητή ζήτηση μπορεί να εξαντλήσει τους πόρους του Συστήματος έστω και αν υπάρχει η ασφαλιστική δικλείδα του σφαιρικού προϋπολογισμού.
Το φαινόμενο της προκλητής ζήτησης
Προκλητή ζήτηση υπηρεσιών υγείας είναι αυτή η οποία δεν αντιστοιχεί σε υπαρκτές ανάγκες υγείας, αλλά προκαλείται από άλλους παράγοντες. Ο πιο σημαντικός από τους παράγοντες αυτούς είναι ο ίδιος ο γιατρός, που προκαλεί αύξηση της ζήτησης των ιατρικών υπηρεσιών, με σκοπό την άμεση ή έμμεση αύξηση των αποδοχών του. Συνήθως το φαινόμενο της προκλητής ζήτησης εμφανίζεται σε συστήματα υγείας όπου ο γιατρός αμείβεται κατά πράξη ή κατά παραπομπή και γίνεται εντονότερο σε περιπτώσεις που το κόστος καλύπτεται από ασφαλιστικούς φορείς όπως τον ΟΑΥ.
Αυξημένη ζήτηση προέρχεται και από τις απαιτήσεις των χρηστών του ΓεΣΥ για πρόσθετες αχρείαστες υπηρεσίες υγείας. Αυτά ακριβώς τα φαινόμενα προσπαθεί να προλάβει ο ΟΑΥ με τη δημιουργία του σφαιρικού προϋπολογισμού και τον περιορισμό στις παραπομπές από τους προσωπικούς ιατρούς σε ειδικούς γιατρούς και επιπρόσθετες κλινικές εξετάσεις.
Ο ρόλος του ΟΚΥπΥ
Σε αντίθεση με τον ΟΑΥ ο οποίος έχει να διαχειριστεί το βασικό πρόβλημα των οικονομικών αυτό της σπανιότητας των πόρων και το κόστος ευκαιρίας ο ΟΚΥπΥ έχει να διαχειριστεί θέματα που άπτονται της χρηστής και ανταγωνιστικής διοίκησης και διεύθυνσης δημόσιων Οργανισμών υγείας σε ένα περιβάλλον ιδιωτικής πρωτοβουλίας και ανοιχτής οικονομίας. Αν έχει αποδείξει κάτι η πανδημία είναι ότι τα δημόσια νοσηλευτήρια και εργαζόμενοι σ’ αυτά είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν στα δύσκολα και να σηκώσουν στους ώμους τους το βάρος κρίσεων. Είναι όμως γενικά αποδεκτό ότι τα δημόσια νοσηλευτήρια αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό με τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια.
Ο σχεδιασμός του ΓεΣΥ και η μεταφορά ασθενών από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα προέβλεπε πίεση και μείωση εργασιών στον δημόσιο τομέα και για αυτό η κυβέρνηση ανέλαβε να επιχορηγεί για πέντε έτη τα ελλείμματα των δημόσιων νοσηλευτηρίων. Επίσης, με τη εισαγωγή του ΓεΣΥ υπήρξε μια φυγή ιατρών από τον δημόσιο τομέα και τα δημόσια νοσηλευτήρια συνεχίζουν να έχουν πρόβλημα υποστελέχωσης σε ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό.
Φυσικά, τα δημόσια νοσηλευτήρια είχαν και έχουν ψηλότερο κόστος λειτουργίας κυρίως λόγω του αυξημένου κόστους προσωπικού. Ως γνωστό το δημόσιο έχει καλύτερους όρους εργοδότησης και έτσι εργοδοτεί τους καλύτερους νοσηλευτές και λειτουργούς υγείας αλλά προς το παρόν αυτό γίνεται με φειδώ φοβούμενο το κόστος και τη προβλεπόμενη μελλοντική μειωμένη ζήτηση.
Οι προκλήσεις και οι λύσεις
Δυστυχώς, υπάρχουν προβλήματα τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπισθούν ορθολογικά και στη βάση βέλτιστων πρακτικών. Κατ’ αρχήν ο υπουργός Υγείας και το Υπουργείο Υγείας θα πρέπει να σταματήσουν να παρεμβαίνουν στη λειτουργία των δύο Οργανισμών που έχουν αναλάβει τη λειτουργία του ΓεΣΥ και των δημόσιων νοσηλευτηρίων. Αν η υπουργός δεν έχει εμπιστοσύνη στα Διοικητικά Συμβούλια των δύο Οργανισμών ας τα αντικαταστήσει, όπως έγινε πρόσφατα με τον ΟΚΥπΥ ειδάλλως να τα αφήσει να λειτουργήσουν και να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Το ΔΣ του ΟΚΥπΥ θα πρέπει να καταρτίσει στρατηγική, να εξεύρει τους αναγκαίους πόρους και να την εφαρμόσει. Προς το παρόν δείχνει ατολμία να λύσει τα προβλήματα και αδυνατεί να επενδύσει σε προσωπικό και τεχνολογία και αυτά όλα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στη βιωσιμότητά του.
Σημαντικά προβλήματα ακόμη υπάρχουν στην στελέχωση εξειδικευμένων ιατρικών κλινικών και η ενσωμάτωση πανεπιστημιακών ιατρών σε κλινικές των δημόσιων νοσηλευτηρίων. Θέματα που έχουν επιλυθεί προ πολλού στον ιδιωτικό τομέα συνεχίζουν να ταλανίζουν το δημόσιο και να τον οδηγούν στην απαξίωση.
Παλαιότερη μελέτη για τον κλάδο των νοσηλευτών είχε δείξει μικρότερο αριθμό νοσηλευτών από αυτό που προβλέπει η βέλτιστη διεθνής πρακτική και αντίστοιχη εικόνα θα πρέπει να επικρατεί και στους υπόλοιπους κλάδους παραϊατρικού προσωπικού .
Θα πρέπει τα δημόσια νοσηλευτήρια να συνεχίσουν να προσφέρουν ποιοτικές υπηρεσίες υγείας και να αποτελούν τα νοσοκομεία αναφοράς. Σ’ αυτό το πνεύμα είναι σημαντικό να στελεχωθούν σωστά, να δημιουργηθούν οι σωστές διαδικασίες και πρωτόκολλα και να αξιοποιηθούν πλήρως η τεχνολογία, η οικονομετρία και οι μεθόδοι ελέγχου της ποιότητας.
Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω θα πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή μεταξύ της σωστής θεραπευτικής πρακτικής και της οικονομικής βιωσιμότητας του τόσο του ΟΑΥ όσο και του ΟΚΥπΥ. Θα πρέπει οι εμπλεκόμενοι το Υπουργείο Υγείας, οι διοικήσεις και οι διευθύνσεις, οι εργαζόμενοι και οι συντεχνίες τους να παραμερίσουν τις ιδεολογικές αγκυλώσεις και τις κάκιστες συνδικαλιστικές πρακτικές και να αξιοποιήσουν βέλτιστες πρακτικές στη διοίκηση και διεύθυνση Οργανισμών παροχής υπηρεσιών υγείας ώστε να χαράξουν προσεκτικά και με όραμα το μέλλον. Για όλους όσους συμμετέχουν θα πρέπει να σχεδιαστούν κίνητρα και αντικίνητρα, ποσοτικοί και ποιοτικοί δείκτες αποδοτικότητας (Key Performance Indicators) που να συντείνουν στη βελτίωση της αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών υγείας που προσφέρονται.
*Εργάτης Γνώσης